Του Μάριου Ευρυβιάδη

Oι Προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, την πρώτη Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου, ημερομηνία προκαθορισμένη από τον Νόμο. Φέτος η ημερομηνία αυτή είναι η 4η Νοεμβρίου. Ταυτόχρονα με τις προεδρικές εκλογές επανεκλέγεται το ένα τρίτο της Γερουσίας και ολόκληρη η Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία βέβαια, μαζί πάντοτε με το ένα τρίτο της Γερουσίας αντιμετωπίζει τις κάλπες κάθε δύο χρόνια.

 

 

ΤΟ ΕΛΕΚΤΟΡΙΚΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ

Η εκλογή του Προέδρου (και του αντιπροέδρου) γίνεται με βάση το εκλογικό σύστημα των εκλεκτόρων (Εκλεκτορικό Κολλέγιο), μια διαδικασία που καθορίστηκε από το Σύνταγμα το 1787 και που τροποποιήθηκε σχεδόν ελάχιστα. Με το εκλογικό αυτό σύστημα ο Πρόεδρος δεν εκλέγεται άμεσα από τους ψηφοφόρους, αλλά έμμεσα από εκλέκτορες τους οποίους εκλέγουν οι ψηφοφόροι την ημέρα των Προεδρικών εκλογών. Στα εκλογικά ψηφοδέλτια στις περισσότερες πολιτείες δεν αναγράφονται καν τα ονόματα των υποψηφίων Προέδρων. Αναγράφονται, όμως, τα ονόματα των εκλεκτόρων οι οποίοι, με τις πρακτικές αλλαγές που επεβλήθησαν στο σύστημα, είναι πολιτικά δεσμευμένοι, αλλά όχι νομικά υποχρεωμένοι, να ψηφίσουν εφόσον εκλεγούν, συγκεκριμένο υποψήφιο Πρόεδρο.

 

Ο συνολικός αριθμός εκλεκτόρων είναι 538. Η κάθε πολιτεία δικαιούται τόσους εκλέκτορες όσοι είναι και το σύνολο των βουλευτών και των δύο γερουσιαστών που την εκπροσωπούν στο Κονγκρέσσο. Στη μεγαλύτερη Αμερικανική πολιτεία, την Καλιφόρνια για παράδειγμα, το 2008 αναλογούσαν 53 βουλευτές (με βάση την πληθυσμιακή αναλογία) συν οι δύο γερουσιαστές. Η Καλιφόρνια έχει δηλαδή σύνολο 55 εκλέκτορες. Στην πολιτεία Βέρμοντ, μια από τις έξι μικρότερες πολιτείες, αναλογούν μόνο ένας βουλευτής συν οι δύο γερουσιαστές, σύνολο δηλαδή εκλεκτόρων τρείς. Οι πολιτείες είναι 50 με σύνολο εκλεκτόρων 535. Οι υπόλοιποι τρείς εκλέκτορες προέρχονται από την μητροπολιτική περιοχή (District of Columbia, D.C.) της αμερικανικής πρωτεύουσας, Ουάσιγκτον, που δεν είναι πολιτεία.

 

Οι υποψήφιοι για την Προεδρία διεκδικούν το σύνολο των εκλεκτόρων σε κάθε πολιτεία. Χρειάζεται απόλυτη πλειοψηφία για εκλογή Προέδρου, δηλαδή 270 εκλέκτορες. Το ψηφοδέλτιο που κερδίζει τους περισσότερους ψήφους σε κάθε πολιτεία (πλειοσχετική πλειοψηφία) κερδίζει το σύνολο των εκλεκτόρων. Οι υπόλοιποι διεκδικητές δεν κερδίζουν εκλέκτορες ανεξάρτητα των ψήφων που έχουν λάβει.

 

Παλαιότερα οι εκλέκτορες είχαν ουσιαστική δύναμη, κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, και μπορούσαν μετά την εκλογή τους να ψηφίσουν όποιο υποψήφιο ήθελαν. Και ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο οι πολίτες δεν γνώριζαν ποιος θα ήταν ο Πρόεδρος τους μετά την καταμέτρηση των λαϊκών ψήφων και την εκλογή των εκλεκτόρων. Για να μάθουν ποιος θα ήταν ο Πρόεδρος θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τον Δεκέμβριο για να συνέλθουν οι εκλέκτορες στις διάφορες πολιτείες και να ψηφίσουν αυτοί με τη σειρά τους τον Πρόεδρο της αρεσκείας τους. Το αποτέλεσμα από κάθε πολιτεία, γνωστό αλλά σφραγισμένο, αποστέλλετο στο Κογκρέσσο, στην Ουάσιγκτον για επικύρωση.

