Του Μάριου Ευρυβιάδη* 

Η σχέση του Μουσταφά Κεμάλ με τους Νεότουρκους υπήρξε αμφιλεγόμενη. Η ιδεολογία του ήταν διαμετρικά αντίθετη μ' αυτήν των Νεότουρκων. Οι τελευταίοι οργάνωσαν το κίνημα του 1908 όχι για να καταλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά για να την περισώσουν και αν ήταν δυνατόν να την αναζωογονήσουν. Υπήρξαν, για να ακριβολογήσουμε, νέο-Οθωμανοί παρά Νεότουρκοι. Προσδιορίζονται ως «ενωτικοί» (από την οργάνωσή τους, Επιτροπή Ένωσης και Προόδου), διότι επεδίωκαν τη διατήρηση της Αυτοκρατορίας αλλά και την «πρόοδό» της, δηλαδή τον πολιτικο-στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της με την ανατροπή της σουλτανικής εξουσίας, την εισαγωγή συνταγματικών θεσμών υπό την δική τους «πεφωτισμένη» ηγεσία και έλεγχο, και όλα αυτά για να ενισχυθούν έναντι της Δύσης που επεδίωκε τον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα οι εδραιωμένοι ενωτικοί ηγέτες της γνωστής τριανδρίας Ταλάτ, Τζιεμάλ, και Ενβέρ (ιδιαίτερα ο τελευταίος) δεν έκρυβαν τη συμπάθειά τους για τις επεκτατικές ιδεολογίες του Παντουρκισμού και του Πανισλαμισμού.

 

Αντίθετα, ο Κεμάλ, καλούμενος (από το 1934) και ως «εθνοπατέρας» (Ατατούρκ) των Τούρκων, υπήρξε έντονα εθνικιστής, ήταν ενάντια στην ιδέας της διατήρησης μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας και πολέμιος του παντουρκισμού και του πανισλαμισμού. Υπό αυτήν την έννοια το τουρκικό εθνικό κίνημα του Κεμάλ, σε αντίθεση μ' αυτό των Νεότουρκων, ήταν αντι- ενωτικό. Οι εθνικιστές του Κεμάλ επανειλημμένα και με βάση τις πραγματικότητες και τα δεδομένα της εξωτερικής πολιτικής, αποκήρυξαν σε πολλές περιπτώσεις οποιαδήποτε σχέση με τους Ενωτικούς. Δεν ήθελαν, για  παράδειγμα, να ταυτιστούν με τις φρικαλεότητες του πολέμου και την γενοκτονία του χριστιανικού (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασυρίων) πληθυσμού. Και με βάση το εθνικό σύμφωνο (1920) που βασιζότανε σε κεμαλικές διακηρύξεις (και στην εκεχειρία του 1918), οριοθέτησαν τα σύνορα του αναδυόμενου τουρκικού κράτους. Το τελευταίο δεν θα συμπεριλάμβανε οθωμανικά εδάφη όπου δεν υπήρχε τουρκική πλειοψηφία. Η αρχή αυτή απέρριπτε εξ ορισμού την παντουρκική / πανισλαμική ιδεολογία. Η αρχή αυτή εξηγεί, για παράδειγμα,  την απόρριψη διεκδικήσεων στην Κύπρο (Συνθήκη της Λωζάνης). Εξηγεί επίσης και μία εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας που έχει και σύγχρονες προεκτάσεις. Αυτή είναι η από τους κεμαλιστές οργανωμένη επιχείρηση μετανάστευσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας στην Τουρκία μεταξύ 1923-1927 που δημιούργησε διπλωματικό ρήγμα μεταξύ Τουρκίας  και Μεγάλης Βρετανίας. Οι τελευταίοι έθεταν διπλωματικά εμπόδια στην μετανάστευση με το επιχείρημα ότι χωρίς την παρουσία Τούρκων στην Κύπρο θα έχαναν τον βασικό μοχλό πίεσης κατά των Ελληνοκυπρίων. Το βρετανικό αυτό επιχείρημα άφηνε τους Κεμαλιστές εντελώς αδιάφορους.

