ΑΞΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 

Δέσποινα Συριοπούλου

Μπορεί, όπως δήλωσε ο Javier Solana, η πόρτα του διαλόγου να παραμένει ανοιχτή για το Ιράν, ωστόσο το θέμα είναι για πόσο, δεδομένου ότι καμιά πρόοδος και εξέλιξη δεν έχει σημειωθεί, ύστερα και από την τελευταία συνάντηση στην Γενεύη, τα πέντε μόνιμα μέλη τους Συμβουλίου ασφαλείας, Γαλλία, Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα και Ρωσία, μαζί με την Γερμανία συνομίλησαν με τους Ιρανούς αξιωματούχους για την διακοπή του προγράμματος εμπλουτισμού του ουρανίου. Για πόσο, συνεπώς μπορεί να συνεχιστεί ένας διάλογος, όταν δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ότι δεν υπάρχει κάποιο σημείο σύγκλισης ή έστω μιας μικρής επαφής των δυο πλευρών και τα πράγματα εύκολα μπορεί να οδηγηθούν σε αδιέξοδο; Ιδίως όταν το Ισραήλ χρησιμοποιεί μια ρητορική που κάθε άλλο παρά διπλωματική μπορεί να χαρακτηριστεί. Όσο και αν οι πιέσεις για την διακοπή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος εντείνονται,  η απάντηση της Τεχεράνης παραμένει η ίδια: Το πρόγραμμα εξυπηρετεί ειρηνικούς σκοπούς και θα συνεχιστεί.  Και όπως φαίνεται, όσο και αν υπάρχει αισιοδοξία από τον Javier Solana, ώστε οι διαπραγματεύσεις να μπουν στην δεύτερη φάση, η ίδια αυτή απάντηση θα δοθεί από την Τεχεράνη σε περίπου μια εβδομάδα, οπότε και αναμένεται.

 

Γιατί μπορεί να δόθηκε μια διορία δύο εβδομάδων -από την συνάντηση της 19ης Ιουλίου στην Γενεύη- στην Τεχεράνη να απαντήσει, κανείς όμως επί της ουσίας δεν θεωρεί ότι το Ιράν θα δώσει όλα όσα του ζητήθηκαν. Άλλωστε ο πρόεδρος της χώρας Μαχμούντ Αχμαντινετζαντ ήταν σαφής. Λίγες μέρες μετά τις συνομιλίες στην Γενεύη, ο ιρανός πρόεδρος φάνηκε ανυποχώρητος στις θέσεις του, σημειώνοντας ότι το Ιράν θα αντισταθεί στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων να σταματήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, ενώ παράλληλα υπογράμμισε ότι οι ιρανοί θεωρούν ότι η πυρηνική ενέργεια αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους που θα υπερασπιστούν μέχρι τέλους, δείχνοντας ξακάθαρα τις προθέσεις και τις διαθέσεις της Τεχεράνης, ίσως δίνοντας ανεπίσημα και την απάντηση που αναμένεται. Από την πλευρά τώρα των αμερικανών, ακόμα και αν για πρώτη φορά μετά το 1979 συμμετείχε αξιωματούχος στις συνομιλίες, γεγονός που θα μπορούσε να εκλειφθεί ως κάποια πρόοδος, φαίνεται ότι δεν σημαίνει και πολλά.

Ο Λευκός Οίκος την περασμένη Δευτέρα στην καθιερώμενη ενημέρωση δήλωσε δια στόματος της Dana Perino ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει, ερωτηθείσα αν η Βόρειος Κορέα και το Ιράν εξακολουθούν να αποτελούν μέρος του «άξονα του κακού». Αλλά και η επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας C. Rice, δύο μέρες μετά την συνάντηση της Γενεύης χαρακτήρισε τις συνομιλίες ως απογοητευτικές, επισημαίνοντας ότι αυτό που βγήκε δεν ήταν κάτι σοβαρό, από την στιγμή που δεν υπήρχε μια απάντηση εκ μέρους των Ιρανών. Συνεχίζοντας η αμερικανίδα υπουργός των εξωτερικών, δήλωσε ότι αν δεν υπάρχει απάντηση από την Τεχεράνη στις επόμενες δυο εβδομάδες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις θα επιστρέψουν στον Συμβούλιο Ασφαλείας για περαιτέρω κυρώσεις.

Η αλλαγή στην πολιτική της Washington από τότε που ονόμασε το Ιράν, μια χώρα του άξονα του κακού το 2002 μέχρι την απόφασή της να στείλει το τρίτο στην σειρά αξιωματούχο του State Department William Burns να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με τους ιρανούς ήταν κάτι που εξέπληξε πολλούς, προκάλεσε αρνητικά σχόλια από τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές της πολιτικής Bush, αλλά παράλληλα αποτέλεσε και ένα γεγονός που δεν εύκολα δεν είναι κατανοητό από κάποιους στην αμερικανική πρωτεύουσα. Όσο και αν η συμμετοχή του William Burns για την αμερικανίδα υπουργό των εξωτερικών αποτελεί μια κίνηση «τακτικής» και όχι ουσιαστική αλλαγή στην πολιτική της Washington, φαίνεται πως η κυβέρνηση Bush αποφάσισε να κάνει ένα διαφορετικό βήμα, που από πολλούς χαρακτηρίστηκε θετικό, ίσως και μόνο γιατί εκ των προτέρων γνωρίζει το αποτέλεσμα… 

Η πολιτική που ακολουθήθηκε μέχρι πρότινος από τον πρόεδρο George W. Bush και την κυβέρνησή του αναφορικά με το Ιράν είχαν σαφείς και ξεκάθαρους στόχους: όσο το δυνατόν περισσότερη απομόνωση της Τεχεράνης, πίεση με την επιβολή κυρώσεων, ώστε να διακοπεί το πρόγραμμα που κατά την εκτίμηση της αμερικανικής πρωτεύουσας έχει στόχο την παραγωγή πυρηνικού οπλοστασίου. Ωστόσο η στρατηγική αυτή εφαρμόστηκε δεν έφερε και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και το Ιράν συνέχισε το πρόγραμμά του. Τον Μάιο του 2006, η Condoleezza Rice είχε αναφερθεί στην ανάγκη μιας νέας κατεύθυνσης, όταν έκανε λόγο για την συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στην περίπτωση μόνο που το Ιράν διέκοπτε το πρόγραμμα εμπλουτισμού του ουρανίου. Σήμερα, δυο χρόνια μετά, το Ιράν, έχοντας δεχτεί τις επιβαλλόμενες κυρώσεις από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δεν έχει υπακούσει στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιταγές, συνεχίζοντας το πρόγραμμά του και οι Ηνωμένες συμμετείχαν σε συνομιλίες, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. O Aaron David Miller από το Κέντρο Woodrow Wilson Center στο ειδησεογραφικπό δίκτυο CBS χαρακτήρισε ως ευχάριστη έκπληξη την κίνηση της Washington να στείλει τον κ. Burns στην Γενεύη. Μάλιστα ο αμερικανός αναλυτής, προσπαθώντας να περιορίσει την σημασία της, συνέκρινε την εν λόγω κίνηση με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης Bush για την επίλυση της αραβοϊσραηλινής διένεξης στην Αννάπολι, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αποτελεί μια κίνηση που έχει πολύ μικρό ρίσκο για αντίστοιχο μικρό, ή καθόλου κέρδος. Από την αντίπερα όχθη, υπήρχαν και επικριτές της απόφασης Bush. Πολλοί αξιωματούχοι της Washington, υπέρμαχοι της πολιτικής των επονομαζόμενων «γερακιών» ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί για τις τελευταίες κινήσεις της κυβέρνησης. Ο πρώην πρέσβης στα Ηνωμένα Έθνη, John R. Bolton υποστήριξε ότι η εν λόγω πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών αποτέλεσε για τους Ιρανούς ένα σημάδι ότι η κυβέρνηση βαδίζοντας προς το τέλος της θητείας της ζητά απεγνωσμένα να υπογράψει συμφωνίες.

 Δεν έλειψαν ωστόσο και εκείνοι που κάνουν λόγο για μια πολιτική ζιγκ-ζαγκ τόσο των ευρωπαίων, όσο και αξιωματούχων της κυβέρνησης Bush. Ο Abbas Milani, ειδικός στα θέματα για το Ιράν στο πανεπιστήμιο Stanford και πρώην σύμβουλος στην κυβέρνηση Bush, αναφερόμενος στις τελευταίες εξελίξεις, δήλωσε αδυναμία να κατανοήσει τι ακριβώς κάνει η αμερικανική κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπ' όψιν από την μια την συμμετοχή του αμερικανού αξιωματούχου στις συνομιλίες και από την άλλη τις «προκλητικές», όπως τις χαρακτήρισε, «κινήσεις και δηλώσεις» της C. Rice, οι οποίες ουσιαστικά καταστρέφουν την όποια πιθανότητα και αν υπήρχε οι ιρανοί ηγέτες να αποφασίσουν να διακόψουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα εν είδει επιβράβευσης για την αποστολή του αμερικανού αξιωματούχου στις συνομιλίες της Γενεύης. Πάντως αμερικανοί αναλυτές σημειώνουν ότι η αποστολή του W. Burns στην Γενεύη αποτέλεσε μια κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να δείξει στην διεθνή κοινότητα την προσπάθεια της για το άνοιγμα μιας διπλωματικής οδού, γεγονός που μπορεί να αποδειχτεί πολύ σημαντικό, ιδίως την στιγμή που εντός της κυβέρνησης υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν την χρήση στρατιωτικής βίας, αν κριθεί αναγκαίο, προκειμένου να αποτρέψουν την δημιουργία ενός πυρηνικού κράτους.

