Στιγμές, από μια συνέντευξη – ποταμό στον Γιώργο Δουατζή

 Επί δύο ημέρες συζητούσαμε και οι κάμερες έγραφαν συνεχώς. Για να γίνει το πρώτο πορτρέτο της Μελίνας Μερκούρη στην Ελλάδα από την ΕΡΤ. Ήταν στις 2 και 3 Ιουνίου του 1990, με μια Μελίνα ήδη άρρωστη και ταλαιπωρημένη, αλλά με ένα ηθικό απίστευτο.

Δύο τεράστια εκφραστικά μάτια, μια γυναίκα χωρίς ηλικία, άκρως γοητευτική, με μια σπάνια αισθαντικότητα και με μια ιστορία ζωής μυθιστορηματική. Τυχεροί όσοι έζησαν τις εκ βαθέων εξομολογητικές της στιγμές.

Το απομαγνητοφωνημένο υλικό τεράστιο. Επέλεξα ενδεικτικές στιγμές της Μελίνας, δεν έκανα επεμβάσεις στον τρόπο που εκφραζόταν, διατήρησα συντακτικά τον τρόπο που χειριζόταν τη γλώσσα και πιστεύω ότι η ματιά της για πρόσωπα και καταστάσεις, καταδεικνύει την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς της.

Γεννήθηκα στις δεκαοκτώ του Οκτώβρη 1920 στην οδό Τσακάλωφ εικοσιέξι. Αθηναία. Ο πατέρας και η μάνα μου Σταμάτης – Ειρήνη, Αθηναίοι κι αυτοί,. Τεράστιο ρόλο στη ζωή μου έπαιξε ο παππούς ο Σπύρος, δήμαρχος της Αθήνας. ΄Ανθρωπος εξαιρετικός, που εγώ λάτρευα.  Ο παππούς με έμαθε να μην φοβάμαι τους ανθρώπους, να λατρεύω την Ελλάδα, να είμαι γενναία, να μην λογαριάζω τα χρήματα.

Ο πατέρας και η μάνα μου χώρισαν πάρα πολύ γρήγορα. Ο μπαμπάς έφυγε από το σπίτι όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος στο Σπύρο κι εγώ ήμουν τρεισήμισι χρονών. Δεν τον έβλεπα πάρα πολύ συχνά και η μαμά μου έλεγε, «όταν θα γίνεις μεγάλη θα εκδικηθείς τους άντρες, θα γίνεις ωραία και θα εκδικηθείς τους άντρες».

Η γιαγιά μου η Λάπα ήταν πολύ αυστηρή. Πηγαίναμε τρώγαμε το μεσημέρι στον παππού, αλλά υπήρχε μια ησυχία στο σπίτι και σιγή πιο πολύ από ησυχία. Πήγαμε μια μέρα στον κινηματογράφο. O Σπυράκης έφερε παιδιά από τα γειτονόπουλα και έπαιζε φουτ-μπωλ και έσπασαν μια τζαμένια πόρτα. Η γιαγιά μου έδωσε δύο χαστούκια λέγοντάς μου ότι αν δεν είχα τρελαθεί να πάω στον κινηματογράφο, ο Σπύρος δεν θα είχε φέρει τα παιδιά και δεν θα είχε σπάσει η τζαμένια πόρτα. Ήταν η πρώτη αδικία που αισθάνθηκα στη ζωή μου.

Αποφάσισα ότι έπρεπε να πάω σχολείο κάποτε. Με πήγαν λοιπόν σε όλα τα καλύτερα σχολεία, αλλά ήταν αδύνατον να με κρατήσουνε. Τόσκαζα και πήγαινα σε διάφορους κινηματογράφους, γιατί τρελαινόμουνα να βλέπω φιλμ. Κατέληξα στο Δεύτερο Γυμνάσιο, στο Μαράσλειο. Ο Γυμνασιάρχης μου έλεγε «κορίτσι είσαι εσύ μωρή ή αλήτης της Ομόνοιας;» Tελικά, μου δώσανε το απολυτήριο υπό πίεση και είναι από τα πράγματα που ντρέπομαι, αλλά από εκεί κατάλαβα επίσης τι θα πει εξουσία…

Από παιδί με πήγαινε ο παππούς μου στα θέατρα. Λοιπόν, αποφάσισα ότι πρέπει να βγάζω το ψωμί μου, για να πάω στο θέατρο. Πήγαινα στο δρόμο και ζητιάνευα. Και άρχισα να παίζω ένα ρόλο εξαιρετικά. Έλεγα, έχασα το πορτοφόλι μου και μένω στο Φάληρο, σας παρακαλώ πάρα πολύ δώστε μου κάτι, για να πάω ως το σπίτι μου. Έτσι, πλήρωνα το εισιτήριό μου.

