Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

 

Το 1951, ο Στάλιν αποφάσισε ξαφνικά να ασχοληθεί με τη γλωσσολογία (για την οποία δεν γνώριζε απολύτως τίποτα). Το άρθρο του κάλυψε ολόκληρη την πρώτη σελίδα της «Πράβντα», και την επόμενη την πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων των  ΚΚ, από Ινδονησία μέχρι Χιλή! Στα καλά του καθουμένου, το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα άρχισε μια σουρεαλιστική διεθνή καμπάνια για τα γλωσολλογικά «θέματα»! Μια κλασική καμπάνια, γεμάτη απεριόριστη (και ανεξάρτητη από τα γεγονότα!) αισιοδοξία, άρχισε τώρα η «Χαραυγή» όργανο του κυβερνώντος κυπριακού ΑΚΕΛ. Τις προάλλες είχε μια μεγάλη φωτογραφία των χαμογελαστών Ταλάτ και Χριστόφια πλαισιώνοντας το πρωτοσέλιδο θέμα που, με αφορμή μια εκδήλωση «επαναπροσέγγισης», μιλούσε για τη νέα σελίδα που ανοίγει στο νησί. 

 Για όσους δεν πείστηκαν από το πρωτοσέλιδο, η εφημερίδα φιλοξενούσε και ένα μεγάλο «σαλόνι» στο εσωτερικό της. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα δυσκολευόταν ίσως να συνδυάσει  τους πανηγυρικούς τόνους με τις σκληρές επικρίσεις κατά Ταλάτ, που διατύπωνε ο «Σουσλώφ» του ΑΚΕΛ, σύντροφος ‘Αντρος Κυπριανού, στην τρίτη σελίδα του ίδιου φύλλου! ‘Η να καταλάβει γιατί, ένα άλλο πρωτοσέλιδο της «Χαραυγής», έβρισκε θετικό το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης που ζητούσε απευθείας εμπόριο των κατεχομένων, εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζοντας την ΤΔΒΚ. (Ψήφισμα που, σε μια επίδειξη ελαφράς σχιζοφρένειας, υπερψήφιζαν οι εκπρόσωποι ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ στο Στρασβούργο!).

Ο Πρόεδρος της «ΤΔΒΚ» Μεχμέτ Αλί Ταλάτ έχει γίνει τώρα ο «μεγάλος ήρωας» της Κύπρου και η ελπίδα των ηγετών της να βρεθεί επιτέλους η πολυπόθητη, αν και ουδέποτε περιγραφόμενη με σαφήνεια λύση του κυπριακού. (Το 80% των τηλεθεατών απάντησαν σε ερώτημα του ΡΙΚ δηλώνοντας ότι αγνoούν τι είναι η «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία», πολίτευμα του κράτους που υποτίθεται ότι θέλουν να δημιουργήσουν οι Κύπριοι. Κανείς άλλωστε δεν έχει περιγράψει ποιός θα κυβερνάει, ποιός θα ασκεί εξουσία, θα κάνει κουμάντο σε αυτό το κράτος, αλλά και πως θα το κάνει, αφού θα είναι το μόνο στον κόσμο χωρίς στρατό και με ομοσπονδιακή αστυνομία πιο αδύνατη από τις ομόσπονδες). Ο ίδιος ο κ. Χριστόφιας θεώρησε σκόπιμο να επαινέσει προ ημερών τις προοδευτικές «περγαμηνές» του Ταλάτ, που, όχι μόνο συμμετείχε μαζί με τη γυναίκα του στην ακροδεξιά, τρομοκρατική και σύμμαχο των Βρετανών οργάνωση ΤΜΤ, αλλά και εξήρε, στο πρόσφατο παρελθόν, τη συμμετοχή του αυτή. Για ότι κακό κάνει ο Ταλάτ φταίει, κατά τους Ελληνοκύπριους ιθύνοντες, η επιρροή του Τουρκίας που τον «αναγκάζει», ενώ κάθε ελληνοκυπριακή υποχώρηση δικαιολογείται από την ανάγκη να «βοηθηθεί» ο Ταλάτ.

 

Πάντως, το αντικείμενο αυτού του ξαφνικού «έρωτα» των Ελληνοκυπρίων ιθυνόντων, δεν δείχνει μεγάλη ευγνωμοσύνη για τα «αισθήματα» που φαίνεται να προκαλεί και αντιδρά σε κάθε παραχώρηση σκληραίνοντας τη στάση του. Επιμένει σε κάθε δήλωσή του, με αφοπλιστική σαφήνεια και γαϊδουρινή επιμονή, ότι θέλει δύο κράτη στην Κύπρο που θα έλθουν σε ένα «συνεταιρισμό» με «παρθενογέννεση», συνεταιρισμό όπου το 20% του πληθυσμού θα έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με το 80%, και που θα τελεί υπό την εγγύηση και το δικαίωμα παρέμβασης του τουρκικού στρατού, ενώ αρνείται να συζητήσει θέμα εποίκων! Επειδή ακόμα και μέσα στο ΑΚΕΛ δυσκολεύονται να αντιληφθούν τι ακριβώς συζητά ο Πρόεδρος με την άλλη πλευρά, υπό παρόμοιες συνθήκες, ο κ. Χριστόφιας υποστηρίζει ότι «άλλα λέει έξω και άλλα λέει μέσα στις διαπραγματεύσεις ο Ταλάτ», ο οποίος με τη σειρά του του απαντάει αποκαλώντας τον ψεύτη και απατεώνα, χωρίς πάντως, μέχρι στιγμής, να κλονίζονται οι σχέσεις του ιδιόμορφου αυτού «ζευγαριού». Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η, κατά τα φαινόμενα, εδραία πεποίθηση του Κύπριου Προέδρου ότι μόνο με την ακολουθούμενη μέθοδο μπορεί να «λυθεί το κυπριακό» ή, τουλάχιστον, Λονδίνο και Ουάσιγκτον να «αποδώσουν την ευθύνη ενός ναυαγίου» στην Τουρκία και να την «πιέσουν». Παραδόξως, επί των ημερών της «κομμουνιστικής» διακυβέρνησης, η Κύπρος έχει πολύ καλύτερες σχέσεις με το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον από ότι επί των ημερών του κ. Παπαδόπουλου, που και ο ίδιος προτιμούσε μάλλον Ρώσους, Γάλλους και Κινέζους, αλλά και είχε γίνει το «κόκκινο πανί» του «αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού», κατά την ΑΚΕΛική ορολογία.

 

Ενώ ο κ. Ταλάτ και ο κ. Γκιουλ διασχίζουν τον κόσμο ολόκληρο, υπογραμμίζοντας τις ευθύνες των Ελληνοκυπρίων για τη μη λύση του κυπριακού, επικρίνοντας τον Χριστόφια και υπερασπιζόμενοι τον «ειρηνευτικό» χαρακτήρα της τουρκικής εισβολής, η Λευκωσία προτιμά να κρατά «χαμηλούς τόνους» έναντι Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων για να διατηρήσει, όπως λένε κυβερνητικοί παράγοντες, το «καλό κλίμα». Ο κ. Χριστόφιας μάλιστα μοίρασε, μιλώντας στον ΟΗΕ, εξίσου τις ευθύνες για το 1974 στο πραξικόπημα της χούντας και στην τουρκική εισβολή, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι την εποχή εκείνη η CIA είχε επιβάλλει δικτατορία στην Ελλάδα, ακριβώς για να «λυθεί το κυπριακό», κάτι για το οποίο έφτασε να ζητήσει συγγνώμη ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και επομένως συνιστά μείζονα ιστορική αδικία να αποδίδεται «στην Ελλάδα», η οποιαδήποτε ευθύνη για το 1974, πλην ίσως της απροθυμίας των ηγετών της, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο, ο Κύπριος Υπουργός ‘Αμυνας απαξίωσε, με δηλώσεις του, ως πυροτέχνημα χωρίς σημασία το «ενιαίο αμυντικό δόγμα» Ελλάδας-Κύπρου, δηλαδή τον βασικό άξονα της κυπριακής άμυνας! ‘Ετρεχε μετά ο Κύπριος Πρόεδρος να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκάλεσε ο Υπουργός του και να πείσει ότι «τίποτα δεν άλλαξε».

 

Για να βοηθήσουν άλλωστε την «συμφιλίωση» και «επαναπροσέγγιση» Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κατέφθασαν χθες στην μεγαλόνησο, οι κυρίες Ρεπούση και Κουλούρη, οι (αποδοκιμασθείσες εν Ελλάδι και συνδεθείσες με τον περίφημο «συνωστισμό» της Σμύρνης) επικεφαλής του ελληνικού ιστορικού «αναθεωρητισμού», προσκεκλημένες σε συνέδριο φιλολόγων υπό την υψηλή εποπτεία του Υπουργού Παιδείας Ανδρέα Δημητρίου. ‘Αξονας των αντιλήψεων της Κυρίας Ρεπούση και του ρεύματος που εκπροσωπεί, είναι η εξίσωση θύματος και θύτη, εθνισμού του καταπιεζόμενου και εθνικισμού του καταπιεστή και η καταδίκη αμφοτέρων στο «πυρ το εξώτερον». ‘Οσο για τον κ. Δημητρίου έχει χαρακτηρίσει ημέρα πένθους την ημέρα απόρριψης του σχεδίου Ανάν και ανήκει στους οπαδούς της «υπέρβασης των εθνοτήτων» προς ώφελος της κοινής «κυπριακής ταυτότητας», μια ιδέα παληά όσο και οι ‘Αγγλοι στην Κύπρο, που, στο παρελθόν, επέκρινε με δριμύτητα το ΑΚΕΛ. Ο κ. Δημητρίου επεχείρησε (ανεπιτυχώς) να καθιερώσει το βρετανικό δίπλωμα GCE ως προαπαιτούμενο για την εισαγωγή στα κυπριακά πανεπιστήμια μέρους των φοιτητών. ‘Ολα αυτά θα ήταν ίσως λιγότερο σοβαρά, αν δεν συνέβαιναν σε μια χώρα που έχασε σε ένα μήνα εισβολής το ίδιο ποσοστό του πληθυσμού της με το Ιράκ σε τρία χρόνια, όπου ο τουρκικός στρατός έδιωξε με φωτιά και με τσεκούρι από τα σπίτια και τις περιουσίες τους 200.000 ‘Ελληνες και της οποίας το βόρειο, κατεχόμενο τμήμα αποτελεί, σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΟΗΕ το πιο στρατιωτικοποιημένο έδαφος της υφηλίου! Σε παρόμοιες συνθήκες, η εξίσωση εθνικισμού θύματος και του θύτη και η γενική αποδοκιμασία (sic) του εθνικού φαινομένου (!) συνιστούν όχι απλή γραφικότητα ή ιδιορρυθμία, αλλά την ιδεολογία που επιτρέπει και δικαιολογεί την «αποδοχή των πραγματικοτήτων», έστω και αν είναι προϊόν βίας και εθνοκάθαρσης.

 

Το θετικό των εξελίξεων είναι ότι εξαντλούν τις δυνατότητες υποχωρητικότητας της ελληνικής πλευράς και δι' αυτής της μεθόδου αναζήτησης λύσεως. Αυξάνουν  ταυτόχρονα τον κίνδυνο εγκλωβισμού της Λευκωσίας σε επικίνδυνες υποχωρήσεις, που, αν υλοποιηθούν, μπορούν να οδηγήσουν σε εθνοτικές διαμάχες, όπως οι κακές συμφωνίες του 1960 οδήγησαν σε διακοινοτικές ταραχές, εισβολή και παρολίγον ελληνοτουρκικό πόλεμο, υποχρεώνοντας την Αθήνα σε τρισήμισυ δεκαετίες εξοντωτικού ανταγωνισμού εξοπλισμών.

 

Ο πραγματικός λόγος πίσω από την «κινητικότητα» είναι η τεράστια  σημασία που αποδίδουν Ουάσιγκτον και Λονδίνο στο άνοιγμα του τουρκικού δρόμου προς την ΕΕ. Θεωρητικά, αυτή θα ήταν και η μεγαλύτερη ευκαιρία για μια πραγματικά δίκαιη, αξιοπρεπή λύση και του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε ηγέτες διαμετρήματος τουλάχιστον Βενιζέλου και Μακαρίου, αλλά και χώρες, κράτη, κοινωνίες, σε Κύπρο και Ελλάδα, που να μην εμφανίζουν το απίστευτο σημερινό τους «χάλι».