Η φιλολογία πάντως για το ενδεχόμενο μια επέμβασης εναντίον του Ιράν δεν έχει εγκαταλειφθεί σε καμία περίπτωση, ακόμα και ύστερα από την συμμετοχή του W. Burns στις συνομιλίες της Γενεύης. Κύριος θιασώτης μιας τέτοιας προοπτικής εξακολουθεί να παραμένει το Ισραήλ, που ενισχύει με κάθε τρόπο το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης εναντίον της Τεχεράνης, υποστηρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιτεθούν στο Ιράν. Το ισραηλινό δίκτυο DEBKAfile.com, επικαλούμενο το εθνικό ραδιόφωνο του Ισραήλ, ανάφερε την περασμένη Κυριακή ότι ο αμερικανός πρόεδρος θα επιτεθεί στο Ιράν προς το τέλος του χρόνου, στην περίπτωση που οι συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα δεν οδηγηθούν σε κάποια διέξοδο.  Σύμφωνα με ισραηλινό ανώτερο αξιωματούχο, ο οποίος κρατά την ανωνυμία του, αναφέρεται ότι ο G. Bush είναι δυνατό να διατάξει επίθεση εναντίον της Τεχεράνης μεταξύ της 4ης Νοεμβρίου, την ημέρα των εκλογών, και την τελευταία μέρα της θητείας του, τον Ιανουάριο του 2009, στην περίπτωση που το Ιράν δεν συμφωνήσει να διακόψει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο με όλες τις συνέπειες που θα επιφέρει απασχόλησε πρώην ανώτερους αξιωματούχους στην Washington, οι οποίοι θεωρούν ότι η Washington πρέπει να σταματήσει να μιλά για επέμβαση εναντίον του Ιράν, ακόμα και αν η Τεχεράνη δεν σταματήσει άμεσα την διαδικασία εμπλουτισμού ουρανίου, ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με την εφημερίδα Washington Post, δυο πρώην σύμβουλοι εθνικής ασφαλείας σε αμερικανούς προέδρους, Ο Brent Scowcroft, σύμβουλος στους προέδρους Gerald R. Ford και George H.W. Bush (πατέρα του νυν προέδρου) σε μια συζήτηση στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (Center for Strategic and International Studies) αναφορικά με τις διαπραγμετεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν θεωρεί ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να συνεχιστούν και ότι οι κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί είχαν αντίκτυπο στην Τεχεράνη, σημειώνοντας δε ότι ακόμη και με τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, η χώρα, έστω και αν ανήκει σε αυτές που παράγουν τον μαύρο χρυσό, αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Για τον εμπνευστή της «Μεγάλης Σκακιέρας», τον πολύ γνωστό Zbigniew Brzezinski, σύμβουλο στον πρόεδρο Jimmy Carter, η πολιτική της κυβέρνησης Bush να διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας επίθεσης εναντίον του Ιράν θεωρείται «αντιπαραγωγική», επισημαινόντας ότι μια τέτοια περίπτωση θα αποτελούσε καταστροφή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες «για δυο τουλάχιστον δεκαετίες θα ήταν αναγκασμένες να πολεμούν σε τέσσερα μέτωπα, αυτό του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Ιράν και του Πακιστάν». Ο Brzezinski, τέλος εκφράζει φόβους ότι κάποιοι στην κυβέρνηση Bush στο μεσοδιάστημα από τώρα μέχρι και το τέλος του χρόνου μπορεί να πιστέψουν ότι, αν διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, «αυτό δικαιολογεί κάτι». Πάντως και οι δύο πρώην σύμβουλοι συγκλίνουν στην άποψη ότι και η Washington και η Τεχεράνη εσωτερικά είναι διασπασμένες για το πώς θα συνεχίσουν, δυσχεραίνοντας την διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Παρόλα αυτά όμως το γεγονός ότι η απόφαση του George Bush να στείλει τον υφυπουργό εξωτερικών  William J. Burns στην Γενεύη χαρακτηρίστηκε ως «βήμα θετικό».