ΑΞΙΑ  ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Της Δέσποινας Συριοπούλου

Νέα Υόρκη

 ΣΕΛ 52

Μπορεί η πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση των υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία πριν από περιπου δυο εβδομάδες να τελείωσε χωρίς να αναδείξει νικητή, με τον Τζον ΜακΚέιν και τον Μπάρακ Ομπάμα να μοιράζονται τις εντυπώσεις, η δεύτερη φορά ωστόσο που συναντήθηκαν στο πανεπιστήμιο Belmont, στην πόλη Νάσβιλ του Τενεσί οι δυο πρωταγωνιστές της πολιτικής επικαιρότητας -εν μέσω βέβαια της τεράστιας οικονομικής κρίσης που μαστίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και αφαιρεί πολλά από τα φώτα της δημοσιότητας από τους δυο διεκδικητές του προεδρικού αξιώματος- είχε νικητή. Το βαρόμετρο κινήθηκε υπέρ του Μπάρακ Ομπάμα, δίνοντάς του μεγάλη ώθηση, που δεν επισημάνθηκε μόνο στις δημοσκοπήσεις, αλλά συγκέντρωσε και τα πολύ θετικά σχόλια του αμερικανικού τύπου. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ειδησεογραφικού δικτύου CNN 30 λεπτά μετά τη λήξη του debate, ο έχρωμος γερουσιαστής αναδεικνύεται νικητής της δεύτερης τηλεοπτικής αναμέτρησης με ποσοστό 44%, έναντι 30% που συγκέντρωσε ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος. Επίσης η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι 64% είναι το ποσοστό προτίμησης για τον Μπάρακ Ομπάμα, αυξημένο κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με αυτό που είχε πριν από την έναρξη του ντιμπέιτ, ενώ ο Τζον ΜακΚέιν παρέμεινε στο 51%. Το ίδιο έδειξαν και οι συζητήσεις που ακολούθησαν μετά το ντιμπέιτ, που φάνηκαν να δείχνουν αν όχι μια προτίμηση στον Ομπάμα, τουλάχιστον του αναγνώρισαν ότι ήταν καλύτερος. Ακόμα και αρκετοί από τους συντηρητικούς σχολιαστές, αναλύοντας την παρουσία των δυο και τα όσα είπαν, απέδωσαν τα εύσημα στον γερουσιαστή από το Ιλλινόις, υπογραμμίζοντας ότι ο 72χρονος υποψήφιος χρειάζεται μια «ένεση νέας πολιτικής εμπιστοσύνης» στην υποψηφιότητά του για την προεδρία.

Πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι αν ο Τζον ΜακΚέιν δεν καταφέρει γρήγορα να αλλάξει το σε βάρος του κλίμα, ίσως οι εκλογές να κριθούν πολύ πριν τον Νοέμβριο. Όπως έγραψε η εφημερίδα Ποστ της Νέας Υόρκης, ο Ομπάμα είναι ξεκάθαρα πρωτοπόρος στην κούρσα για την προεδρία. Τα άσχημα νέα της οικονομίας ευνοούν κατά πολύ το αντίπαλο από το κυβερνών κόμμα, γεγονός που σημαίνει ότι στο τρίτο και τελευταίο ντιμπέιτ στην σειρά στις 15 Οκτωβρίου ο Τζον ΜακΚέιν έχει την τελευταία ευκαιρία να προσπαθήσει να αντιστρέψει το σε βάρος του κλίμα, αλλάζοντας την δυναμική.

 Την περασμένη Τρίτη οι δυο «μονομάχοι», όπως άλλωστε είναι φυσικό,  θέλησαν να δώσουν για μια ακόμη φορά τον καλύτερο εαυτό τους, διαστάυρωσαν τα ξίφη τους, άσκησαν κριτική  ένας στις θέσεις του άλλου, εξέθεσαν για ακόμη μια φορά τις θέσεις και το πρόγραμμά τους, προσδοκώντας να κερδίσουν τις εντυπώσεις και αναμφισβήτητα την στήριξη όλων όσων ανήκουν στην κατηγορία των αναποφάσιστων, που ήταν αυτοί του έθεταν και τις ερωτήσεις. Η οικονομία και το πώς θα βελτιωθεί, στηρίζοντας παράλληλα την μεσαία τάξη αποτέλεσε το κύριο θέμα του ντιμπέιτ, ενώ τέθηκαν και ερωτήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