 

Ο βασικός λόγος που οι Αμερικανοί Εθνοπατέρες καθιέρωσαν τον έμμεσο αυτό τρόπο εκλογής του Προέδρου ήταν για να ελέγχουν λαοπλάνους και δημαγωγούς και να αποτρέπουν την εκλογή Προέδρου λόγω «λαϊκών συναισθημάτων και πολιτικών παθών». Ήθελαν, δηλαδή, τη μεσολάβηση μιας χρονικής περιόδου μεταξύ των εκλογών και των συνεδριάσεων των εκλεκτόρων στις διάφορες πολιτείες, ώστε να επικρατήσουν η «λογική» και η «ψυχραιμία». Βέβαια, η πολιτική συναλλαγή και οι σκοπιμότητες δεν αποφεύγοντο. Ούτε έλειπαν οι κατηγορίες για «διεφθαρμένους» εκλέκτορες.

 

Όλα αυτά συνέβαιναν στα πρώτα χρόνια της Αμερικανικής δημοκρατίας και προτού ιδρυθούν και καθιερωθούν πολιτικά κόμματα και ειδικά το δικομματικό σύστημα Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

 

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΟΥ

Σήμερα οι εκλέκτορες δεν έχουν ουσιαστική δύναμη, αν και θεωρητικά διατηρούν το νομικό δικαίωμα να ψηφίσουν στο Εκλεκτορικό Κολλέγιο όπως θέλουν. (Το δικαίωμα αυτό έχει εξασκηθεί σε 2-3 μόνο περιπτώσεις, την τελευταία φορά το 1988 από έναν άπιστο εκλέκτορα κατά του Michael Dukakis, όμως ο συγκεκριμένος εκλέκτορας έδωσε την ψήφο του στον υποψήφιο αντιπρόεδρο του Dukakis, τον Bentsen). Σήμερα οι εκλέκτορες είναι κομματικοί παράγοντες. Εκλέγονται με δημοκρατικές ενδοκομματικές διαδικασίες, αλλά ελέγχονται από τα κόμματα. Τοποθετούνται στα ψηφοδέλτια με την πολιτική όμως δέσμευση να ψηφίσουν (αργότερα) τον κομματικό υποψήφιο ή τον ανεξάρτητο υποψήφιο, εάν υπάρχει.

 

Είναι γι' αυτό τον λόγο που στις 4 Νοεμβρίου ο αμερικανικός λαός θα γνωρίζει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά από το κλείσιμο της κάλπης ποιος θα είναι ο νέος Πρόεδρός του. Θα είναι αυτός του οποίου η παράταξη θα εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εκλεκτόρων. Οι εκλέκτορες που θα συνεδριάσουν στις διάφορες πολιτείες αργότερα, τον Δεκέμβριο, απλώς, θα «επικυρώσουν» τυπικά το γνωστό αποτέλεσμα.

 

Η μη εξασφάλιση απόλυτης πλειοψηφίας εκλεκτόρων είναι πιθανή σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι από δύο υποψήφιοι. Εάν δεν εξασφαλισθεί απόλυτη πλειοψηφία, τότε η εκλογή Προέδρου μετατίθεται από το Εκλεκτορικό Κολλέγιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία όμως δεν αποφασίζουν οι 435 Βουλευτές με ατομικές ψήφους, αλλά οι 50 Πολιτείες με ισότιμη ψήφο. Κάτι τέτοιο συνέβηκε το 1800 και το 1824.

 

Υπάρχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα του συστήματος που πρέπει να αναφερθεί. Ακριβώς επειδή κατά γενικό κανόνα η παράταξη που κερδίζει τις περισσότερες ψήφους σε κάθε πολιτεία κερδίζει το σύνολο των εκλεκτόρων της κάθε πολιτείας και επειδή είναι ο αριθμός των εκλεκτόρων (270) που καθορίζει την εκλογή Προέδρου, μπορεί να εκλεγεί Πρόεδρος, υποψήφιος ο οποίος να έχει μεν τον αναγκαίο αριθμό εκλεκτόρων, χωρίς όμως ο αριθμός αυτός να αντιστοιχεί στην λαϊκη πλειοψηφία ή στις περισσότερες ψήφους. Ένας υποψήφιος π.χ., κερδίζοντας με ελάχιστη διαφορά ψήφων στις έντεκα μεγαλύτερες πολιτείες θα έχει μεν κερδίσει τη λαϊκή πλειοψηφία ή τις περισσότερες ψήφους, όχι όμως και την Προεδρία διότι οι εκλέκτορές του από τις υπόλοιπες πολιτείες δεν αθροίζονται σε 270. Κάτι τέτοιο συνέβη σε τρεις περιπτώσεις, η τελευταία το 1888.

