ΑΞΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 

Δέσποινα Συριοπούλου

Νέα Υόρκη

Η άνοδος του Τζον ΜακΚέιν, η πόλωση του προεκλογικού κλίματος, η αντιπαράθεση Μπαρακ Ομπαμα & Σάρα Πέιλιν

Όσο ο χρόνος προς τις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου πλησιάζει, τόσο η μάχη των δυο υποψηφίων για την προεδρία γίνεται σκληρότερη. Επτά περίπου εβδομάδες έχουν απομείνει μέχρι οι αμερικανοί να προσέλθουν στις κάλπες, με σαφές και ξεκάθαρο το αίτημά τους για αλλαγή. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι ποια αλλαγή θα επιλέξουν. Αυτή που εδώ και πολλούς μήνες ευαγγελίζεται ο έγχρωμος γερουσιαστής -με τρόπο πολλές φορές μεσσιανικό-, υποσχόμενος την πλήρη διαφοροποίησή του από την πολιτική που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα η Ουάσιγκτον, ή αυτή που πρόσφατα προσφέρθηκε από τον βετεράνο του Βιετνάμ στο Σαιν Πολ, βασιζόμενη στην εμπειρία και τις ικανότητές του. Το σύνθημα της αλλαγής στάθηκε ικανό για τον Μπάρακ Ομπάμα να υπερκεράσει τελικά το εμπόδιο της Χίλαρι Κλίντον, μια υποψηφιότητα που εξ' αρχής θεωρείτο φαβορί για την κατάκτηση του χρίσματος των δημοκρατικών, δημιουργώντας παράλληλα ένα ρεύμα πρωτοφανούς υποστήριξης στο πρόσωπό του.

Παράλληλα κατάφερε να ξεπεράσει με επιτυχία το επιχείρημα των αντιπάλων του, εσωκομματικών και μη, για την έλλειψη εμπειρίας και να φτάσει στο συνέδριο του Κολοράντο, έχοντας το πλεονέκτημα της υπεροχής και στις δημοσκοπήσεις, έναντι του ρεπουμπλικάνου αντιπάλου του. Από την άλλη πλευρά, ο Τζον ΜακΚέιν, έχοντας από πολύ νωρίς ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό πεδίο, οδηγήθηκε στο συνέδριο του κόμματός του, κάνοντας την έκπληξη με την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της Σάρα Πέιλιν για την αντιπροεδρία. Μια υποψηφιότητα που σχολιάστηκε πολύ, συνεχίζει να συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας, χαρακτηριζόμενη ως «φαινόμενο» που μοιάζει σε αυτό του Ομπάμα, και όπως δείχνουν τα πράγματα έδωσε ώθηση μεγάλη στους ρεπουμπλικάνους. Ο Τζον ΜακΚέιν επέλεξε την κυβερνήτη της Αλάσκα προς μεγάλη έκπληξη πολλών σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την δυσαρέσκεια μερίδας δημοκρατικών ψηφοφόρων που απογοητεύτηκαν από την επιλογή του Τζο Μπάιντεν στην αντιπροεδρία, ενώ προσδοκούσαν αυτή της Χίλαρι Κλίντον. Ο αντίκτυπος αυτής της επιλογής φάνηκε άμεσα με, όπως αποδεικνύεται, πολύ θετικά αποτελέσματα για τους ρεπουμπλικάνους. Πριν από τα συνέδρια των δυο κομμάτων, οι λευκές γυναίκες, σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ειδησεογραφικού δικτύου ABC, παρείχαν στήριξη στον Ομπάμα έναντι του ΜακΚέιν σε ποσοστό 50% έναντι 42%, ποσοστό που άλλαξε τελείως μετά την ολοκλήρωση των δυο συνεδρίων, με την ίδια κατηγορία ψηφοφόρων (λευκές γυναίκες) να στηρίζει με 53% τον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, ενώ το ποσοστό στήριξης στον γερουσιαστή από το Ιλλινόις να πέφτει στο 41%. Σχολιάζοντας αυτή την μεταστροφή στην προτίμηση μιας κατηγορίας του εκλογικού σώματος, αναλυτές επεσήμαναν ότι μια τέτοια αλλαγή είχε πολύ καιρό να υπάρξει σε προεκλογική εκστρατεία, αποδίδοντας την εν λόγω αλλαγή στην θετική γνώμη με την οποία αντιμετώπισαν την παρουσία της Σάρα Πέιλιν και σίγουρα τα όσα είπε. Όσο και αν υπάρχουν πολλές απαντήσεις που πρέπει να δώσει ακόμα, οι πολιτικοί αναλυτές δεν αρνούνται ότι η επιλογή της Πέιλιν αποτέλεσε την «τονωτική ένεση» ιδιαίτερα στην προσέλκυση των γυναικών για τους ρεπουμπλικάνους, δίνοντας μεγάλη ώθηση στον βετεράνο του Βιετνάμ.

Δημοσκοπήσεις

Γενικότερα πάντως, το κλίμα δείχνει να ευνοεί πολύ τον Τζον ΜακΚέιν , ο οποίος φαίνεται να καλύπτει την απόσταση από τον Μπάρακ Ομπάμα και σε κάποιες περιπτώσεις να προηγείται. Το γενικότερο πλαίσιο των δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν για λογαριασμό αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, στο διάστημα 5 με 9 Σεπτεμβρίου, δείχνει τον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο να έχει μια υπεροχή κατά μέσο όρο της τάξεως του 2,4% έναντι του δημοκρατικού του αντιπάλου (47,6%-45,2%). Πιο συγκεκριμένα, το τηλεοπτικό δίκτυο FOX News παρουσιάζει μια διαφορά τριών μονάδων υπέρ του ΜακΚέιν (45%-42%ν), πέντε μονάδες δίνει το Gallup Tracking (48%-43%), δυο μονάδες το ABC και η Washington Post και το CBS (49%-47%) και (46%-44%) αντίστοιχα και τέλος δέκα ποσοστιαίες μονάδες -πάντα υπέρ του ρεπουμπλικάνου υποψηφίου- δίνει η εφημερίδα USA Today (54%-44%). Οι μόνες δημοσκοπήσεις που δείχνουν το Μπάρακ Ομπάμα να προηγείται μόνο με 1% είναι αυτή που διενεργήθηκε για λογαριασμό του NBC και της εφημερίδας Wall Street Journal, καθώς και στο Rasmussen Tracking (48%-47% & 46%-45% αντίστοιχα), ενώ να μοιράζονται από 48 ποσοστιαίες μονάδες ο καθένας έδωσε η δημοσκόπηση του CNN. Όπως σχολιάζεται στην έγκυρη Washington Post, είναι η πρώτη φορά ύστερα από το τέλος των προκριματικών  που η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι ενθουσιασμένοι με την υποψηφιότητα του ΜακΚέιν, σε ποσοστό μάλιστα διπλάσιο από αυτό που είχε σημειωθεί στα τέλη Αυγούστου. Το ερώτημα τώρα που θέτουν πολλοί -κάτι που απασχολεί και τους επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας και των δυο κομμάτων, για τους δικούς της λόγους η κάθε πλευρά- είναι αν ο Τζον ΜακΚέιν με το αίτημα για αλλαγή και μεταρρύθμιση έχει στην πραγματικότητα μεταστρέψει την προτίμηση των ψηφοφόρων υπέρ της υποψηφιότητάς του. Αν τελικά αυτό που προέβαλε δεν προκάλεσε μόνο τον ενθουσιασμό (και εξαιτίας της υποψηφιότητας Πέιλιν) αλλά κατάφερε να πείσει ότι αυτό που προσφέρει απέχει πολύ από τα όσα έχει κάνει και την πολιτική που έχει ακολουθήσει ο νυν ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Τζορτζ Μπους. 

Πόλωση

Εκείνο που παρατηρήθηκε την τελευταία εβδομάδα, αλλά σχολιάστηκε αρκετά τον αμερικανικό τύπο, ήταν η πόλωση του κλίματος μεταξύ των δύο στρατοπέδων, μια πόλωση με πρωταγωνιστές κατά κύριο λόγο τον Μπάρακ Ομπάμα και την Σάρα Πέιλιν. Η λέξη «ψέμα» και τα παράγωγά της ή συναφείς έννοιες κυριαρχούν στην ρητορική των επιθέσεων των δυο πλευρών, κυρίως σε αυτή του δημοκρατικού υποψηφίου, ο οποίος επικεντρώνει την κριτική του στην κυβερνήτη από την Αλάσκα.  Σε άρθρο του στην Wall Street Journal ο πρώην σύμβουλος του προέδρου Μπους, Κάρλ Ρόουβ υποστηρίζει ότι «αν θέλει ο κ. Ομπάμα να κερδίσει, χρειάζεται να θυμάται ότι αντίπαλός του για την προεδρία είναι ο Τζον ΜακΚέιν και όχι η Σάρα Πέιλιν», υπενθυμίζοντάς του ότι στο ίδιο λάθος υπέπεσαν και ο Μαικλ Δουκάκις και ο Α. Στέβενσον, οι οποίοι και έχασαν στις εκλογές από τους ρεπουμπλικάνους. «Αν ο κ. Ομπάμα», συνεχίζει ο Κάρλ Ρόουβ, «συνεχίσει τις επιθέσεις εναντίον της Σάρα Πέιλιν, πιθανά να έχει την τύχη των προκατόχων του. Τέτοιου είδους επιθέσεις δείχνουν το μικρό βιογραφικό του, χάνοντας πολύτιμο χρόνο από την προσπάθεια να πείσει τους ψηφοφόρους ότι είναι κατάλληλος για την προεδρία και μειώνοντας τον ίδιο του τον εαυτό και όχι την υποψήφια για την αντιπροεδρία».     

Όσον αφορά τώρα στην χρήση της λέξης «ψέμα» με τα παράγωγα και τα συνώνυμα από τον Μπάρα Ομπάμα, ο καθηγητής Στέφεν Γουέϊν από το πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε στο αμερικανικό δίκτυο CNN, επισημαίνει ότι η χρήση της εν λόγω λέξης αποτελεί ένα ισχυρό όπλο, ιδίως όταν πρόκειται για έναν πολιτικό σαν τον Τζον ΜακΚέιν, του οποίου η επιτυχία πηγάζει από την εικόνα που έχει ότι δεν «μασάει τα λόγια του». Μια εικόνα που λειτουργεί, κατά τα λεγόμενα του καθηγητή από το Τζορτζτάουν ως «ασυνήθιστα ως αποτελεσματική ασπίδα», καταλήγοντας ότι «ο Μπάρακ Ομπάμα θα μπορούσε απλά να σπαταλήσει μόνο χρόνο, μια και ο κόσμος έχει μια διαμορφωμένη άποψη για τον ΜακΚέιν, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει για τον Ομπάμα». Ωστόσο, το ίδιο δεν συμβαίνει για την Σάρα Πέιλιν, για την οποία οι ψηφοφόροι δεν γνωρίζουν πολλά προκειμένου να σχηματίσουν άποψη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί πιο εύκολα να αποτέλεσει αντικείμενο κριτικής.

Εκείνο που φαίνεται πάντως και πλέον θα αποτελεί καθημερινό φαινόμενο μέχρι και τις εκλογές είναι η αντιπαράθεση μεταξύ των δυο υποψηφίων ολοένα και θα κλιμακώνεται, χρησιμοποιώντας όπως φαίνεται κάθε μέσο. Άγνωστο μέχρι πού θα φτάσουν προκειμένου να πάρουν με το μέρος τους την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.΄Άλλωστε είναι χιλιοειπωμένο: η πολιτική δεν έχει καμιά ηθική. Όσο και αν ακούγεται σκληρό, μάλλον έτσι είναι. Και πιθανά έτσι θα συνεχίσει να είναι. Η μάχη για το κλειδί του Λευκού Οίκου θα είναι σκληρή. Μια τρίτη θητεία ρεπουμπλικάνων ή αλλαγή πολιτικού σκηνικού (;) με τους δημοκρατικούς; Με σιγουριά δεν μπορεί να μιλήσει κανείς. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι ο νέος πρόεδρος θα κληθεί να επουλώσει πολλές πληγές και να κάνει αλλαγές. Τυχαία, λοιπόν, δεν ανέφερε ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουχ σε πρόσφατο άρθρο ότι ο επόμενος πρόεδρος θα κληρονομήσει τις πιο δύσκολες προκλήσεις από κάθε άλλον από τους προκατόχους του από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι και σήμερα…