Ι.- Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος τοποθετεί  εύστοχα το ζήτημα της Κύπρου μέσα στο πλαίσιο διασταυρούμενων συμφερόντων και επιδιώξεων σε όλη την περιβάλλουσα περιοχή. Εξετάζει έτσι όλα τα παράπλευρα με το Κυπριακό ζητήματα, ιδίως τα συνδεόμενα με τις επιδιώξεις της Τουρκίας αλλά και  τρίτων διαμέσου της Τουρκίας.

Ο συγγραφέας αναλύει το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο όχι σαν σχέδιο που ανήκει στο παρελθόν αλλά σαν παρελθόν που γίνεται παρόν και που μπορεί να καταστεί μέλλον.

 Συμμερίζομαι την εκτίμηση ότι το σχ. Ανάν ως συγκεκριμένο κείμενο ανήκει στο παρελθόν αλλά και ότι οι στόχοι και οι επιδιώξεις που υπηρετούσε παραμένουν.

Αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα σήμερα.

Κατά την εκτίμησή μου τέσσερις από τους κύριους  στόχους είναι:

α) Η κατάργηση του ανεξάρτητου και με γνήσια διεθνή υπόσταση κράτους της Κύπρου.

β) Η παγίωση της διαίρεσης της Κύπρου σε δύο τμήματα με αναγνώριση ακόμα και αυτόνομης διεθνούς παρουσίας σε ορισμένους τομείς (π.χ. πολιτισμικός με τις προεκτάσεις του).

γ) Η πλήρης εξάρτηση των αποφάσεων και της πολιτικής του προτεινόμενου ομόσπονδου κρατικού μορφώματος από τη συμφωνία των εκπροσώπων της τουρκοκυπριακής μειονότητας, δηλ. του 20% περίπου του συνολικού πληθυσμού.

δ)  Η άσκηση της τάχα ενιαίας διεθνούς εκπροσώπησης με δυαδική σύνθεση και λειτουργία.

Και βέβαια η διατήρηση της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο.

 Η βασιμότητα αυτών των εκτιμήσεων ενισχύεται και από το ενημερωτικό κείμενο για την πορεία των συνομιλιών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που έφερε στη δημοσιότητα ο Δ.Κωνσταντακόπουλος. Καταγράφονται οι έως σήμερα  συγκλίσεις και διαφωνίες και διαπιστώνεται, ανάμεσα σ΄άλλα, ότι αναβιώνει ακόμα και η διεθνής κηδεμονία με τις δικαιοδοσίες που αναγνωρίζονται σε ξένους δικαστές.

  Κοντολογίς στόχος είναι η τουρκική πλευρά να  διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο του κατεχόμενου τμήματος αλλά και να ελέγχει τις αποφάσεις του νέου κρατικού μορφώματος που θα αποκαλείται «ομοσπονδία», με κύριο χαρακτηριστικό την βέβαια δυσλειτουργία του.

Οι υποστηρικτές του υπό κατασκευήν μορφώματος επικαλούνται την παραδοχή του 1977 με την οποία η Τουρκοκυπριακή μειονότητα ανακηρύχθηκε σε «κοινότητα». Ασφαλώς σ΄αυτήν την μειονότητα έπρεπε να αναγνωριστούν, με εξασφαλισμένη την τήρησή τους, όλες οι προβλεπόμενες από τις διεθνείς συνθήκες εγγυήσεις. Όμως, η μετονομασία της μειονότητας σε ισότιμη «κοινότητα» δεν μπορεί να μεταβάλει την πραγματικότητα για να  δικαιολογηθεί η κατασκευή ενός  μορφώματος που γελοιοποιεί την έννοια του κράτους και καθιστά το 80% περίπου του πληθυσμού όμηρο του 20%.    

