«Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή,
τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη
τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν,
τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις,
τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον,
τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἤλους, τὴν λόγχην,
καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο,
ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ,
σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῶ ὁμολογίαν».

Την ημέρα αυτή τελούμε την ανάμνηση των φρικτών και σωτήριων Παθών του Κυρίου Ιησού Χριστού και απ' αυτό το γεγονός καθιερώθηκε και η νηστεία της Παρασκευής.

Αφού λοιπόν ο Ιησούς παραδόθηκε στους στρατιώτες, τον γυμνώνουν, του φορούν κόκκινη χλαμύδα, του βάζουν ακάνθινο στεφάνι και καλάμι στο χέρι αντί σκήπτρου. Κατόπιν τον προσκυνούν χλευαστικά, τον φτύνουν και τον χτυπούν στο πρόσωπο και το κεφάλι.

Στη συνέχεια, αφού του φόρεσαν και πάλι τα ρούχα του, του δίνουν τον Σταυρό και έρχεται στον τόπο της καταδίκης, τον Γολγοθά. Εκεί, σταυρώνεται ανάμεσα σε δύο ληστές, βλασφημείται απ' όσους περνούν μπροστά του και οι στρατιώτες τον ποτίζουν χολή και ξύδι.

Μετά από λίγο, ο Κύριος, φώναξε δυνατά: «Τετέλεσται» και έτσι εκπνέει «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» . Κατά τον θάνατο του κυρίου, τρέμει από φόβο και αυτή η άψυχη κτίση. Έπειτα λογχίζεται από τους στρατιώτες στην πλευρά του και τρέχει αίμα και νερό.

 

 

Τέλος, κατά το ηλιοβασίλεμα, έρχεται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μαζί του, κρυφοί μαθητές του Χριστού, αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό το πανάγιο σώμα του διδασκάλου τους, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνημείο, κυλώντας πάνω στο στόμιό του μεγάλη πέτρα.

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γὴν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδὴ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἓν νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἦλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνούμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν»

«Σήμερα κρεμάται πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) Εκείνος που πάνω στα νερά κρέμασε τη γη. Στεφάνι από αγκάθια φοράει στο κεφάλι ο Βασιλιάς των Αγγέλων, Ντύνεται με ψεύτικη βασιλική χλαμύδα, Αυτός που ντύνει με σύννεφα τον ουρανό, Δέχτηκε ράπισμα Εκείνος που (με το βάπτισμά Του) στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον Αδάμ (το ανθρώπινο γένος). Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Με λόγχη τρυπήθηκε ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμε τα Πάθη Σου, Χριστέ. Δείξε μας και την ένδοξη Ανάστασή Σου».

 

Κοντάκιον

«Τὸν δι' ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν, αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν. Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

 

Ὁ Οἶκος

«Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα. Ποῦ πορεύη Τέκνον, τῖνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; κακεῖ νὺν σπεύδεις, ἳν ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοὶ Τέκνον, ἢ μείνω σοὶ μᾶλλον, δὸς μοὶ λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθης με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

 

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄

«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτήρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλω τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοί».

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ…

Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην. Η ζωή πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και το Άδου τους νεκρούς εξανιστάς. Μεγαλύνομέν σε, Ιησού Βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου, δι ών έσωσας ημάς εκ της φθοράς.


Μέτρα γης ο στήσας, εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον, εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών. Ο Δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός και εν μνήματι καινώ κατατίθεται, ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Δακρυρρόους θρήνους επί σε η Αγνή, μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα, ανεβόα˙ Πώς κηδεύσω σε, Υιέ;

Προσκυνώ το Πάθος, ανυμνώ την Ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος φιλάνθρωπε, δι' ων λέλυμαι παθών φθοροποιών. Οίμοι φως του Κόσμου! Οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν, η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.
Ανυμνούμεν Λόγε, σε τον πάντων Θεόν, συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι και δοξάζομεν την θείαν σου Ταφήν.

Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.

 

 

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.6. Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω; Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους".

Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ…  

 

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΤΩΝ ΦΡΙΚΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΓΑΪΤΑΝΟ

ΜΕΡΟΣ Α   ΜΕΡΟΣ Β   ΜΕΡΟΣ Γ