 

Κάθε τετραετία, παράλληλα με την προεκλογική εκστρατεία, επανέρχεται στην επικαιρότητα το θέμα της τροποποίησης των αναχρονιστικών και αντιδημοκρατικών διατάξεων του εκλεκτορικού συστήματος ή ακόμη και της ολοκληρωτικής κατάργησης του έτσι ώστε ο Πρόεδρος να εκλέγεται άμεσα από τον λαό. Κάθε φορά, όμως, το σύστημα επιβιώνει διότι είναι υποστηρικτικό του δικομματισμού (αποθαρρύνει τη δημιουργία μικρών κομμάτων), αλλά κυρίως διότι υπάρχει ο φόβος ότι η ομοσπονδιακή δομή των ΗΠΑ θα πληγεί ανεπανόρθωτα αν επιχειρηθεί η αντικατάσταση του συστήματος, που λίγο-πολύ είναι λειτουργικό, με κάποιο άλλο που θα είναι μεν πιο σύγχρονο και δημοκρατικό, αλλά θα διαταράξει τη λεπτά ισσοροπημένη δομή του Ομοσπονδιακού συστήματος. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η όποια τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος είναι περίπλοκη και πολύ δύσκολα επιτυγχάνεται.

 

Η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο εκλεγείς Πρόεδρος αναλαμβάνει επίσημα τα καθηκοντά του στις 20 Ιανουαρίου. Την ημέρα εκείνη σε επίσημη κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας το Κονγκρέσσο πιστοποιεί και τυπικά το επίσημο αποτέλεσμα του Εκλεκτορικού Κολλεγίου. Ακολουθεί πανηγυρική τελετή μπροστά στο Καπιτώλειο, όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος ορκίζεται πίστη προς το Σύνταγμα και τους νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

Ο εκλεγείς Πρόεδρος χρησιμοποιεί το μεσοδιάστημα από την εκλογή του Νοεμβρίου μέχρι την ορκομωσία του την 20ης Ιανουαρίου για να οργανώσει την κυβέρνηση του (Administration) και να διορίσει 3000 περίπου άτομα δικής του επιλογής στις υψηλές και εναλλάξιμες θέσεις της Αμερικάνικης γραφειοκρατείας. Οι υψηλόβαθμες θέσεις σε επίπεδο Υπουργών, Βοηθών Υπουργών και άλλων σημαντικών θέσεων, όπως για παράδειγμα του Διευθυντή της ΣΙΑ, πρέπει να έχουν την συναίνεση του Κονγκρέσσου που δίδεται κατόπιν ακροαματικών διαδικασιών. Οι θέσεις αυτές είναι πολιτικού διορισμού. Με τον τρόπο αυτόν δίδεται η ευκαιρία στο νέο Πρόεδρο να εφαρμόσει απρόσκοπτα τα προγράμματά του. Στις θέσεις αυτές διορίζονται συνήθως μέλη του εκλογικού επιτελείου του νέου Προέδρου, κομματικοί παράγοντες και επαΐοντες, χρηματοδότες του κόμματος αλλά και άτομα που στηρίζονται από συγκεκριμένες οργανωμένες ομάδες άσκησης επιρροής (lobbies). Είναι εδώ, παρεμπιπτόντως, που υστερεί δραματικά το ελληνικό λόμπυ έναντι άλλων πιο αποτελεσματικά οργανωμένων, όπως είναι το εβραϊκό και άλλα. Τα καλά οργανωμένα λόμπυ «απαιτούν», λόγω της προεκλογικής υποστήριξής τους, το διορισμό ατόμων της επιλογής τους σε θέσεις κλειδιά που επηρεάζουν τα συμφέροντά τους. Επί τούτου καταθέτουν σειρά ονομάτων για συγκεκριμένες θέσεις στην Προεδρική Ομάδα Μετάβασης (Presidential Transition Team) και διαπραγματεύονται συγκεκριμένους διορισμούς. Το ελληνικό λόμπυ δεν είχε ποτέ τέτοιες δυνατότητες και δυστυχώς δεν φαίνεται να μπορεί ποτέ να τις αποκτήσει. Η μόνη συγκεκριμένη «ανταμοιβή» που πήραν ποτέ οι Ελληνοαμερικανοί για υποστήριξη συγκεκριμένου υποψηφίου, ήταν όταν ο Πρόεδρος Μπους διόρισε ως πρέσβη στην Αθήνα τον κ. Michael Sotirhos, συνεργάτη του τότε Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, που στήριξε τον Μπους και όχι τον Δουκάκη στις εκλογές του 1988.

 

Τέλος, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το αμερικανικό σύστημα προβλέπει ειδικές διατάξεις και κανονισμούς για την ομαλή διαδοχή της εξουσίας. Υπάρχει και «συμφωνία κυρίων» ώστε η απερχόμενη κυβέρνηση, που ασκεί εξουσία μέχρι την ορκωμοσία στις 20 Ιανουαρίου, να μη λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που να δεσμεύουν το νέο Πρόεδρο και την Κυβέρνησή του.