Πανηγυρισμούς στην Άγκυρα προκάλεσε ο διορισμός της Hillary Clinton ως υπουργό των εξωτερικών, αναζωπυρώνοντας τις ελπίδες της Τουρκίας για «θετικά παρά αρνητικά αποτελέσματα» στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις και κατ' επέκταση προώθηση των τουρκικών συμφερόντων. Σύμφωνα με έκθεση-ανάλυση του Tarik Oguzlu από το ινστιτούτο Seta Policy Brief με τίτλο «Ο αντίκτυπος της Χ. Κλίντον στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις» , την οποία και αποκαλύπτει σήμερα το Greek American News Agency ο ειδικός αναλυτής θεωρεί ότι η τοποθέτηση  της πρώην πρώτης κυρίας στο State Department  και ο  τρόπος που θα αντιμετωπίσει την εξωτερική πολιτική πολύ πιθανό να ανοίξει ένα νέο παράθυρο συνεργασίας στις δυο χώρες. Το κείμενο της έκθεσης που αποκαλύπτουμε σήμερα χρεώνει στον αμερικανό αντιπρόεδρο φιλελληνική και φιλοκυπριακή στάση σε επί μέρους θέματα υπενθυμίζοντας την συγκεκριμέμνη στάση του κ. Biden ως γερουσιαστή και πρόεδρο  στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσων της Γερουσίας.ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΚΘΕΣΗ

Το αίσθημα ευφορίας που προκάλεσε στην Τουρκική διπλωματία  ο διορισμός της κας Κλίντον ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας αποτυπώνεται με έντονο τρόπο στην έκθεση ανάλυση του Αμερικανό Τουρκικού Think Tank. Ωστόσο την ίδια στιγμή  η επιλογή του Τζο Μπάιντεν από τον Μπαράκ Ομπάμα στην θέση του αντιπροέδρου φαίνεται να  προκαλεί απογοήτευση στους Τούρκους. Μια επιλογή επικίνδυνη-σύμφωνα με τον Tarik Oguzlu-  για τα συμφέροντα της Τουρκίας δεδομένου ότι ο πρώην γερουσιαστής επελέγη από τον αφροαμερικανό υποψήφιο για να καλύψει, όπως διατυπώνεται στην συγκεκριμένη έκθεση, το κενό και την απειρία που έχει στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ο νέος αμερικανός πρόεδρος. Το αίσθημα απογοήτευσης που προκάλεσε η επιλογή του Τζο Μπάιντεν οφείλεται στην μέχρι τώρα πολιτική που έχει ακολουθήσει ο πρώην γερουσιαστής τόσο στο θέμα της Κύπρου, υποστηρίζοντας την ελληνοκυπριακή πλευρά,  στο ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων, αλλά και στο θέμα των κούρδων του Ιράκ. Ο νυν αντιπρόεδρος ήταν εκείνος, ως πρόεδρος της επιτροπής των εξωτερικών σχέσεων της Γερουσίας, ο οποίος προώθησε το σχέδιο για την τριχοτόμηση του Ιράκ και την δημιουργία κουρδικού κράτους, μια προοπτική-εφιάλτης για την Τουρκία. Σε καμιά λοιπόν περίπτωση, η επιλογή Μπάιντεν δεν θα προκαλούσε χαρά στην Άγκυρα, ούτε καν σκεπτικισμό. Η εξισορρόπηση ωστόσο των συναισθημάτων και η αναθάρρυνση ήρθε με την τοποθέτηση της κας Κλίντον, καθώς όπως επισημαίνεται «η επιλογή Κλίντον με την πραγματιστική προσέγγιση, η οποία την διακρίνει, έρχεται να δημιουργήσει ισορροπία στην ιδεαλιστική προσέγγιση του διδύμου Ομπάμα-Μπάιντεν»!

Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει η έκθεση, η  Άγκυρα εκφράζει τους φόβους της ότι η κατάσταση στο Ιράκ, σύμφωνα με τα όσα έχει πει ο αμερικανός πρόεδρος για σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων εντός 16 μηνών, δεν πρόκειται να είναι σταθερή, εκτιμώντας ότι οι ιρακινές δυνάμεις δεν έχουν την δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις, διασφαλίζοντας ένα  περιβάλλον ασφάλειας. Εκείνο όμως που βλέπει η Άγκυρα είναι το γεγονός ότι πίσω από την αποχώρηση των Αμερικανών από το Ιράκ, ελλοχεύει ο κίνδυνος της πραγματοποίησης ενός τουρκικού εφιάλτη. Η ίδρυση κουρδικού κράτους. Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνονται στην συγκεκριμένη έκθεση, η ιρακινή κουρδική ηγεσία, δεδομένης πλέον της έλλειψης της όποιας δέσμευσης μπορεί να έχουν προς την αμερικανική πλευρά και την παρουσία της στην περιοχή, πιθανόν να κινηθούν προς την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Γι' αυτό και ο συγγραφέας της έκθεσης διατυπώνει την άποψη ότι η αποχώρηση πρέπει να γίνει, διασφαλίζοντας ότι το Ιράκ θα παραμείνει ως έχει. Κάτι που όπως φαίνεται, διασφαλίζει η παρουσία της κας Κλίντον.  

 Διατυπώνοντας την άποψη ότι οι διμερείς σχέσεις των δυο χωρών θα εξαρτηθούν κατά πολύ από την εξωτερική πολύ στο Ιράκ, Ιράν και Αφγανιστάν, η έκθεση κρίνει ότι είναι θετικό πως η κα Κλίντον υποστηρίζει την σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, την προσέγγιση του Ιράν δια της διπλωματικής οδού, καθώς και την ανάδειξη του Αφγανιστάν ως το πιο σημαντικό μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Για τον τούρκο αναλυτή της συγκεκριμένης έκθεσης Ουάσιγκτον και Άγκυρα οφείλουν να βασίσουν τις σχέσεις τους στα δυναμικά, κοινά συμφέροντά τους. Η Ουάσιγκτον από την μια οφείλει να δει  αναβαθμισμένατην Τουρκία στην Ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, ως όχημα με λίγα λόγια των συμφερόντων της, και όχι ως αποξένωση της χώρας από την Δύση, ενώ από την  πλευρά της η Άγκυρα οφείλει να λύσει τα προβλήματα ασφαλείας και να αναταποκριθεί στην πολιτική των ΗΠΑ για το θέμα των Αρμενίων, την διαδικασία εκδημοκρατιμού της με τρόπο ρεαλιστικό και όχι συναισθηματικό. Το θετικό σε αυτή την έκθεση είναι ότι δεν περιλαμβάνει κάποια ανάλυση στο θέμα του αιγαίου που είναι και το μείζον θέμα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Το Seta Policy Brief είναι ένα από τα πρώτα δέκα μεγάλα Αμερικανοτουρκικά Think Tank το οποίο εργάζεται συστηματικά  για τα συμφέροντα  της γείτονος και  την προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων  της   εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας η οποία παραμένει αμετάβλητη και σταθερή σε στόχους. Μια ματιά σε αντίχοιες εκθέσεις και αναλύσεις  του ιδίου ισντιτούτου για άλλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας αρκεί για να δείξει τον τρόπο που εργάζονται επαγγελματικά οι Τούρκοι τεχνοκράτες και πως σχεδιάζουν την εξωτερική πολιτική του νεοκεμαλικού καθεστώτος, το οποίο παρά την  πολιτική επικράτηση  του Ταγίπ Ερντογάν, εξακολουθεί να υπερέχει και  έχει το πρώτο λόγο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.    

Τέλος να πούμε ότι οι εκθέσεις και οι αναλύσεις αυτές των Αμερικανοτουρκικών think tank αποτελούν και ένα βασικό οδηγό πλεύσης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας αφού πρόερχονται από επαγγελματίες αναλυτές του είδους τους οποίους καλοπληρώνει το Τουρκικό κράτος για να βρίσκονται στις ΗΠΑ να ενημερώνονται, να παρακολουθούν να αναλύουν  και να ενημερώνουν την Άγκυρα…

 

Με αφορμή αυτή την έκθεση που σήμερα έφερε στο φως της δημοσιότητας το Greek American News Agency μελετήστε εκεί στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών την έκθεση αυτή όπως και άλλες πολλές που καθημερινά εκδίδουν διάφορα Αμερικάνικα Think tank   και προβληματιστείτε για να απαντήσετε  στα μεγάλα και κρίσημα ερώτημα που ευλόγως τίθενται: γιατί και η Ελλάδα  35 χρόνια μετά την μεταπολίτευση δεν έχει καταφέρει να έχει ένα δικό της κύκλο -έστω και λίγων- επαγγελματικών ΕλληνοΑμερικανικών Think Tank; Γιατί το αρμόδιο ελληνικό Υπ.Εξ.  συνεχίζει -δυστυχώς- να εξαρτάται από την καλή θέληση κάποιων ελάχιστων πατριωτών ΕλληνοΚυπρίων(λέγε με Πανίκο Παπανικόλου, Phillip Christopher, κτλ); Γιατί γατζώνεται κυριολεκτικά ως «φτωχοσυγγενής» και μίζερα σκεπτόμενη(η συντεταγμένη ελληνική πολιτεία)  στον ιδιοτελή και με σκοπιμότητα  «εθελοντισμό» κάποιων αυτοπροβαλόμενων «ηγετών» της ομογένειας  που περιφέρονται  στην Ουάσιγκτον και στην ΝΥ  εδώ και 30 χρόνια χωρίς αποτέλεσμα; Γιατί επιβραβεύει με μετάλεια και τίτλους τιμής ανύπαρκτα ιδρύματα που δεν έχουν   προσφέρει τίποτα απολύτως παρά μόνο την προσωπική αυτοπροβολή κάποιων που θυσαυρίζουν επενδύοντας στο όνομα της Ελλάδας;  

Δέσποινα Συριοπούλου