Το ‘Οχι των Ιρλανδών και η σύγκρουση για τη Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση – Οι Λαοί της Ευρώπης κατά της Ολιγαρχίας της

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Χαστούκι, όχι μόνο στην Κομισιόν, αλλά σε όλη την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη, το «'Οχι» των Ιρλανδών στην ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική συνθήκη, ήρθε να καταδείξει, ακόμα μια φορά, τη βαθιά διαφωνία και έντονη ανησυχία των Ευρωπαίων πολιτών και λαών απέναντι στον χαρακτήρα που έχει σταδιακά προσλάβει η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενοποίησης. ‘Οπου δίνεται στους πολίτες η ευκαιρία, σχεδόν πάντα αποδοκιμάζουν τις επιλογές της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας, μιας ηγεσίας που ποτέ δεν ήταν τόσο λίγο όσο σήμερα  «πολιτική», που τείνει πλέον να προσλάβει έναν καθαρά «υπαλληλικό», «διεκπεραιωτικό» χαρακτήρα για λογαριασμό μερικών εκατοντάδων μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων που διοικούν στην πραγματικότητα ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση.

 

Η ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική συνθήκη δεν είναι παρά μια τροποποιημένη μορφή της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης, που απερρίφθη το 2005 από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς. Είχε προηγηθεί, το 2004, η απόρριψη από τους Κυπρίους του σχεδίου Ανάν, που μπορεί να μην αφορούσε άμεσα τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και μείζονες συνέπειες επ' αυτής θα είχε, και ουσιαστική, δομική ομοιότητα με την καταψηφισθείσα ευρωπαϊκή και συνταγματική συνθήκη είχε. Και στα τέσσερα αυτά δημοψηφίσματα, η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών «ελίτ», οικονομικών παραγόντων, εκδοτών, μηντιατικών «διανοουμένων» και πολιτικών ηγετών και κομμάτων είχαν ταχθεί αναφανδόν υπέρ του ναι, οι πολίτες όμως τους αγνόησαν και ψήφισαν όχι.

Και τα τέσσερα δημοψηφίσματα επιβεβαίωσαν το τεράστιο χάσμα που έχει σήμερα εγκατασταθεί σε όλη την Ευρώπη, ανάμεσα στις «ελίτ» και την κοινωνία, «χάσμα» που δεν αφορά την α' ή τη β΄επιμέρους πολιτική, αλλά βασικές στρατηγικές επιλογές. ‘Ενα τέτοιο χάσμα όμως επιβεβαιώνει επίσης πόσο καθαρά «τυπική» είναι πλέον η όποια δημοκρατία μας (και πόσο εύθραυστη θα αποβεί σε περίπτωση μιας μεγάλης οικονομικής, οικολογικής ή διεθνούς κρίσης, είναι άλλωστε προανάκρουσμα ο φασίζων λόγος του Σαρκοζί σε ορισμένα ζητήματα ή η ανάθεση αστυνομικών καθηκόντων στον στρατό από τον Μπερλουσκόνι ή η συμμετοχή των Ευρωπαίων στο «σύστημα Γκουαντάναμο»). Αν πραγματικά τα πολιτικά συστήματα και κόμματα των ευρωπαϊκών χωρών, ή η Κομισιόν και τα Συμβούλια, εξέφραζαν έστω και υποτυπωδώς τις πραγματικές διαθέσεις των ψηφοφόρων, αν ήταν όργανα, έστω και λίγο, της λαϊκής βούλησης, τότε θα βρίσκονταν μείζονες πολιτικές δυνάμεις να εκφράσουν τις λαϊκές διαθέσεις. Δεν θα ανταγωνίζονταν οι εθνικές πολιτικές δυνάμεις ποιά θα πρωτοδώσει «εξετάσεις» σε αδιαφανή, υπερθνικά κέντρα ισχύος.

‘Οπως όμως εξελίσσονται τα πράγματα, πολιτικοί, κόμματα και Μέσα περιορίζονται κυρίως να μας «επικοινωνήσουν» τις αποφάσεις αφανών αρχόντων, παρά να οργανώσουν πολιτικά την βούληση των λαών. Τα κοινοβούλια θυμίζουν όλο και περισσότερο Δούμες του Τσάρου, προορισμένες να επικυρώνουν «δημοκρατικά» αποφάσεις που παίρνονται αλλού. Μας έχει απομείνει το δικαίωμα να διαλέγουμε μεταξύ υποψηφίων κάθε τέσσερα χρόνια – όλο και πιο συχνά όμως οι υποψήφιοι δεν είναι παρά παραλλαγές του ίδιου «μοντέλου» και της ίδιας πολιτικής. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ασκεί μια υποδειγματική «δεξιά» οικονομική πολιτική, η  ευρωπαϊκή δεξιά υιοθετεί την «αριστερή ρητορεία κοινωνικού ενδιαφέροντος» (χωρίς αντίκρυσμα).

Είναι τόσο προχωρημένη η «υπαλληλοποίηση» των πολιτικών ελίτ που, και στα τέσσερα δημοψηφίσματα που αναφέραμε, ήταν περιθωριακές ομάδες και ανεξάρτητοι, κριτικοί διανοούμενοι, στους οποίους στράφηκε ο πληθυσμός για να οργανώσει τα επιχειρήματα του ‘Οχι, συχνά διακινώντας τα μέσω του ‘Ιντερνετ, δεδομένου ότι τα περισσότερα ΜΜΕ ετάχθησαν αναφανδόν με το ‘Οχι. Στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν, ήταν μια ολιγομελής Κίνηση Πολιτών και το μικρό κόμμα των «Νέων Οριζόντων» που ετάχθησαν εναντίον του Σχεδίου από την αρχή – ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος τάχθηκε μόνο τις παραμονές του δημοψηφίσματος και ενώ οι δημοσκοπήσεις έδειχναν σαφή τοποθέτηση εναντίον του. Στην περίπτωση της Γαλλίας, ήταν μια ομάδα κριτικών, ριζοσπαστών διανοουμένων της αριστεράς, τροτσκιστικής ή παραπλήσιας προέλευσης, γύρω από το Ινστιτούτο Κοπερνίκ και την κίνηση ATTAC, που ξεκίνησε και έφερε σε νικηφόρο πέρας την καμπάνια του ‘Οχι. Στην Ολλανδία, ήταν το μικρό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μετεξέλιξη μιας παληάς μαοϊκής οργάνωσης. Στην Ιρλανδία ήταν η οργάνωση «Ελευθερία» που δημιουργήθηκε γι' αυτό το σκοπό, με τη συμπαράσταση επίσης του παραδοσιακού εκφραστή του ιρλανδικού εθνικισμού, του «Σινν Φέιν». Με την εξαίρεση της Κύπρου, οι ομάδες αυτές κέρδισαν το «'Οχι» έχοντας μέχρι το τέλος αντίπαλα τα βασικά πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ των χωρών τους και όλης της Ευρώπης. Τους είπαν ότι θα «απομονώσουν» τις χώρες τους, ότι θα οδηγήσουν σε ανήκουστες καταστροφές, ότι είναι αντίπαλοι της Ευρώπης και «εθνικιστές», τους «εξήγησαν» ότι δικαιούνται ουσιαστικά να ψηφίσουν μόνο «ναι».

Στην περίπτωση της Γαλλίας, το 2005, η συζήτηση για την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη, που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος, ήταν μια από τις υψηλότερες ασκήσεις πολιτικής δημοκρατίας στην παγκόσμια ιστορία. Παρακολούθησα από κοντά τη διαδικασία και έμεινα κατάπληκτος ακούγοντας τις παρέες στα ρεστωράν του Παρισιού να ανταλάσσουν τόσο έντονα επιχειρήματα για τα πιο σύνθετα προβλήματα που θέτει η «παγκοσμιοποίηση». Επί δύο μήνες, ο γαλλικός λαός συζήτησε με λεπτομέρειες ένα κείμενο από αυτά που υποστηρίζεται ότι μόνο ειδικοί μπορούν να καταλάβουν, το έκανε φύλλο και φτερό κυριοελκτικά, άρθρο προς άρθρο και το απέρριψε συνειδητά, επιβεβαιώνοντας αυτό που ξέρουμε από την εποχή του Περικλή και του Πρωταγόρα, έστω κι αν τόχουμε, οι απόγονοί τους, τόσο εξευτελίσει: η δημοκρατία μπορεί να επιβιώσει μόνο ως πράξη συνειδητών πολιτών. Είναι κρίμα ότι στην Ελλάδα δεν αγνοούμε απλώς τη συζήτηση αυτή, τόσο κρίσιμη για το μέλλον μας, αλλά ότι ακόμα και οι βουλευτές που ψήφισαν τη συνταγματική συνθήκη το 2005 και την μεταρρυθμιστική συνθήκη προ ημερών, προφανώς αγνοούν τι ψήφισαν. Εγώ ο ίδιος ένοιωσα ντροπή διαπιστώνοντας, όταν πήγα ως έκτακτος απεσταλμένος στο Παρίσι το 2005, την επάρκεια των συνομιλητών μου, που θυμόντουσαν απέξω τα άρθρα της συνθήκης. Η συνταγματική συνθήκη ψηφίστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο χωρίς κανείς να «προσέξει», ακόμα κι από τους αντίπαλους, ότι περιείχε μια εκ νέου «συνταγματική» μάλιστα επιβεβαίωση της κυριαρχίας των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο! Χρειάστηκε να πάω στη Γαλλία για να ακούσω να γίνεται λόγος για το θέμα αυτό!

Τα κυρίαρχα Μέσα βέβαια μας λένε ότι οι πολίτες δεν ήξεραν τι ψήφιζαν, ότι «παραπλανήθηκαν», «παρασύρθηκαν», «επηρεάστηκαν από τη συγκυρία». Μιλάνε με «ευφημισμούς», όπως το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα» για τα προβλήματα της Ευρώπης. Αλλά τι θα πει έλλειμμα – ότι το φαί είναι εντάξει και δεν του βάλαμε αρκετό αλάτι; ‘Η μήπως πρόκειται για τελείως διαφορετικό φαϊ. Σήμερα, το 85% των νόμων και διοικητικών αποφάσεων λαμβάνονται στις Βρυξέλλες, μέσα από διαδικασίες που δεν επηρεάζουν παρά ελάχιστα οι Ευρωπαίοι πολίτες. Εν ονόματι των αναγκών της υπερεθνικής ολοκλήρωσης, «χάνεται» εθνική κυριαρχία, φεύγει από τα σχετικά δημοκρατικά κοινοβούλια, αλλά δεν επανεμφανίζεται σε δημοκρατικής λειτουργίας, ελεγχόμενα, αιρετά όργανα. Το ευρωπαϊκό «πολίτευμα», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, αρχίζει να προσεγγίζει τη συνταγματική μοναρχία. Κάπου, στην αρχή της διαδικασίας υπάρχει βέβαια μια εκλογή. Στην πορεία, η αντιπροσώπευση γίνεται όλο και πιο έμμεση, η επιρροή των πολιτών εξαφανίζεται προς ώφελος μιας παντοδύναμης «ευρωκρατίας», σφόδρα νεοφιλελεύθερης και ατλαντικής, που ξέρει να κάνει μόνο τρεις δουλειές: να «απελευθερώνει τις αγορές», μέχρι καταργήσεως του κοινωνικού κράτους, να διευρύνει επ' άπειρον την ‘Ενωση, μετατρέποντάς την σε μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, όπως εξ αρχής επεδίωκαν οι Βρετανοί και να διατηρεί την ΕΕ σταθερά στην τροχιά του ΝΑΤΟ και της Ουάσιγκτον.

Τόσο η «συνταγματική» όσο και η «μεταρρυθμιστική» συνθήκη επιχειρούν να ολοκληρώσουν αυτές τις λειτουργίες, που θεμελιώθηκαν κατ' ουσίαν στο Μάαστριχτ. Αφαιρούν ουσιαστικά την οικονομική πολιτική από τις κυβερνήσεις προς ώφελος μιας δήθεν ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η επίσημη «αντιπληθωριστική» αποστολή της οποίας είναι να εγγυηθεί τα κέρδη του χρηματιστικού κεφαλαίου, να εμποδίσει την Ευρώπη να χρησιμοποιήσει στον διεθνή ανταγωνισμό, ιδίως με τις ΗΠΑ, αλλά και εσωτερικά, ως αντικυκλικό, κεϋνσιανό μέτρο, το όπλο της νομισματικής ισοτιμίας. Διευρύνει την ‘Ενωση σε όλο και φτωχότερες χώρες, απαγορεύοντας όμως ρητά κάθε φορολογική και κοινωνική ομοιογενοποίηση και καταργώντας ουσιαστικά τα προγράμματα συνοχής. Αφήνει δηλαδή την «αγορά» να εξισώσει όντως τις κοινωνικές, φορολογικές και οικολογικές συνθήκες σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο προς τα κάτω. Αν όμως αφαιρεθεί η οικονομική πολιτική από εκλεγμένες κυβερνήσεις, τότε τι απομένει ως αντικείμενο της δημοκρατίας; Τα πράγματα δεν είναι άλλωστε καλύτερα στο τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, όπου και οι δύο συνθήκες επιβεβαιώνουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, μέσω των διατάξεών τους, την υποτέλεια της ΕΕ στο ΝΑΤΟ, δηλαδή στην Ουάσιγκτον. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, σε αντίθεση με τα ιστορικά συντάγματα των ευρωπαϊκών κρατών, που είναι σύντομα κείμενα επεξεργασμένα από εκλεγμένους εκπροσώπους των εθνών, συντακτικές συνελεύσεις, οι συνθήκες αυτές είναι προϊόν μιας ανεξέλεγκτης, διορισμένης, παχυλά αμειβόμενης και πλήρως αποκομμένης από τους λαούς «ευρωκρατίας», περιέχουν εκατοντάδες σελίδες και εκφράζουν, με τη γλώσσα τους, αυτό που είναι το κύριο χαρακτηριστικό τους: την πορεία προς την πλήρη αλλοτρίωση του πολίτη από την Πολιτεία, την κατάργηση δηλαδή της δημοκρατίας. (Από την άποψη αυτή το σχέδιο Ανάν ήταν επίσης μια τέτοια, θεμελιώδης παρέκκλιση από τη δημοκρατία, αφού επρόκειτο για ένα κείμενο 10.000 σελίδων, που είχαν επεξεργασθεί μέσα σε γραφεία, μια σειρά Κυπρίων και διεθνών νομικών, που προέβλεπε μέσα από ένα λαβύρινθο διατάξεων τη μετατροπή της πλειοψηφίας σε μειοψηφία και την εισαγωγή ξένων αξιωματούχων ως τελικών αποφασιστικών παραγόντων στη λήψη των αποφάσεων).

Για διάφορους λόγους, οι δημοψηφισματικές «εξεγέρσεις» των ευρωπαϊκών λαών, παραμένουν προς το παρόν σπουδαίες μεν, αμυντικές όμως κυρίως αντιδράσεις. Δεν έχουν ακόμα εμφανισθεί σοβαρές πολιτικές δυνάμεις που να αρχίσουν να σκέφτονται έστω, με διαφορετικούς όρους, το πρόβλημα μιας δημοκρατικής ολοκλήρωσης, που να μην τσακίζει τα έθνη και τις κοινωνίες της Ευρώπης και να κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της. Το εγχείρημα άλλωστε δεν είναι καθόλου απλό, αφού οι ρίζες του «κακού» είναι στην ίδια τη συνθήκη του Μάαστριχτ, στον τρόπο λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος. Παρά τα κραυγαλέα προβλήματά της, η ΕΕ είναι ακόμα μια δομή που δείχνει να δουλεύει. Μόνο ένα περιβάλλον σοβαρής κρίσης μπορεί να δημιουργήσει επαρκή «ενέργεια», κίνητρα για τη μεταρρύθμιση του οικοδομήματος – μπορεί όμως τότε να είναι αργά, γιατί δεν ξέρουμε αν η σημερινή πολιτική και «ιδεολογική» παρακμή της Ευρώπης, θα έχει επιτρέψει την εμφάνιση δυνάμεων ικανών να στρέψουν αποφασιστικά το ευρωπαϊκό «καράβι» σε άλλη κατεύθυνση, αυτή που θέλουν δηλαδή οι πολίτες της Ευρώπης.