Ο πρώτος έρωτας

Mια μέρα στο θέατρο είδα τον Γιώργο Παππά. Ήμουν δεκατριών χρονών και τον ερωτεύτηκα. Τρελάθηκα. Από εκεί και πέρα κάθε μέρα, τσάκ στο θέατρο… Ώσπου μια μέρα γνώρισα τον Παππά, ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας, ήμουνα 14 ετών και βέβαια το έμαθαν στο σπίτι μου. Και εδώ είναι η πρώτη μου αυτοκτονία. Τελείως Αννα Καρένινα. Πήγα κι έπεσα μπροστά σε ένα αυτοκίνητο. O παππούς μου, δεν μου το συγχώρεσε αυτό. Πέθανε χωρίς να τον δω. Aυτή είναι η πρώτη μου συνάντηση με το θάνατο.

Το θέατρο

Πήγα κρυφά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν ο Βεάκης εκεί, ήταν όλοι οι μεγάλοι και είπα το ποίημα μου. κι ο Βεάκης με φώναξε κοντά του και μπήκα στη σχολή και ήταν η ζωή μου. Έρχεται η μάννα μου, μαθαίνουνε ότι πήγα στη σχολή κι αρχίζει ένας φοβερός καυγάς. Kαι έτσι, για να σου τα κάνω στα γρήγορα, παντρεύομαι το Χαροκόπο. Και παντρεύομαι 17 χρονών. Και ο Χαροκόπος είναι ένας περίεργος άνθρωπος, εκκεντρικός για την εποχή του, ήταν παντρεμένος, χώρισε για μένα, άλλο πράγμα, σοκ, 17 χρονών…  Και μου λέει, είσαι η Μελίνα Μερκούρη. Θα πας στο θέατρο, θα γίνεις μεγάλη ηθοποιός. Tώρα μιλάμε για Kατοχή. Και με βοηθάει φοβερά, να έχω την ανεξαρτησία μου. Μου έδωσε πάρα πολλά πράγματα ο Χαροκόπος. Ήταν η πρώτη αίσθηση ισότητας.

Έπαιξα πάρα πολλούς ρόλους, πήγα στο Εθνικό με τον Ροντήρη. Ήρθε η συναντησή μου με το Κουν και με την Ντόρα Στράτου. Mε πήραν για να παίξω τη Μπλάνς ντυ Μπουά, στο «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τένεσυ Ουίλιαμς κι από εκεί αρχίζει η αληθινή καριέρα. Και αισθάνεσαι ότι στου Κουν είναι το σπίτι σου, είναι το κέντρο της ζωής σου, είναι η μαγεία, είναι ένα ξεκίνημα σπουδαίο. Eίναι τα χρόνια του πενήντα.

Το ξεκίνημα με τον Ροντήρη, τον Κουν, το Δημήτρη  Μυράτ, τη Μαρίκα. Η Μαρίκα ήταν ξωτικό. Αχ!  Tί να σου πω; Βέβαια τον Μάνο  Χατζηδάκη, ο οποίος υπήρξε ο έρωτας της ζωής μας, τον Θεοδωράκη, όλα τα νέα παιδιά εκείνης της εποχής. Ξεκινούσαμε με φοβερή φαντασία, να κάνουμε κάτι στην Ελλάδα. Τον Πλωρίτη. Μα ποιόν να σου πω; Όλους.

