Οι χιλιάδες τόνοι «συμβατικών» βομβών που κτυπούν ανελέητα την πυκνοκατοικημένη Παλαιστινιακή περιοχή από αέρος, θαλάσσης και ξηράς, μαζί με τις βόμβες λευκού φωσφόρου που είναι τόσο «απαγορευμένες» για τους Ισραηλινούς, όσο είναι οι άλλες βόμβες που διαλύουν σχολεία με αμάχους («έξυπνες»), είχαν τις πρώτες 18 μέρες των εχθροπραξιών τραγικά αποτελέσματα: Άνω των 1.000 Παλαιστινίων έχασαν τη ζωή τους ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τις 4.000. Επιπλέον, η κατάσταση του πληθυσμού της περιοχής είναι άθλια, δεδομένου και του «εμπάργκο» ανθρωπιστικής βοήθειας και γενικότερα της έλλειψης ιατρικού προσωπικού, υποδομής και φαρμάκων. Το 45% των νεκρών Παλαιστινίων είναι γυναικόπαιδα και, αξίζει να σημειωθεί, αυτό το ποσοστό είναι σύμφωνα με δυτικά μέσα ενημέρωσης (π.χ. CNN, BBC, Reuters)… 

Στην αντίπερα όχθη οι Ισραηλινές απώλειες δεν είχαν ξεπεράσει μέχρι τις 15/1 τις 13 (με 4 από αυτές να προέρχονται από Ισραηλινά φιλικά πυρά). Με αυτά τα δεδομένα δεν χωράει ιδιαίτερη αμφισβήτηση για το γεγονός ότι η αντίδραση του Ισραήλ ήταν, και εξακολουθεί να είναι, υπερβολική. Το ερώτημα άρα πρέπει να είναι γύρω από την λογική του, γιατί το Ισραήλ επέλεξε αυτό τον τρόπο αντίδρασης, αν πραγματικά πίστευε ότι θα πετύχαινε κάτι ουσιαστικό ή αν ήταν θέμα μειωμένων επιλογών για τις ελίτ του γειτονικού κράτους.

Τα σενάρια

Το ιδανικό σενάριο για το Ισραήλ είναι ότι με το πέρας των επιδρομών οι αρχηγοί και αντάρτες της Χαμάζ, αποδεκατισμένοι πλέον, θα «παρελάσουν» στους δρόμους της Γάζας με άσπρες σημαίες παραδεχόμενοι ήττα. Φυσικά αυτό το σενάριο είναι περισσότερο ευσεβείς πόθοι παρά οτιδήποτε άλλο και το γνωρίζουν πολύ καλά και οι ίδιοι οι Ισραηλίτες στρατηγοί και πολιτικοί. Αυτό μας οδηγεί στο ρεαλιστικό σενάριο, το οποίο έχει, ουσιαστικά, τρεις κύριους στόχους: (α) Την αποδυνάμωση της Χαμάζ, (β) την επίτευξη συμφωνίας-εκεχειρίας υπό Ισραηλινούς όμως όρους (ότι δηλαδή θα σταματήσουν τα πυραυλικά χτυπήματα και ότι θα δημιουργηθεί μια διεθνής δύναμη που θα επιβλέπει τα αιγυπτιακά σύνορα με σκοπό την αποτροπή του εξοπλισμού της Χαμάζ με καινούργιες ρουκέτες) και (γ) την δημιουργία εντυπώσεων και προειδοποιη-τικών σημάτων τόσο για τη Χισπολάχ, όσο και για το γειτονικό Ιράν.

Στην ουσία όμως κανένας από τους τρεις στόχους δεν θα έχει θετικά αποτελέσματα για το Ισραήλ και αυτό δημιουργεί ερωτήματα για την λογική πίσω από την τόσο υπερβολική αντίδραση. Μπορεί να είναι σίγουρο ότι η Χαμάζ θα αποδυναμωθεί μέχρι κάποιου σημείου, αλλά ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι δεν θα εξουδετερωθεί εντελώς, ενώ είναι και θέμα χρόνου μέχρι να ενδυναμωθεί ξανά με καινούργια μέλη, πολλά από τα οποία θα στρατολογηθούν εξ' αιτίας της σημερινής κατάστασης και της υπέρμετρης βίας από πλευράς Ισραήλ.

Περαιτέρω, για να μπορεί η οποιαδήποτε συμφωνία να τύχει ουσιαστικής υποστήριξης από τους Παλαιστινίους, αλλά και από την διεθνή κοινότητα, πρέπει να συμπεριλαμβάνει την αποχώρηση των Ισραηλινών δυνάμεων από την Γάζα, αλλά και την χαλάρωση του οικονομικού εμπάργκο. Μια τέτοια συμφωνία, όμως, θα αυξήσει την κοινωνική (και μελλοντικά στρατιωτική) δύναμη της Χαμάζ, αφού θα επιτρέψει στους αρχηγούς της να παρουσια-στούν ως νικητές, οι οποίοι θα έχουν επιτύχει τόσο την απελευθέρωση της Γάζας, όσο και καλύτερες οικονομικές συνθήκες για τον λαό της περιοχής.