    ΙΙ.-Άραγε γιατί και υπέρ τίνος επιδιώκονται αυτοί οι στόχοι;         

Υποστηρίζεται η εκδοχή του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ όμως έχει εξασφαλίσει επαρκή έλεγχο στην περιοχή. Και Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Στρατιωτικές βάσεις ενός από τα ισχυρά μέλη του ΝΑΤΟ, της Μεγ. Βρετανίας, είναι εγκατεστημένες στο έδαφος της Κύπρου.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τι το ουσιαστικό θα προσέφερε στο ΝΑΤΟ, ή στις Η.Π.Α. και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τι θα τους προσέθετε, ως προς τον στρατηγικό ρόλο της Κύπρου, η εφαρμογή του σχεδίου Ανάν, ή κάποιας παραλλαγής του ;  

Ο πυρήνας του ζητήματος βρίσκεται νομίζω στη σχέση Η.Π.Α., Μεγ. Βρετανίας, συνακόλουθα και ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ, με την Τουρκία.

Στην Ελλάδα επιχειρείται η αγνόηση των σταθερών και μακροπρόθεσμων στόχων της τουρκικής πολιτικής. Ένας κορυφαίος Έλληνας διεθνολόγος, που στα χρόνια της ξενικής κατοχής θήτευσε στην Εαμική αντίσταση, ο Γιώργος Τενεκίδης, έχει επισημάνει το γεωστρατηγικό πλέγμα που διέπει την Τουρκική πολιτική. Οι εξωτερικοί προσανατολισμοί της Τουρκίας υπακούουν στην αντίληψη ότι της ανήκει ρόλος περιφερειακής δύναμης.

 Αυτός ο σταθερός  στόχος είναι στόχος κοινός  όλων των ηγετικών κλιμακίων της Τουρκίας,  διπλωματικών, στρατιωτικών, πολιτικών. Οι διακρίσεις σε διαλλακτικές και αδιάλλακτες τουρκικές ηγεσίες είναι της αισιόδοξης φαντασίας ορισμένων για να δικαιολογηθεί ο εφησυχασμός. Δεν υπάρχει έως σήμερα καμία  ένδειξη που να επιβεβαιώνει αυτή τη διάκριση ως προς τους εξωτερικούς προσανατολισμούς της Τουρκίας.  

Η Κύπρος, ο έλεγχος της Κύπρου, αποτελεί σταθερό στρατηγικό στόχο της Τουρκίας. Η εξάρτηση ενός Κυπριακού κρατικού μορφώματος από την Τουρκία, δια μέσου της αντίστοιχης «κoινότητας», ενισχύει τη θέση αλλά και την καθιέρωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.

Οι σχεδιασμοί των Τουρκικών ηγεσιών γι΄αυτό το ρόλο της Χώρας τους, συμπίπτουν, κατά ένα τουλάχιστον μέρος, με το ρόλο που της αναγνωρίζουν στη μείζονα περιοχή οι Η.Π.Α., η Μεγ. Βρετανία ή και άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. 

Αυτές οι δυνάμεις ευνοούν και στηρίζουν τους Κυπριακούς στόχους της Τουρκικής πολιτικής στο πλαίσιο βέβαια  των δικών τους σχεδιασμών. Είναι το αντάλλαγμα για την παρεχόμενη, ή έστω προσδοκόμενη, συμβολή της Τουρκίας  στην επίτευξη των δικών τους στόχων  στη  Κεντρική Ασία, στην Εγγύς και τη Μέση  Ανατολή.

Η σημερινή Ελληνο-Κυπριακή ηγεσία μετέχει στις συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με την Τ/Κ πλευρά με καλή πίστη και καλοπροαίρετα. Όμως, όσα έχουν γίνει γνωστά για τις Τουρκοκυπριακές προτάσεις σε  ζητήματα που έχουν ήδη συζητηθεί και οι γνωστές τουρκικές θέσεις σε  ζητήματα που δεν έχουν ακόμα συζητηθεί, δικαιολογούν νομίζω την εκτίμηση ότι η ελληνική πλευρά θα κληθεί τελικά να απαντήσει σ΄ένα κρίσιμο δίλημμα. Είχε πει ο Τάσος Παπαδόπουλος ότι δεν παρέλαβε κράτος για να παραδώσει κοινότητα. Αυτή η φράση εκφράζει νομίζω και το δίλημμα. Αν δηλαδή θα εξακολουθήσει η Κύπρος να είναι ένα γνησίως ανεξάρτητο και δημοκρατικό κράτος, ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή θα αποδεχθεί τη μετάλλαξή της σε μια «συνιστώσα» και εξαρτημένη «κοινότητα», εγκλωβισμένη σ΄ένα καινοφανές και  προδήλως δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα