ΑΞΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΙΤΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

της Δέσποινας Συριοπούλου

Νέα Υόρκη

 

Πριν από μερικούς μήνες ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους σε  συνέντευξη τύπου στον Λευκό Οίκο είχε αρνηθεί τον όρο «ύφεση»  ως προσδιοριστικό για την πορεία της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως είχε διατυπωθεί από δημοσιογράφο, υποστηρίζοντας ότι είναι «καλύτερα να μιλάμε για μια επιβράδυνση». Από τότε δεν έχει περάσει πολύς καιρός και οι εξελίξεις στο οικονομικό τοπίο της υπερδύναμης (!) διαδέχονται η μία την άλλη με ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την εσωτερική κατάσταση της χώρας αλλά και για το παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Η πτώχευση της 4ης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζα των ΗΠΑ Lehman Brothers, ύστερα από την συσσώρευση ζημιών πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, εξαιτίας της κατάρρευσης της αγοράς ενυπόθηκων δανείων, αλλά και η απόφαση του αμερικανικού δημοσίου -ύστερα από συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας- να εγκρίνει διετές δάνειο ύψους 85 δισ. δολαρίων προς τον ασφαλιστικό κολοσσό AIG, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση, αλλάζουν δραματικά το τοπίο.

Η βρετανική "Barclay's" κατέληξε σε συμφωνία για αγορά του τμήματος επενδύσεων και κεφαλαιαγοράς της χρεωκοπημένης Λήμαν, η Morgan Stanley εξετάζει το ενδεχόμενο συγχώνευσης με άλλο τραπεζικό όμιλο, η επίσης  βρετανική τράπεζα Lloyds TSB συμφώνησε να εξαγοράσει την αντίπαλη τράπεζα HBOS Plc, είναι δείγματα του ντόμινο των αλλαγών που επιφέρει η οικονομική κρίση, επιβεβαιώνοντας όλους τους φόβους που κατά καιρούς είχε εκφράσει ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας για την επερχόμενη οικονομική κρίση που μαστίζει την υπερδύναμη εδώ και μια 5αετια αλλά τα αποτελέσματα της υποβόσκουσας εσωτερικής κρίσης μόλις τώρα αρχίζουν αν διαφαίνονται στην παγκόσμια σκηνή. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που επισημαίνουν τον επρχόμενο κίνδυνο ενός κραχ που θα πάει πίσω πολλά χρόνια την  οικονομία των ΗΠΑ προειδοποιώντας για μέτρα πρόληψης που θα βγάλουν σταδιακά την χώρα από το τούνελ.   

Οι τελευταίες εξελίξεις έχουν δίχως άλλο συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, επικεντρώνοντας στην μεγάλη πτώση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (ο δείκτης Dow Jones έκλεισε με πτώση 500 μονάδων ή 4% την Τετάρτη) αλλά και στην αβεβαιότητα που διακρίνει τους επενδυτές. Ειδησεογραφικά δίκτυα (NBC, ABC) έκαναν λόγο για την μεγαλύτερη εδώ και δεκαετίες οικονομική καταστροφή εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναλύσεις των τελευταίων ημερών επισημαίνουν τον κίνδυνο που βρίσκεται η αμερικανική οικονομία, εκφράζοντας ανοιχτά φόβους ότι η κατάσταση στην χρηματοπιστωτική αγορά μαζί με την χρηματιστηριακή κρίση των τελευταίων ημερών  μπορεί να επηρεάσει και άλλους τομείς της οικονομίας, και κατά συνέπεια την ζωή ολοένα και περισσότερων αμερικανών πολιτών. Άλλωστε τους τελευταίους μήνες, ειδικά εν όψει των εκλογών της 4ης Νοεμβρίου, πρωταρχικό και βασικότερο ζήτημα στις καταγεγραμμένες απόψεις του εκλογικού σώματος είναι η οικονομία και η πορεία της. Αυτό είναι που ζητείται εναγωνίως να αλλάξει και αυτό το μήνυμα ευαγγελίζονται και οι δυο διεκδικητές του προεδρικού αξιώματος. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ειδησεογραφικού δικτύου CNN, που διενήργησε με αφορμή την 7η επέτειο από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, πάνω από το 53% των αμερικανών ψηφοφόρων θεωρούν την οικονομία αποτελεί το βασικότερο ζήτημα αυτών των εκλογών, ενώ οκτώ στους δέκα θεωρεί ότι η πορεία της χώρας δεν είναι προς την σωστή κατεύθυνση.   

Οι τελευταίες εξελίξεις στο τοπίο της οικονομίας έφεραν τους δυο  πρωταγωνιστές της προεκλογικής μάχης να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, υποσχόμενοι την αλλαγή που θα επιφέρουν, επικεντρώνοντας περισσότερο στην προσφιλή  μέθοδο -πλέον- της άσκησης της κριτικής ο ένας προς τον άλλο και οι δυο μαζί στον νυν Αμερικανό  πρόεδρο Bush, και δίνοντας μόνο με τίτλους την πρόθεσή τους για ενίσχυση της οικονομίας, χωρίς να «αποκαλύπτουν» τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουν την περιλάλλητη δημαγωγικού χαρακτήρα «αλλαγή» μέσα από  το πρόγραμμά τους. Μια ματιά στα επίσημα site και των δυο υποψηφίων ή αντίστοιχα των δυο κομμάτων αρκεί για να πείσει για του λόγου το αληθές.

Από την στιγμή που ανακοινώθηκε η πτώχευση της Λήμαν, Μπάρακ Ομπάμα και Τζον ΜακΚέιν δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες ώρες να ετοιμάσουν νέες δηλώσεις και νέα σποτ με θέμα την οικονομία. Ο έγχρωμος γερουσιαστής στράφηκε κατά της οικονομικής πολιτικής των Ρεπουμπλικάνων τα τελευταία οκτώ χρόνια, μιλώντας για αποτυχημένες οικονομικές φιλοσοφίες (που θεωρούν κάθε κανονισμό ακατάλληλο και άχρηστο) που έδωσαν την «τελική ετυμηγορία», με την υπόθεση της  American International Group και την ενίσχυσή της από την ομοσπονδιακή Τράπεζα. Παράλληλα, ο γερουσιαστής από το Ιλλινόις δεν άφησε εκτός και τον αντίπαλό του Τζον ΜακΚέιν, εκτιμώντας ότι είναι ένας από αυτούς που προσυπέγραφε αυτήν την φιλοσοφία για 26 χρόνια, παρά την μεταστροφή του την τελευταία στιγμή και «την χρήση της γλώσσας των μεταρρυθμίσεων». Από την άλλη πλευρά, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, ενώ αρχικά ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στην όποια προσπάθεια να σωθεί AIG ώστε μελλοντικά να μην λειτουργήσει ως προηγούμενο, τελικά άλλαξε, επικροτώντας την ληφθείσα απόφαση. Ο Τζον ΜακΚέιν δικαιολόγησε την αλλαγή της αρχικής του στάσης, εξηγώντας ότι εκατομμύρια πολίτες κινδυνεύουν να δουν "τη ζωή τους να καταστρέφεται", καταγγέλλοντας την ίδια στιγμή ότι το Κογκρέσο και οι ελεγκτές δεν έδιναν καμία σημασία, ακούγοντας τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ να λένε ότι πάνε καλά και δεν υπάρχει φόβος. Μάλιστα, χαρακτήρισε την Γουόλ Στρίτ "καζίνο" που απέτυχε να αποκαταστήσει τους επικεφαλής και τους ελεγκτές της οι οποίοι δημιούργησαν αυτό το χάος.

Ωστόσο κανένας από τους δυο υποψηφίους δεν προχώρησε πέρα από την κριτική σε σαφείς και ξεκάθαρες προτάσεις προς αντιμετώπιση της κατάστασης. Και σε αυτό το σημείο κρίνουν οι αναλυτές ότι ο Μπάρακ Ομπάμα διατηρεί ένα αρκετά σημαντικό πλεονέκτημα, κάτι που για τον Τζον ΜακΚέιν αποτελεί δεδομένης της εσωτερικής κατάστασης της χώρας μια μεγάλη πρόκληση. Ο γερουσιαστής από την Αριζόνα πρέπει να αντιπαρέλθει την δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας των αμερικακών που θέλουν, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, να τιμωρήσουν την ηγεσία των τελευταίων οκτώ χρόνων για την πολιτική που ακολούθησε. Οι ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται στο στόχαστρο και ο Τζον ΜακΚέιν πρέπει να βρει τον τρόπο να πείσει πως η πολιτική του δεν θα είναι ίδια με αυτή που ακολούθησε ο Τζορτζ Μπους. Όπως καταγράφεται, ο ρεπουμπλικάνος υποψηφίος πρέπει να κινηθεί προς δυο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά στο να επιμείνει στην έλλειψη εμπειρίας του δημοκρατικού του αντιπάλου, την πολιτική που θέλει να ακολουθήσει στο θέμα της φορολογία, αλλά και την προσεγγισή του στα θέματα ενέργειας. Ειδικά το θέμα της εμπειρίας του Μπάρακ Ομπάμα και του κατά πόσο είναι ικανός να ηγηθεί έχει τεθεί πολλάκις, σε διάφορες εκδοχές, χωρίς ωστόσο να φαίνεται να επιδρά καταλυτικά στην απόφαση του εκλογικού σώματος.

Η δεύτερη κατεύθυνση, πάντα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, που οφείλει να ακολουθήσει ο 72χρονος ρεπουμπλικάνος υποψήφιος επικεντρώνεται στην δημιουργία μιας ρητορικής που θα απομακρύνει το εκλογικό σώμα από την ήδη εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια του. Μια ρητορική που θα αναδεικνύει το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του, ιδίως και μετά από την επιλογή της Σάρα Πέιλιν στην θέση της υποψήφιας για την αντιπροεδρία. Ωστόσο η κρίση στην οικονομία, η οποία είναι ήδη εμφανής στην αύξηση της ανεργίας αλλά και στο σταθερά αμετάβλητο εισόδημα της πλειοψηφίας των εργαζομένων, μιας ομάδας που έχει ιδιαίτερο βάρος στις εκλογές, αναδεικνύει μια ακόμη σημαντική παράμετρο, που οφείλουν και οι δυο υποψήφιοι, αν όχι περισσότερο ο Τζον ΜακΚέιν να αντιμετωπίσουν. Πολλοί ωστόσο εκτιμούν ότι η μεγαλύτερη επίδραση των τελευταίων εξελίξεων αφορά στην ψυχολογία του εκλογικού σώματος που, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, μάχεται να διατηρήσει την αισιοδοξία του για την πορεία και το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτείων, μια διαπίστωση η οποία για τον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο μέχρι στιγμής τουλάχιστον αποτελεί ανάχωμα. Είναι το σημείο που «πάτησε» ο Μπάρακ Ομπάμα και θεμελίωσε το δικό του μεσσιανικής φύσεως  μήνυμα για αλλαγή, επενδύοντας κατά βάση στην ανάγκη του μέσου αμερικανού για ελπίδα και ανανέωση και αναβίωση του περιβόητου αμερικανικού ονείρου, έστω και αν η πορεία για την πράγμάτωσή τους(λπίδας και ονείρων μαζί) παραπαίει στα δαιδαλώδη μονοπάτια της ξύλινης  πολιτικής  επιχειρηματολογίας και της ψυχρής λογικής λογικής των αριθμών και των αποφάσεων.