Τέλος, η υπερβολική χρήση βίας (μεταξύ άλλων με τις απαγορευμένες βόμβες λευκού φωσφόρου) και ο τεράστιος αριθμός νεκρών αμάχων και τραυματιών είναι οι εντυπώσεις που μένουν στον υπόλοιπο κόσμο και, πολύ περισσότερο, στον υπόλοιπο Αραβικό κόσμο, ενώ οι όποιες προσπάθειες του Ισραήλ να πείσει ότι λειτουργεί αμυντικά θα πέσουν στο κενό. Το αποτέλεσμα αυτών των αρνητικών εντυπώσεων είναι ότι, μεταξύ άλλων, κανένα αραβικό κράτος δεν θα μπορεί πλέον να βοηθήσει το Ισραήλ στην απομόνωση ακραίων (και Αντι-Ισραηλιτών) αρχηγών κρατών όπως είναι ο Αχμούντ Αχμαντινετζάντ του Ιράν. Μάλλον το αντίθετο θα γίνεται. Μπορεί το Ισραήλ να έχει επιδείξει ξεκάθαρα την στρατιωτική του δύναμη στο Ιράν και την Χισπολάχ, αλλά ταυτόχρονα έχει δείξει εξίσου ξεκάθαρα και πόσο βίαιο και επικίνδυνο μπορεί να γίνει για τα γειτονικά αραβικά κράτη, δημιουργώντας τους ανασφάλεια αλλά και ανάγκες για σύναψη συμμαχιών με κράτη που μπορούν να τους προσφέρουν ασφάλεια (π.χ. Ιράν). Με λίγα λόγια, οι στρατιωτικές κινήσεις του Ισραήλ μπορεί να προσφέρουν κάποια μορφή περισσότερης ασφάλειας στο Εβραϊκό κράτος (με μια πληγωμένη Χαμάζ και μια διστακτική Χισπολάχ) μόνο βραχυπρόθεσμα γιατί μακροπρόθεσμα οι συνέπειες των σημερινών καταστάσεων μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα θα έχουν. Οι Αντί-Ισραηλινές συμμαχίες Αραβικών κρατών, με την ανοχή πλέον πολλών τρίτων χωρών λόγω της ασύμμετρης και υπερβολικής βίας του Ισραήλ, και η αναγκαία (στα μάτια του Παλαιστινιακού λαού) ύπαρξη και ενδυνάμωση των Χαμάζ και Χισπολάχ ως η μόνη μορφή αντίστασης, κάθε άλλο παρά μακροχρόνια αισθήματα ασφάλειας πρέπει να δημιουργεί στο Ισραήλ. Αυτό είναι ένα ρίσκο το οποίο προφανώς το Ισραήλ είναι έτοιμο να αποδεχθεί. Όμως τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά αφού το κόστος αυτού του ρίσκου είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ενδεχόμενη συνέχιση της Αμερικανικής υποστήριξης, που είναι όμως, με την αλλαγή εξουσίας, αμφισβητήσιμη. Με λίγα λόγια, στην καλύτερη τον περιπτώσεων το κόστος θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα με τα σημερινά, στην χειρότερη όμως για το Ισραήλ (αν δηλαδή ο Ομπάμα δεν παρέχει την ίδια στήριξη με τους προκάτοχους του) θα αυξηθεί κατακόρυφα.

Με αυτά τα δεδομένα το Ισραήλ φαίνεται ότι δημιούργησε μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να βγει νικητής (lose-lose situation). Επιστρέφοντας στην αρχική ερώτηση, ποια ήταν η ανάγκη και ποια η λογική να ανταποκριθεί με τόση υπερβολική και ασύμμετρη βία στην πρόκληση των ουσιαστικά ακίνδυνων ρουκετών της Χαμάζ; Η συνήθης ανταπόκριση μέχρι σήμερα σε τέτοιες προκλήσεις ήταν ο εναέριος βομβαρδισμός στρατηγικών περιοχών ή κτιρίων με στόχο ανώτατα μέλη της Χαμάζ. Ποιοι παράμετροι επέδρασαν αυτή την φορά ώστε να δικαιολογείται η αλλαγή στρατηγικής;

Οι παράμετροι της νέας στρατηγικής του Ισραήλ

Η πρώτη παράμετρος έχει να κάνει με την χρονική στιγμή αλλά και την διάρκεια των επιθέσεων στην Γάζα. Πιο συγκεκριμένα, η χρονική περίοδος της επίθεσης, αλλά και η διάρκειά της, συνυποδηλώνουν ότι το Ισραήλ θέλει να εκμεταλλευτεί την περίοδο πριν την προεδρική αλλαγή στις ΗΠΑ. Το σίγουρο είναι ότι ο απερχόμενος Πρόεδρος ούτε μπορεί αλλά ούτε και θέλει να σταματήσει το Ισραήλ ή έστω να το κατακρίνει. Επομένως, το ερώτημα είναι κατά πόσο πιστεύει η Ισραηλινή ελίτ ότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θα τους στηρίξει στον βαθμό που τους στήριζε ο προηγούμενος Πρόεδρος. Οι προθέσεις του νέου Προέδρου κάθε άλλο παρά ξεκάθαρες είναι αφού επί του παρόντος κρύβεται πίσω από το «μπορεί να υπάρχει μόνο ένας Πρόεδρος κάθε φορά», αποφεύγοντας έτσι να πάρει ξεκάθαρη θέση για το θέμα.

Η ένταση και η διάρκεια των βομβαρδισμών, αλλά και η άρνηση των Ισραηλινών να λάβουν υπόψη τη διεθνή κοινότητα, είναι ενδεχομένως ένδειξη ότι πιστεύουν πως θα είναι από τις τελευταίες ευκαιρίες που θα έχουν για να κτυπήσουν με τόση βιαιότητα τη Χαμάζ, ή/και να εισβάλουν στα Παλαιστινιακά εδάφη με την απόλυτη στήριξη της Αμερικανικής κυβέρνησης. Το Ισραήλ φαίνεται να πιστεύει ότι έχει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου να καταστρέψει στον μέγιστο δυνατό βαθμό την στρατιωτική μηχανή της Χαμάζ χωρίς ιδιαίτερη πίεση από τον μεγαλύτερό του σύμμαχο, αφού μετά τις 20 θα πρέπει να αντιμετωπίσει την καινούργια Κυβέρνηση της Αμερικής από την οποία ο υπόλοιπος κόσμος έχει μεγάλες απαιτήσεις και προσδοκίες. Γνωρίζει πολύ καλά το Ισραήλ ότι αυτές οι προσδοκίες ενδεχομένως να επηρεάσουν και τον βαθμό στήριξης και ανοχής που θα μπορεί να τους δώσει ο Ομπάμα.

Η δεύτερη παράμετρος είναι η συνεχής ανάγκη που έχει το Ισραήλ να δείχνει ότι δεν υποκύπτει σε πιέσεις (στρατιωτικές και μη) και ότι είναι πάντοτε δυνατό και έτοιμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός του. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην σημασία που προσδίδει το Ισραήλ στις εντυπώσεις και τα προειδοποιητικά μηνύματα. Από την μια υπάρχει ο φόβος ότι η μη αντίδραση θα εκληφθεί από την Χαμάζ, την Χισπολάχ, το Ιράν, την Συρία, κ.λπ. ως ένδειξη αδυναμίας. Από την άλλη, η υπερβολική χρήση βίας λειτουργεί ως ένδειξη ότι όποιος δοκιμάσει να κτυπήσει το Ισραήλ θα νιώσει την στρατιωτική του δύναμη και θα πρέπει υποστεί τις συνέπειες. Τέλος, η επέλαση στην Λωρίδα της Γάζας δείχνει επίσης ότι το Ισραήλ δεν θα διστάσει να επιτεθεί με επίγεια μέσα, παρόλο που οι προσπάθειές του απέναντι στην Χιζπολάχ θεωρήθηκαν ως αποτυχημένες. Φυσικά το πλέον ριψοκίνδυνο για το Ισραήλ σε αυτή την περίπτωση (ιδιαίτερα τώρα με τις χερσαίες επιχειρήσεις) είναι μια δεύτερη συνεχόμενη αποτυχία, αυτή την φορά εναντίον της Χαμάζ. Σε μια τέτοια περίπτωση η εικόνα του Ισραήλ ως περιφερειακής δύναμης θα υποστεί ένα τεράστιο πλήγμα.

Η τελευταία σοβαρή παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί, η οποία είναι αλληλένδετη με την προηγούμενη, είναι οι εσωτερικές πιέσεις που δέχονται οι κυβερνώντες της χώρας. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα μηνύματα που θα στείλουν (στο εσωτερικό αυτή την φορά) αν δεν ανταποκριθούν στις προκλήσεις που δέχεται η χώρα τους είναι ότι δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των πολιτών και των συμφερόντων του Ισραήλ. Ως εκ τούτου οι εσωτερικές πιέσεις και προσδοκίες μεγαλώνουν με κάθε καινούργιο κτύπημα από την Χαμάζ, μειώνοντας ταυτόχρονα τις ήδη ελάχιστές τους επιλογές. Δεν πρέπει να ξεχνούμε και τις επικείμενες εκλογές στην γειτονική χώρα, όπου το σκληροπυρηνικό κόμμα Λυγκούτ προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Αυτό δείχνει ότι ο λαός του Ισραήλ σκέφτεται εθνικιστικά, κάτι που υποχρεώνει ουσιαστικά την κυβέρνηση και τα μετριοπαθή κόμματα να ενεργούν αποφασιστικά και σκληροπυρηνικά για να κερδίσουν την ψήφο του.

Αν αναλογιστεί κανείς μόνο τα προαναφερθέντα σενάρια τότε θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις του Ισραήλ δεν μπορούν να έχουν μια ορθολογική εξήγηση αφού, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, το Ισραήλ θα βγει χαμένο. Αν όμως συνυπολογίσει και τις πιο πάνω παραμέτρους, τότε μπορεί να κατανοήσει την λογική πίσω από την μη ορθολογιστική κίνηση του Ισραήλ.

ΠΗΓΗ:ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΨΗ