ΑΞΙΑ  ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
 

Δέσποινα Συριοπούλου / Νέα Υόρκη

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 

    

Πάρα  τις όποιες μεγάλες προσπάθειες καταβάλλει το οικονομικό επιτελείο της απερχόμενης καταρέουσας  αμερικανικής κυβέρνησης σε συνεννόηση με την ομάδα μετάβασης και τον Μπαράκ Ομπάμα, για την τόνωση της κρίσης και εν συνεχεία την σταδιακή έξοδο από τη ύφεση, οι εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών δείχνουν ότι ο δρόμος  προς το σκοτεινό τούνελ είναι ακόμα μακρύς και το φως στην άκρη του αργεί πολύ… Η τελευταία κίνηση της Κεντρικής ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών την εβδομάδα που πέρασε, ύστερα από συνεδρίαση, να μειώσει τα επιτόκια από μηδέν έως 0,25%, καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο στην ιστορία, επέφερε μια-μάλλον πρόσκαιρη- εντυπωσιακή άνοδο στις αμερικανικές χρηματαγορές, παρασύροντας και την Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να προδικάζει μια πορεία, που να παρουσιάζει την αμερικανική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης, που θα την βγάλει από την  ύφεση.

Τα νέα μέτρα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας στοχεύουν, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, να αντιμετωπίσουν τη μείωση που καταγράφεται στις καταναλωτικές δαπάνες, στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στην βιομηχανική παραγωγή, τονώνοντας την ίδια στιγμή την ένταση που παρατηρείται στις χρηματοοικονομικές αγορές και την στενότητα στον πιστωτικό τομέα. Παράλληλα, στην ίδια ανακοίνωση, αναφέρεται ότι ο κυβερνητικός οικονομικός οργανισμός θα κάνει χρήση «όλων των διαθέσιμων εργαλείων για την προώθηση της ανάπτυξης της οικονομίας και τη σταθερότητα των τιμών".

 

Φόβοι για κατάρρευση των αυτοκινοτοβιομηχανιών-εταιρείες κολοσούς

 

Από την άλλη πάλι, ελλοχεύει ο κίνδυνος για την κατάρρευση των μεγαλύτερων αυτοκινητοβιομηχανιών στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που ασκεί εντονότατες πιέσεις στην κυβέρνηση να προβεί το δυνατόν συντομότερο σε λύσεις που θα αποτρέψουν το ενδεχόμενο ενός κακού σεναρίου που θα πλήξει ακόμη περισσότερο την οικονομία της χώρας, αφήνοντας παράλληλα εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου χωρίς εργασία. Η Τζένεραλ Μότορς και η Κράισλερ αυτή την στιγμή ζητούν 14 δισεκατομμύρια δολάρια από κυβερνητικά κονδύλια για να μην βουλιάξουν στο πρώτο τρίμηνο του 2009. Ο νυν υπουργός των Οικονομικών Χένρυ Πόλσον την εβδομάδα που πέρασε σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC δήλωσε ότι «οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα πάρουν τα χρήματα, το συντομότερο που μπορούμε», αφήνοντας ωστόσο να εννοηθεί ότι το όλο σχέδιο χρειάζεται χρόνο για την υλοποίησή του, εξασφαλίζοντας αφενός την προστασία των φορολογουμένων και εφετέρου την βιωσιμότητα των εταιρειών, ενώ την ίδια στιγμή μια τέτοια κίνηση εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα επεκτείνει την παροχή βοήθειας και στον κατασκευαστικό τομέα. Για το ίδιο θέμα, ο απερχόμενος πια Τζορτζ Μπους σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό δίκτυο CNN ανέφερε ότι εξετάζει όλες τις εκδοχές για την ενίσχυση των εταιρειών Τζένεραλ Μότορς και Κράισλερ. Όπως αναφέρει το ίδιο δίκτυο, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση εργάζεται πάνω στην δομή του σχεδίου για την στήριξη των δυο κολοσών.

 

Ένας από τους πιο σημαντικούς ωστόσο παράγοντες, όπως καταγράφεται από πολλούς αναλυτές που παρακολουθούν την πορεία της αμερικανικής -και όχι μόνο- οικονομίας εστιάζεται και επικεντρώνεται, πέρα από τους τεχνοκρατικούς μηχανισμούς που απαιτούνται για την ανάκαμψη του οικονομικού συστήματος, στην ψυχολογική παράμετρο που καθορίζει την πορεία της αγοράς. Όπως εκτιμούν οι Ρίτσαρντ Πατερσον και Φράνκ Μούρτα ειδικοί στην ψυχολογία της αγοράς, «η κρίση έχει να κάνει με την ψυχολογία. Η εμπιστοσύνη είναι σαν το πετρέλαιο στην μηχανή του καπιταλισμού. Χωρίς αυτό, η μηχανή σταματά. Η εμπιστοσύνη έχει χαθεί: δεν υφίσταται πλέον μεταξύ των διαφόρων παραγόντων του οικονομικού συστήματος. Επιπλέον οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται τις μετοχές. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό πρόβλημα».

 

Παρά τα μέτρα της κυβέρνησης, η βαθιά οικονομική ύφεση, όπως πλέον διατυπώνεται και δια στόματος Τζορτζ Μπους, συνεχίζει να απειλεί, διευρύνοντας τους τομείς που εισπράττουν τις συνέπειες της δύσκολης οικονομικής κατάστασης. Πλέον αυτές οι συνέπειες είναι ορατές στην καθημερινότητα του αμερικανού πολίτη. Εδώ και πολύ καιρό, αναλυτές, επιχειρηματίες, οικονομολόγοι διατύπωναν την άποψη ότι η οικονομική ύφεση θα επηρεάσει την μεσαία τάξη, εκφράζοντας μάλιστα τους φόβους τους ότι θα καταρρεύσει κοινωνικά το πλέον μαλακό υπογάστριο της αμερικλανικής οικονομίας.    

Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για την εφημερίδα Washington Post και το δίκτυο ABC, το 63% των Αμερικανών υποστηρίζουν ότι η οικονομική ύφεση έχει επηρεάσει αρνητικά την ζωή τους, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η χώρα έχει μπει σε μια μακρά οικονομική παρακμή.  Δυο στους δέκα αναφέρουν ότι οι ίδιοι ή κάποιος από την οικογένειά τους έχει χάσει την δουλειά του τους τελευταίους μήνες και επίσης δυο στους δέκα εκφράζουν τους φόβους τους ότι μπορεί να μείνουν άνεργοι σύντομα, ενώ το 25% κάνει λόγο για μείωση των ωρών εργασίας ή των αποδοχών τους.

Από την άλλη πλευρά, τα δυο τρίτα υποστηρίζουν το νέο σχέδιο της κυβέρνησης για ακόμα 700 δισεκατομμύρια δολάρια για την περαιτέρω τόνωση της οικονομίας, ωστόσο εννιά στους δέκα εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για το αυξανόμενο ομοσπονδιακό έλλειμμα, το οποίο πλησιάζει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Η ανησυχία των αμερικανών όχι μόνο γενικότερα για την πορεία της οικονομίας, αλλά κυρίως για το πώς αυτό επηρεάζει την ζωή τους μελλοντικά αποδεικνύεται και με την στάση τους εν όψει εορτών. Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, περίπου το 60% αναφέρουν ότι θα ξοδέψουν λιγότερα συγκριτικά με πέρυσι. Τέλος αναφορικά με τον νεοεκλεγέντα προέδρο, περίπου το 50% περιμένει ότι ο Μπαράκ Ομπάμα θα μπορέσει να βελτιώσει την κατάσταση της οικονομίας, ενώ για τον νυν πρόεδρο Μπους το 24% θεωρεί ότι χειρίστηκε σωστά την κατάσταση στην οικονομία και ένα 23% να έγκρίνει τους ευρύτερους ομοπσονδιακούς χειρισμούς προκειμένου να αντιμετωπιτεί η κρίση. Οι αμερικανοί, εδώ και αρκετούς μήνες, πολύ πριν τις εκλογές, από τότε που τα πρώτα κρούσματα της υφέρπουσας οικονομικής κρίσης -όταν ακόμα ο πρόεδρος Μπους μιλούσε για απλή επιβράδυνση- θεωρούσαν ότι η οικονομία αποτελεί το σημαντικότερο θέμα που θα έκρινε την ψήφο τους. Το ίδιο θεωρούν και σήμερα αναμένοντας το νέο οικονομικό επιτελείο από τις 20 Ιανουαρίου να φέρει ένα «νέο Ντήλ».    

 

 

Η Νέα Υόρκη ΕΚΠΕΜΠΕΙ SOS – Εμφανής η κρίση

 

Η έκθεση της Τράπεζας Σίτισης της Νέας Υόρκης , (οργανισμός για την καταπολέμιση της πείνας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης με παροχή επισιτιστικών προγραμμάτων για χαμηλόμισθους), που δόθηκε στην δημοσιότητα την περασμένη Τρίτη παρουσίαζει στοιχεία που δείχνουν ότι μια από τους πιο εύρωστες πολιτείες όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στον κόσμο, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της παγκόσμια οικονομίας αντιμετωπίζει πολλά και σοβαρά προβλήματα. Προβλήματα που δεν έχουν να κάνουν με την Wall Street, τις μετοχές, τα hedge funds, ή όποιο άλλο σύστημα της μικρο ή μακρο οικονομίας. Είναι ωστόσο απόρροια αυτών, έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα του μέσου νεοϋορκέζου που σταδιακά δείχνει να χάνει πολλά από τα κεκτημένα, φτάνοντας να προστρέχει σε οργανισμούς για να γεμίσει το τραπέζι του. Η έκθεση δίνει στοιχεία που σοκάρουν. Σοκάρουν για την εικόνα της Νέας Υόρκης, της μεγάλης πόλης που συγκεντρώνει εκτός των άλλων, το παγκόσμιο οικονομικό ενδιαφέρον. Οι αρθμοί δίνουν ωστόσο μια άλλη πραγματικότητα. Τα τελευταία πέντε χρόνια, ο αριθμός των κατοίκων που έχουν δυσκολίες στην κάλυψη των σιτιστικών αναγκών τους έχει διπλασιαστεί στα τέσσερα εκατομμύρια, ήτοι το 48% του συνολικού πληθυσμού της πόλης της Νέας Υόρκης, όταν το 2003 ήταν μόλις δυο. Όπως καταγράφει η έκθεση, περίπου 3.5 εκατομμύρια (συμπεριλαμβανομένων και των 2,1 εκατομμυρίων που δεν είχαν ποτέ σχέση με το πρόγραμμα του οργανισμού) νεοϋορκέζων θεωρούν ότι εντός των επόμενων 12 μηνών θα χρειαστούν την επισιτιστική βοήθεια. Την ίδια στιγμή η έκθεση προειδοποιεί ότι ο δείκτης της ανεργείας μέχρι το τέλος του 2009, βάσει των στοιχείων που δίνουν οικονομολόγοι, μπορεί να αγγίξει το 9%, όταν σήμερα είναι στο 6,7%. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβρη, 400,000 άτομα έχασαν τις δουλειές τους κάθε μήνα, ανεβάζοντας το ποσοστό της ανεργίας στο 6,7 (το μεγαλύτερο ποσοστό από το 1993), όταν τον Οκτώβριο ήταν στο 6,5%. Ειδικά τον Νοέμβριο, 533,000 άτομα στην Νέα Υόρκη έμειναν άνεργοι, ο μεγαλύτερος αριθμός από την δεκαετία του 70. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που περιέχονται στην έκθεση, στις Ηνωμένες Πολιτείες 10,3 εκατομμύρια είναι άνεργοι (3 εκατομμύρια περισσότεροι από ότι ήταν πέρισυ), ενώ στην κατηγορία που απαρτίζουν του ημιαπασχολούμενος, το ποσοστό αγγίζει το 12,5% (19,6 εκατομμύρια) αυξημένος κατά 621,000 άτομα από τον περασμένο Οκτώβριο και 2,8 εκατομμύρια από πέρισυ. 

 

Οι αριθμοί που δίνει η εν λόγω έκθεση είναι ενδεικτικοί της κατάστασης που υφίσταται -αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης- αλλά και προάγγελος δυσοίωνων εξελίξεων στο προσεχές μέλλον. Οι αριθμοί μπορεί υπό το βλέμμα κάποιου να είναι απλά τεχνοκρατικά στοιχεία μιας ανάλυσης ή ενός δεδομένου που ολοκληρώνει και βοηθά μια πρόβλεψη, όταν όμως η κάθε μονάδα αντικατοπτρίζει μια ανθρώπινη ζωή -και εδώ πλέον μιλάμε για εκατομμύρια- που βρίσκονται στη δίνη της ύφεσης, που θα συνεχίσει να συμπαρασύρει στο πέρασμά της πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια στους επόμενους μήνες, η οικονομική ορολογία δεν αρκεί για να δώσει απαντήσεις και προπαντώς λύσεις. Η επιστροφή από το «ευ ζην» στο απλώς «ζην» θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα και θα φέρει κοινωνική αναστάτωση με κάποιο τρόπο.

 

Δεν είναι μακριά..Μια πραγματικότητα που μπορεί να αποτελέσει την απαρχή για μια σειρά εξελίξεων που πιθανόν να ανατρέψει τα μέχρι τώρα δεδομένα ή ακόμη περισσότερο θα προετοιμάσει για κάτι καινούργιο, ως φαινομενική λύση της στιγμής, προκειμένου, το «(παν;)αμερικανικό όνειρο» να εξακολουθήσει να υφίσταται, ακόμα και αν θα μοιάζει με ένα παλιό κακόγουστο (;) αστείο…