 Στην τηλεοπτική αναμέτρηση, ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής από την Αριζόνα ήταν επιθετικός, χρησιμοποιώντας κάθε ερώτηση για να ασκήσει κριτική στον αντίπαλό του, κάτι που σχολιάστηκε από το επιτελείο του Ομπάμα, κάνοντας λόγο για την συνεχή επιθετική πολιτική που ασκεί ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, αντί να ασχολείται με τα ουσιατικά προβλήματα της χώρας. Παράλληλα, η προσπάθεια του Τζον ΜακΚέιν να αποκτήσει μια απευθείας σχέση με το κοινό -ακόμα και με την φράση «φίλοι μου», την οποία επανέλαβε για αρκετές φορές- φαίνεται να μην είχε την ανταπόκριση που ευελπιστούσε. Από την άλλη πλευρά για τον Μπάρακ Ομπάμα, η άνεση με την οποία χειριζόταν τις ερωτήσεις, η ρητορική του δεινότητα και η ικανότητά του να είναι ακριβής και ξεκάθαρος στις απαντήσεις του -χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει σε βάθος την ουσία του προβλήματος- σε περίπλοκα θέματα του έδωσε ώθηση να αυξήσει ακόμα περισσότερο την διαφορά από τον ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του. Μπορεί η οικονομία να ήταν το βασικό θέμα που κυριάρχησε στην τηλεοπτική αναμέτρηση των δυο γερουσιαστών με άσκηση έντονης κριτικής, ωστόσο και στην ενότητα για την εξωτερική πολιτική οι τόνοι υψώθηκαν με εκατέρωθεν βολές. Το Πακιστάν και η επιδείνωση της κατάστασης με την έξαρση βίας στα σύνορα με το Αφγανιστάν, καθώς και η χρήση στρατιωτικής δύναμης εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος των ερωτήσεων για την εξωτερική πολιτική, με την Αλ Κάιντα και το Μπιν Λάντεν, αλλά και την Ρωσία να λειτουργούν προσθετικά στην επιχειρηματολογία-αντιπαράθεση των δυο.

 Στο φλέγον ζήτημα της οικονομίας, ο ΜακΚέιν κατηγόρησε τον Ομπάμα ότι προτίθεται να επιβάλει μεγαλύτερους φόρους, να αυξήσει τις δαπάνες και να βασιστεί σε κυβερνητικά προγράμματα προκειμένου να φτιάξει το σύστημα υγείας. Ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, στην προσπάθεια του να διαχωρίσει τις δικιές του θέσεις από την πολιτική του ρεπουμπλικάνου προέδρου Μπους, χρησιμοποίησε το ντιμπέιτ προκειμένου να προβάλει μια νέα προσέγγιση για την επίλυση της οικονομικής κρίσης, αναφέροντας ότι η κυβέρνηση θα αγοράσει τα δάνεια και θα τα επαναδραπρατευτεί σύμωνα με τις τωρινές χαμηλότερες αξίες των ακινήτων, εώς ότου η αγορά (των ακινήτων) σταθεροποιηθεί και η γενικότερη εικόνα της οικονομίας βελτιωθεί. Μια θέση που οι επιτελείς του Ομπάμα, μετά το τέλος της αναμέτρησης επεσήμαναν ότι δεν είναι κάτι καινούργιο, μια και ήδη υπάρχει στο πρόγραμμα για την οικονομία που έχει υποστηρίξει ο έγχρωμος γερουσιαστής. Εκείνο που ωστόσο σχολιάστηκε ήταν το γεγονός ότι και οι δυο υποψήφιοι για την προεδρία επικεντρώθηκαν στο θέμα της οικονομίας, επαναλαμβάνοντας ωστόσο θέσεις και προγράμματα που παρουσίαζαν πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κανένας από τους δυο, όπως σημειώνει η εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ, δεν είδε την τηλεοπτική αναμέτρηση ως ευκαιρία να δώσει τις βασικές αρχές πάνω τις οποίες θα ακολουθήσει προκειμένου να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση, ή ακόμη περισσότερο να διατυπώσει τις αδρές γραμμές της νέας μορφής του καπιταλισμού που δύναται να αντικαταστήσει το παρόν μοντέλο, το οποίο όπως σημειώνουν πολλοί αμερικανοί δεν μπορεί να εξασφαλίσει οικονομική ασφάλεια. Αν και οι δυο επέρριψαν ευθύνες στην Γουόλ Στριτ, απέφυγαν να αποδώσουν ανάλογες ευθύνες και στους καταναλωτές που ανέλαβαν χρέη πάνω από τις δυνατότητες που είχαν να τα αποπληρώσουν. Και είναι φυσιολογικό. Ένα μήνα πριν από τις εκλογές, στην τελική ευθεία, οι δυο υποψήφιοι προσπαθούν να αποφύγουν οτιδήποτε θα δυσαρεστήσει το εκλογικό σώμα και θα τους αφαιρέσει ψήφους. Κατά συνέπεια, κανείς τους δεν άγγιξε επί της ουσίας θέματα μείζονος σημασίας για τους αμερικανούς, εργασία, συντάξεις, σύστημα υγείας. Ο κάθε ένας θέλησε να κερδίσει τις εντυπώσεις. Ο Μπάρακ Ομπάμα εστίασε την προσοχή του στο πώς θα αναδεχτεί νικητής από την τηλεοπτική αναμέτρηση, αλλά και από τις προσεχείς εκλογές. Μια έξυπνη λογική, όπως σημειώνεται από την Ουάσιγκτον Ποστ, με την υποσημείωση ωστόσο, άμα της εκλογής του όλα αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να τα σηκώσει στους ώμους του.

Από την άλλη πλευρά ο Τζον ΜακΚέιν ήταν καλύτερος σε σχέση με το πρώτο ντιμπέιτ, αλλά όχι τόσο ώστε να ξεπεράσει τον αντίπαλό του. Η στρατηγική του εστιάζεται στο πώς θα αποδείξει ότι ο γερουσιαστής από το Ιλλινόις δεν είναι ικανός για την προεδρία, κάτι που είναι απαραίτητο, αφού τα δεδομένα και οι σφιγμομετρήσεις μέχρι τώρα δεν τον ευνοούν. Σύμφωνα με αναλυτές, ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος οφείλει να είναι προσεκτικός στον χρόνο που του απομένει. Χρειάζεται απαραίτητα μια ώθηση που θα τον ξαναβάλει στο παιχνίδι με κάποιο τρόπο. Εκεί είναι που πρέπει να ακροβατήσει σε τεντωμένο σκοινί, προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες. Αν είναι πιο σκληρός και επιθετικός στην κριτική του, μπορεί να του καταλογιστεί απόγνωση. Αν εστιάσει στην  οικονομία, οφείλει να το κάνει πολύ προσεκτικά, μια και το ζήτημα αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα των δημοκρατικών.  Στο τρίτο και τελευταίο ντιμπέιτ, στις 15.10.  θα φανεί αν ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος θα καταφέρει να καλύψει την απόσταση και κυρίως αν θα διαχειριστεί τα θέματα, δίνοντας πειστικές απαντήσεις. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αναλυτές, μπορεί και οι δυο υποψήφιοι να επιζητούν την υποστήριξη των ψηφοφόρων, πκαταβάλλοντας προσπάθειες οι οποίος θα λειτουργήσουν πυροσβαστικά στις ανησυχίες των αμερικανών, ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, οφείλουν να δίνουν καθαρές απαντήσεις για το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα ή πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν. Δεν μπορούν να μην θίγουν ή να αναφέρουν ακροθιγώς ζητήματα που «καίνε». Διότι είναι εύκολο να κατηγορηθούν για έλλεψη σοβαρότητας. Και οι δυο περπατούν πάνω σε τεντωμένο σκοινί, ακροβατώντας στις λέξεις, προκειμένου να ικανοποιήσουν αλλά περισσότερο να πείσουν τον αμερικανό ψηφοφόρο να τους εμπιστευτεί.