Ο κινηματογράφος

Όταν ο Καμπανέλλης έγραψε το έργο για μένα και με φώναζε αγοράκι, τότε ο Κακογιάννης  πήγε να βρει χρήματα για να κάνουμε τη «Στέλλα». Κανείς δεν έδινε, γιατί εμένα δεν με ήθελαν. Έβρισκαν ότι δεν θα είχα φωτογένεια. Tότε ήταν της μόδας οι νεαρές ενζενύ με το μικρό στόμα. Τελικά κάναμε το πρώτο τεστ και ο Κακογιάννης έκανε κάτι πάρα πολύ τολμηρό. Πήρε την κάμερα, την έβαλε εδώ ψηλά και μου έλεγε να γελάω. Γελούσα εγώ και μπήκε μέσα σχεδόν στο λαρύγγι μου, δηλαδή όλα γέμισαν με αυτό το τρομερό μεγάλο στόμα. Και έτσι αρχίσαμε τη «Στέλλα» μαζί με το Μάνο Χατζηδάκη, τον Τσαρούχη. Μαζί με όλους αυτούς τους ανθρώπους. πήγαμε στις Κάννες. Και εδώ γίνεται το μοιραίο. Είμαι ένα κορίτσι ελεύθερο, ανεξάρτητο, χαρούμενο, γελάω και συναντώ στις Κάννες τον Ιούλιο Ντασέν. 

Ο Ζυλ Ντασέν

Άνοιξη του 1955 γίνεται η μοιραία συνάντηση που αλλάζει τη ζωή μου τελεσίδικα. H μοιραία στροφή στη ζωή μου, στην καριέρα μου, στην ψυχή μου, είναι ο Ζυλ Ντασέν. Βγαλμένη μετά το πενήντα, θέλω να φάω τον κόσμο, όπως όλη αυτή η γενιά, να ζήσω μετά από αυτά τα τρομακτικά πράγματα που έχουμε δει. Kι έρχεται κάποιος και σου λέει, «ναι έτσι είναι, αλλά υπάρχει μια άλλη ζωή, υπάρχει ένας άλλος έρωτας, υπάρχει μια άλλη πίστη». Και βέβαια εγώ ως Μαγδαληνή που με βάζει και παίζω στο «Χριστό ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη, γίνομαι η Μαρία Μαγδαληνή.

Είναι η «Στέλλα» και μου λένε ότι πρόκειται να πάρω το βραβείο. Και με φωνάζουν στις Κάννες. Το έχω σίγουρο σχεδόν το βραβείο και περιμένει όλη η Ελλάδα. Tο βράδυ είναι η απονομή των  βραβείων και δεν παίρνω το βραβείο, εκτός από ένα βραβείο ειδικό. Και είμαι στην αίθουσα και κλαίω μπροστά σε όλο τον κόσμο, είμαι σε κάτι χάλια τρομακτικά. Έρχεται πάλι ο Ντασέν, ο οποίος είχε πάρει το βραβείο για το «Ριφιφί» και μου λέει, εσύ αξίζεις πολύ περισσότερο από ένα βραβείο. Λέω ναι, αλλά εσύ το πήρες… 

Μου άλλαξε εντελώς τη ζωή μου. Διότι εγώ ήμουνα πολύ αναρχικό πρόσωπο μέχρι που γνώρισα τον Τζούλι. O Τζούλις ( σ.σ. O Nτασέν ) με έβαλε σε μια τάξη, ο Τζούλις με έκανε να καταλάβω γιατί είμαι αριστερή και να μορφωθώ, να πάρω μαθήματα.  Mου έμαθε τι θα πει να είσαι ερωτευμένος και να ποτίζεις αυτό το λουλούδι που λέγεται έρωτας.

Οι προσωπικότητες

Εκείνη την εποχή είχε βγει ο Κατράκης από τις διάφορες φυλακές που ήταν, Μακρόνησο κλπ. Πήγαμε συνδικαλιστές και άλλοι στον Καραμανλή, που ήταν υπουργός τότε Δημοσίων Έργων. Μας δέχτηκε και μιλήσαμε για τον Κατράκη. Θέλαμε να πάρει το θέατρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας και σας λέω ότι ο Καραμανλής έτσι μας έδωσε το θέατρο. Ήταν μια τεράστια πολιτική πράξη εκείνη την εποχή, ο Κατράκης να πάρει θέατρο. Και πραγματικά τον ερωτευτήκαμε όλοι τον Καραμανλή, ήταν και πολύ ωραίος όπως σου είπα και μετά με κράτησε 5 λεπτά μόνη μου και ήταν η πρώτη μου επαφή μαζί του. Δεν τον ψήφισα ποτέ τον Καραμανλή, αλλά μπορώ να σου πω ότι είναι μια από τις τρυφεράδες που έχω μέσα στην ψυχή μου γι' αυτόν.

– Tην ημέρα που ορκίστηκε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σου είπε  κάποιες κουβέντες…

-Με το χιούμορ που έχει, μου είπε θα ήθελα να σε φιλήσω μα δεν μπορώ αυτή τη στιγμή. Με τον Καραμανλή συνδέομαι πολύ και θέλω να σου πω και κάτι. Ότι όταν ήμουν υπουργός, ήταν μια μεγάλη χαρά για μένα όταν πήγαινα στο γραφείο του και μιλούσαμε για τον πολιτισμό στην Ελλάδα. Σου λέω, θα ήθελα ο Καραμανλής να είναι αριστερός.

Είμαστε στη Κρήτη, που γυρίζουμε το «Χριστός ξανασταυρώνεται». Λοιπόν ο Τζούλις με πήγε στον Καζαντζάκη στη Kοτ Nτ Aζούρ που έμενε. O Καζαντζάκης ήταν αρκετά καλός μαζί μου, αλλά λάτρευε τον Ντασέν. Και ήταν η Ελένη εκεί η γυναίκα του. Mε πείραξε πάρα πολύ, αυτό που είπε: «Τώρα θα μιλήσουμε σοβαρά και οι γυναίκες να πάνε να ετοιμάσουν το τσάι στη κουζίνα». Εγώ έγινα τρελή από το θυμό μου. Αλλά μετά είχαμε μια μεγάλη και τρυφερή σχέση και ήμουν πολύ ευτυχής, γιατί όταν τελείωσε το φιλμ, το αγάπησε.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Νίκο Κούρκουλο. Έχω να σου πω ένα τεράστιο περιστατικό που μου συνέβηκε στην Αμερική. Ήρθε το FBI στο ξενοδοχείο και είπε στον αδελφό μου ότι υπάρχει κάποιος με προφορά μεσογειακή, τον έχουν ήδη σταμπάρει και πρόκειται να με εκτελέσει. Θορυβήθηκαν όλοι. Θα ήταν τρομερό για την Αμερική να με σκότωναν. Για τρεις μήνες ολόκληρους έπαιζα στο θέατρο με δύο του FBI στις κουΐντες, με το πιστόλι προτεταμένο και τρεις άλλους κάτω στο θέατρο ανάμεσα στους θεατές. Ήταν τρομερό ξέρεις να παίζεις έτσι. Mια μέρα έγινε μια αναταραχή μέσα στο θέατρο ακούστηκε κάτι σαν πυροβολισμός και είδαμε τους τρεις του FBI να τρέχουν προς την έξοδο. Και εκείνη τη στιγμή, ο Κούρκουλος ο Νίκος όρμησε στη σκηνή και με βούτηξε αγκαλιά. Βρίσκω ότι είναι πάρα πολύ ηρωικό να το κάνεις αυτό το πράγμα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Είναι ένας από τους ανθρώπους που μου έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση. Tον αγάπησα τον Pόμπερτ Kένεντυ. Mια μέρα σε μια μεγάλη δεξίωση που είχε γίνει στο σπίτι του, του είπα, «σε παρακαλώ κατέβα στις εκλογές». Aναφέρεται αυτό στο βιβλίο για την ζωή του. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ και πάντα όταν το λέω έχω ανατριχίλα που μου λέει «και εσύ θέλεις να πεθάνω;» Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την φράση. Και του λέω «δεν θα πεθάνεις, σε παρακαλώ κατέβα στις εκλογές».

Λοιπόν, είμαι στην Ευρώπη, είναι Μάης και μου γράφει ο Pόμπερτ να πάω στην Καλιφόρνια όπου ήτανε ο τελευταίος του λόγος, ο πολύ σημαντικός. Φτάνω και την άλλη μέρα, γίνεται η μεγάλη συγκέντρωση του Pόμπερτ Kένεντυ που έχει ήδη κερδίσει τις εκλογές στην Καλιφόρνια. Tο βράδυ με έχει καλέσει με άλλους δώδεκα ανθρώπους μετά την συγκέντρωση να φάμε μαζί. Eίμαι μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω στην τηλεόραση τον φόνο του Ρόμπερτ. Τον είδα να πεθαίνει μπροστά μου την ώρα  που ντυνόμουνα για να πάω να τον συναντήσω. O Pόμπερτ ήτανε γκαγκστεράκι, που θα έλεγα εγώ, αλλά ήτανε ένας πολιτικός που θα είχε κάνει πάρα πολλά πράγματα για την Αμερική.

H Μαργκαρίτ Ντιράς με επηρέασε πάρα πολύ στη ζωή μου. Bρίσκω ότι είναι μια πολύ μεγάλη συγγραφέας, την λατρεύω.

Η Ρόμυ Σνάϊντερ ήταν εκπληκτικό κορίτσι, την αγαπούσα πάρα πάρα πολύ.

O Ροντήρης με αγάπησε πολύ και τον λάτρεψα, όπως όλοι μας. Και έλεγε ότι θα μπορώ να γίνω μια πολύ καλή τραγωδός, ενώ εγώ στην Σχολή έπαιζα τις ωραίες κοπέλες. O Ροντήρης με άρπαξε και μου είπε όχι. Bασανίστηκα πολύ με το Ροντήρη, αλλά μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα.

Bρήκα τον Nταλί φοβερά εκκεντρικό. Δεν είναι από τους ανθρώπους που με τράβηξε, εκτός από τη τέχνη του. Ήθελε πάντα να γίνεται το κέντρο της προσοχής, να λέει πράγματα τα οποία θα κεντρίζουν, θα κάνουνε εντύπωση. Δεν μπορώ να σου πω ότι αισθάνθηκα αγάπη γι αυτόν. Τον είδα δέκα – δεκαπέντε φορές. Ήταν βεβαίως μια μεγάλη προσωπικότητα και τεράστιος ζωγράφος. Αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι είναι από τις προσωπικότητες, που μου έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση.

Ο Μάρλον Μπράντο είναι για μένα ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός.   Μια μέρα χτύπησε το κουδούνι. Και ξαφνικά βλέπω ξαπλωμένο μπροστά στην πόρτα και να κοιμάται τον Μπράντο. Ήρθε μέσα στο σπίτι και πραγματικά είναι ένα πλάσμα που λάτρεψα. Έμεινε δυο τρεις μέρες στο σπίτι. Θαύμαζε πολύ τον Τζούλυ Ντασέν και μετά στην Αμερική βλεπόμαστε αρκετά συχνά.

Tον Τσάρλυ Τσάπλιν τον  θεωρώ τον πιο μεγάλο του Κινηματογράφου. Όταν μας πήγε ο Τζούλις να τον γνωρίσουμε, τα παιδιά του και μένα, είχαμε τέτοιο τράκ που σταματούσαμε το αυτοκίνητη όλη την ώρα. Όταν τον γνώρισα, έτυχε να είναι μια βραδιά πάρα πολύ περίεργη. O Τσάπλιν αισθάνθηκε ότι η κόρη του δεν ήταν στο σπίτι. Φώναξε λοιπόν όλους τους αστυνομικούς, να ψάχνουνε, να κάνουνε, να δείχνουνε… Στο τέλος την ανακάλυψαν στο κρεβατάκι της που κοιμότανε. Ο Τσάπλιν, προσωπικότητα, τεράστια, δεν ήταν στα συν η γνωριμία του, όπως ήταν άλλες γνωριμίες.

Εάν είχα κάτι σαν πρότυπο, ήταν αυτές οι δύο γυναίκες, η Γκάρμπο για το σινεμά και η Πασιονάρια για την αντίσταση.

H Γκρέτα Γκάρμπο. Eίναι το πλάσμα για το οποίο έγινα θεατρίνα. Ήταν η γυναίκα -θρύλος για μένα, η γυναίκα – ήθος. Όταν τη γνώρισα στις Σπέτσες ήταν το τελευταίο μου καλοκαίρι στην Ελλάδα. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που πήρα μαζί μου η γνωριμία της, φεύγοντας. Τολμώ να πω, ότι σχεδόν με αγάπησε. Δεν με απογοήτευσε καθόλου και έμεινε όλη αυτή η μαγεία που είχα.

Την Πασιονάρια τη γνώρισα όταν ελευθερωθήκανε οι Ισπανοί. Πήγα στο σπίτι της με τον Καρίγιο και δεν αισθάνθηκα καμία ντροπή να πέσω στα πόδια της να τα αγκαλιάσω. Aυτή τη γυναίκα η οποία ήταν τότε στα ογδόντα της, ξέρω εγώ, με αυτά τα χέρια σαν φτερά ξέρεις, τεράστια χέρια. Την αγκάλιασα και έκλαιγα σαν μωρό παιδί.

Είπε…

Η ζωή μου είναι μοιρασμένη. Πιστεύω ότι και η μοίρα και εγώ, επιλέξαμε καλά. Tη μισή μου ζωή  την έδωσα στη Τέχνη, στο Σινεμά, στο Θέατρο. Και όταν ήρθε η Χούντα, βίαια ανακατώθηκα με την πολιτική.

Στη ζωή είναι η στιγμή που προέχει. H στιγμή που η UNESCO είπε ναι, τα μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να γυρίσουνε πίσω. Η στιγμή στην Αγγλία  που όλα τα Πανεπιστήμια ψήφιζαν υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων. Όταν γίνηκε θεσμός η πολιτιστική πρωτεύουσα και ήτανε πρώτη η Ελλάδα.

H Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η κληρονομιά της. η περιουσία της. Kι αν το χάσουμε αυτό, δεν είμαστε τίποτα., εμείς πρέπει να επιμένουμε σε μια πολιτιστική επανάσταση.

Δεν ήξερα ποτέ ότι είμαι νόστιμη. Πάντα ήθελα να είμαι έξυπνη. Τη γοητεία την πιστεύω. Σε βοηθάει, όμως προπαντός το ταλέντο. Κι εγώ είχα ταλέντο. Εγώ δεν ξέρω αν είμαι γοητευτική, διότι είμαι και μια προσωπικότητα πάρα πολύ διχασμένη. Υπάρχουν άνθρωποι που με λατρεύουν και υπάρχουν άνθρωποι που τους χτυπάω στα νεύρα.

Είναι γέννα το Θέατρο και επειδή εγώ δεν μπορούσα να κάνω παιδιά, όταν μου μιλάνε οι γυναίκες για ένα παιδί που γεννάνε, εγώ τις στιγμές της πρόβας ή τις στιγμές που κατάφερνα να γίνω η Μπλάνς ντυ Μπουά ή ένας άλλος χαρακτήρας, αισθανόμουν ότι γεννάω κάποιο άλλο πρόσωπο και ξέφευγα βέβαια από τη Μελίνα Μερκούρη.

Νόμιζα ότι φοβόμουν την αρρώστια. Όμως φοβάμαι να μην με αγαπάνε πια. Φοβάμαι μήπως χαθεί η ιδεολογία στη γη και γίνουμε ανθρωπάκια που θα θέλουμε να καλοπεράσουμε, που θα θέλουμε να κάνουμε καταναλωτική ζωή. Κι εμείς οι Έλληνες ακόμα, να χάσουμε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια, αυτό που λέγεται αγωνιστικότητα. Ναι, αυτό φοβάμαι περισσότερο από όλα.

Δεν έκανα αντίσταση στην Κατοχή και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου. Aυτή και ότι χάλασα την καριέρα του Ντασέν.

Δεν αναπολώ ποτέ το παρελθόν. Το κουβαλάω, είμαι πλούσια, έχω βαλίτσες, έχω πληγές, έχω δάκρυα, έχω χαρές, αλλά δεν στέκομαι στο παρελθόν. Κοιτάζω το μέλλον. 

Υπό κανονικές συνθήκες, το ερώτημα είναι, γνωρίζεις κανέναν καλλιτέχνη, μεγάλο δημιουργό, να έχει υποκλιθεί στον μεγαλύτερο πολιτικό; Ενώ το αντίθετο συμβαίνει πάντα.