Παρά τα παραπάνω και παρά το γεγονός ότι το τουρκικό (δηλαδή κεμαλικό) εθνικό κίνημα υποβαθμίζει εσκεμμένα τη σχέση του με τους Ενωτικούς, ο Κεμάλ ο ίδιος ποτέ δεν απέκρυψε ότι υπήρξε και Ενωτικός, ότι είχε και διατηρούσε στενές σχέσεις  με πολλούς από τους ηγέτες του κινήματος και τους οποίους επισκέπτετο συχνά μετά το 1918, όταν πολλοί απ' αυτούς βρίσκονταν προφυλακισμένοι στην Πόλη ως κατηγορούμενοι  για την γενοκτονία των Αρμενίων.

Αυτό που αργότερα απεδείχθη στην πράξη, δηλαδή στον νικηφόρο αγώνα του Κεμάλ κατά των συμμάχων και ειδικά των Ελλήνων, ήταν ότι δεν μπορούσε να υπάρξει τουρκική εθνική αντίσταση, δηλαδή κεμαλική, χωρίς την καθοριστική συμβολή, των Ενωτικών. Αυτό το γνώριζε πολύ καλά «ο ξανθός»,το παρατσούκλι με το οποίο αποκαλούσαν τον Κεμάλ οι Ενωτικοί.

Ο Κεμάλ συνεταιρίστηκε με τους Νεότουρκους και μαζί τους οργάνωσε την αντίσταση στην Ανατολή, μέσα από την οποία αναδύθηκε  και οικοδομήθηκε το σύγχρονο τουρκικό (κεμαλικό) κράτος. Βασική ωστόσο προϋπόθεση για την οικοδόμηση του κράτους αυτού υπήρξε η εθνοκάθαρση, δηλαδή η γενοκτονία των γηγενών χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Η γενοκτονία αυτή υπήρξε έργο των Νεότουρκων, εκτός βέβαια από την εθνοκάθαρση των Ποντίων. Αυτή  έγινε αργότερα υπό τις διαταγές και την εποπτεία του ίδιου του Κεμάλ.

Μετά το 1923 και με τον Κεμάλ κυρίαρχο πλέον, οι δρόμοι με τους Νεότουρκους χώρισαν για τα καλά. Ο Κεμάλ δεν τους είχε ανάγκη και αυτοί αισθανόμενοι ως συνέταιροι στην αντίσταση αλλά πολιτικά αδικημένοι (παρ' όλο που οι πλείστοι έφτιαξαν αμύθητες περιουσίες από το πλιάτσικο των χριστιανικών περιουσιών), άρχισαν να τον αντιπολιτεύονται. Άρχισε έτσι μεταξύ τους ένας έντονος πολιτικός αγώνας που κλιμακώθηκε το 1926 με απόπειρα δολοφονίας του Κεμάλ και συνεργατών του. Αυτό έδωσε την αφορμή στον τελευταίο να στείλει δεκάδες απ' αυτούς στην αγχόνη, να τους αποκηρύξει πολιτικά και να τους ονοματίσει ως υπεύθυνους για τις σφαγές «εκατομμυρίων χριστιανών υπηκόων μας, τους οποίους ξερίζωσαν αδίστακτα από τα σπίτια τους και τους οδήγησαν ομαδικά σε σφαγή».

Υπάρχει μία ιστορία που αφηγείται ο Νεοκλής Σαρρής. Στην Πόλη, στο σπίτι της Ελένης και Σμάρως Σταματιάδου, θείες του Σαρρή, η Λατιφέ γυναίκα του Κεμάλ πήγαινε να παίξει χαρτιά (bridge). Την πήγαινε εκεί η φίλη της η Σεφικά Ουρκάν, γυναίκα του Φαλίχ Ριφκί  Ατάϊ (δημοσιογράφου, εκδότη και «Λαμπράκη» της εποχής σε σχέση με τον Κεμάλ). Για το αξιόπιστο της ιστορίας, σημειώνω ότι η Σεφικά υπήρξε πηγή του βιογράφου του Κεμάλ, Andrew Mango. Η Λατιφέ απέφευγε να μιλήσει για τον Κεμάλ αλλά όταν το έκανε, με γλώσσα επικοινωνίας τα γαλλικά του σαλονιού, αναφερόταν στο ότι ήταν οξύθυμος, ότι αυτή του έλεγε να σταματήσει να κάνει παρέες με «ληστές και δολοφόνους» (bandi et assacins) και ότι αυτός της απαντούσε, «μα τι θες να κάνω, αυτοί με βοήθησαν ν' ανέβω στην εξουσία». Οι ληστές και οι δολοφόνοι ήταν οι Νεότουρκοι.

*Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο