Με αφορμή την εγκύκλιο της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, μερικές σκόρπιες σκέψεις για αδέσμευτο προβληματισμό! Ένα πρόβλημα θεωρίας, αλλά και πρακτικής πολιτικής.

Tου Δαμιανού Βασιλειάδη,

«Η δυσκολία δεν έγκειται στις νέες ιδέες,

αλλά στο να ξεφύγει κάποιος από τις παλιές»

                                                                  Τζον Μέιναρτ Κέινς

 

Τόσο τα συνθήματα, όσο και τα αιτήματα με έβαλαν σε προβληματισμούς, για τους οποίους θέλω να κάνω κοινωνούς και τους άλλους συντρόφους, χωρίς να αδικώ ή να αντιδικώ με κανέναν. Απλώς διάλογο κάνουμε. 

 

Ας πάρουμε τα κεντρικά συνθήματα. Πολύ ωραία τα συνθήματα και θα τα επικροτούσε ο κάθε εργαζόμενος, αλλά το θέμα είναι το πως. Με ποιο τρόπο, με ποια μέσα, με ποια πολιτική θα γίνουν όλα αυτά τα «ωραία και αληθινά!».

Είναι γεγονός ότι εμείς, δηλαδή οι εργαζόμενοι, πληρώνουμε την κρίση και δεν φαίνεται στον ορίζοντα καμία πολιτική δύναμη ως αντίπαλο δέος στο κεφάλαιο και τους τραπεζίτες να ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Ούτε παρουσιάζεται συγκεκριμένα μια πειστική εναλλακτική πρόταση που θα συσπειρώσει τις εργατικές δυνάμεις για να την ανατρέψουν. Το κεφάλαιο παίζει μόνο του στο «γήπεδο». Οπότε και το τοπίο παραμένει, όπως είναι ή γίνεται χειρότερο και η αντίσταση στα σχέδια της Ε.Ε. παραμένει κολοβή. Τέλος, αν το μέλλον μας γράφεται στους δρόμους, μένει να αποδειχτεί.

Αυτά όσον αφορά το θέμα των συνθημάτων, που απέστειλε η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία παρουσιάζω κατωτέρω:

«Ως κεντρικά συνθήματα για το θέμα της κρίσης θα έχουμε τα εξής:

Δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση τους.

Την κρίση να πληρώσουν το κεφάλαιο και οι τραπεζίτες.

Με τους αγώνες μας θα ανατρέψουμε το νεοφιλελευθερισμό.

Ενωτικά και Αριστερά αλλάζουμε το τοπίο σε Ελλάδα και Ευρώπη

Πανευρωπαϊκή Αντίσταση στα  σχέδια της Ε.Ε. και των κυβερνήσεων.

Το μέλλον μας γράφεται στους δρόμους».

 

Σχετικά με τα αιτήματα προβάλει το ερώτημα: Ποιοι θα δώσουν λύσεις στα αιτήματα αυτά και γιατί οι καπιταλιστές να δώσουν λύσεις ευνοϊκές για τους εργαζόμενους, όπως τις προβάλουν τα αιτήματα; Υπάρχει κανείς που θα τους αναγκάσει; Και αν αναγκαστούν προς το παρόν να τα δώσουν, δεν θα τα πάρουν πίσω με το διπλάσιο; Ποιος θα τους εμποδίσει; Ο ταξικός αγώνας; Και τέλος, αν τα δώσουν παρ' όλα αυτά και δεν τα πάρουν πίσω, έχει λυθεί το πρόβλημα των εργαζομένων και έχουν πετύχει την απελευθέρωσή τους; Και η απελευθέρωση (η χειραφέτηση κατά Μαρξ) είναι μόνο οικονομική; Αν δηλαδή στην Ελλάδα εφαρμοστεί το κράτος πρόνοιας, πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με το σύστημα; Και τι έγινε, όταν υπήρχε, όπου υπήρχε το κράτος πρόνοιας; Καταργήθηκε ο καπιταλισμός; Απλώς αναγκάστηκε η αστική τάξη να δώσει κάτι παραπάνω, έχοντας απέναντί της ως αντίπαλο δέος τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Οταν αυτά κατέρρευσαν, ως χάρτινος πύργος, τότε άρχισε συστηματικά και σταδιακά και με την καπιταλιστική μεταναστευτική πολιτική, να καταργεί ο νεοφιλελευθερισμός το κοινωνικό κράτος, όπου μπορούσε και όπου οι αντιστάσεις ήταν μικρότερες ή μηδαμινές ή ακόμη και σε λάθος κατεύθυνση.

Οι κυρίαρχες αστικές τάξεις έχουν μετά το 1930 ασφαλιστικές δικλίδες να ρυθμίζουν τα συμφέροντά τους, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες., σε αντίθεση με τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δεν είχαν καμία απολύτως ασφαλιστική δικλίδα. Τα φορτώνουν όλα στους εργαζόμενους, όταν έχουν τη δυνατότητα και πορεύονται ανάλογα. προσαρμόζοντας τη στρατηγική τους ανάλογα.

Ο καπιταλισμός βασικά ένα στόχο έχει: Τη συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της κατανάλωσης. Το πρότυπο της κοινωνίας που δημιουργεί είναι το καταναλωτικό, δηλαδή η εμπορευματοποίηση των πάντων.

Αυτός θα είναι ο στόχος των αιτημάτων; Να παίρνουμε περισσότερα για να καταναλώνουμε περισσότερα; Ας θυμηθούμε, τι έκανε στα πρώτα στάδια της διακυβέρνησής του το ΠΑΣΟΚ. Αύξησε μισθούς, συντάξεις κ.λπ. και σκόρπισε τις οικονομίες της Ελλάδας και τον πακτωλό των χρημάτων από την ΕΟΚ στην καταναλωτική μανία των Ελλήνων, κυρίως των ημετέρων, όπως κάνει σήμερα και η Νέα Δημοκρατία. Γέμισε η Ελλάδα από καταναλωτικά αγαθά από το εξωτερικό (αυτός ήταν ο κεϊνσιανισμός του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ίδιος αργά το κατάλαβε!) και πλημμύρισαν τα σκυλάδικα από τους εργάτες και τους αγρότες. Καμία παραγωγική επένδυση. Καμία φροντίδα να αλλάξει η νοοτροπία, καμία προσπάθεια να δημιουργηθεί άλλη συνείδηση, εκτός από την καταναλωτική. Επί ΠΑΣΟΚ αναγορεύτηκε το χρήμα ως η μεγαλύτερη αξία και έκτοτε παρέμεινε αναλλοίωτη, για όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα και κόμματα.

΄Ετσι τα πάντα σχεδόν διοχετεύθηκαν στην κατανάλωση ή την καταναλωτική αποκτήνωση, για να χρησιμοποιήσω έναν πιο σκληρό όρο, για να φανεί η αλήθεια της τότε πραγματικότητας, αλλά και της σημερινής, γιατί η κατάσταση όχι μόνο δεν έχει αλλάξει, αλλά χειροτερεύσει. Εκφυλίστηκε η κοινωνία σε όλους τους τομείς.

Δεν μπορείς να διαμορφώνεις αιτήματα, αν δεν λες και προσδιορίζεις που και για ποιόν σκοπό θα χρησιμοποιηθούν. Κι εδώ είναι το θέμα της στρατηγικής και του προσανατολισμού.

Ποια οράματα, ποιες αξίες, ποιες αρχές, ποιόν πολιτισμό θα υπηρετήσουν οι κατακτήσεις των εργαζομένων, εφόσον αυτό γίνει κατορθωτό, ύστερα από κοινωνικούς αγώνες;  Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Το δεύτερο, εφόσον πραγματικά υπάρχει το όραμα, πως επιτυγχάνεται αυτό; Με το καταναλωτικό πρότυπο, που αποτελεί την πεμπτουσία της καπιταλιστικής πολιτικής ή με κάποιο άλλο πρότυπο; Και ποιο είναι αυτό, σε αντιπαράθεση με το καταναλωτικό; Μήπως ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία; Απλώς δηλαδή συνθήματα;

Και κάτι ακόμη. Και το ΠΑΣΟΚ προβάλλει αιτήματα για τους εργαζόμενους, που μπορεί να μη συναγωνίζεται στην πλειοδοσία των συνθημάτων την Αριστερά, όμως παρουσιάζονται τα δικά του πιο ρεαλιστικά. Και εφόσον έχει την προοπτική της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας, ασφαλώς έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να πάει ο΄Ελληνας πολίτης «σούμπιτος» στο κόμμα εξουσίας και να έχει κάποια δυνατότητα απολαβών, παρά να περιμένει να γίνουν πραγματικότητα τα ωραία και φανταχτερά συνθήματα και αιτήματα της Αριστεράς, που δεν διαφοροποιούνται στο περιεχόμενο με καμία ειδοποιό διαφορά από το ΠΑΣΟΚ. Βασικά υπάρχει ταύτιση στη στοχοποίηση των αιτημάτων, αλλά το ΠΑΣΟΚ έχει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα σε σύγκριση με την Αριστερά. Κι αυτό, γιατί έχει μεγαλύτερη δυνατότητα -έτσι πιστεύει πιθανόν ο ψηφοφόρος- να τα υλοποιήσει και με τον τρόπο αυτό να έχει καλύτερη πρόσβαση, όπως είπαμε, στην απολαβή κάποιων ατομικών αγαθών, που θα προκύψουν, είτε από την κομματική ένταξη, είτε από άλλους λόγους, όπως το είδαμε να υλοποιείται από τους κομματικούς μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που καταλήστευσαν το κράτος. Που σημαίνει, για να το συνειδητοποιήσουμε, ότι καταλήστευσαν τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τα οποία έμεναν απ' έξω από το «μεγάλο φαγοπότι» και περιθωριοποίησαν όσους δεν ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με το αχρείο καθεστώς της κομματοκρατίας, της διαπλοκής, της μίζας και της ρεμούλας.  

Τότε τι πρέπει να κάνουμε; θα ρωτήσει κάποιος. Θα παραιτηθούμε από τους κοινωνικούς αγώνες, από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα; Η απάντηση είναι: Φυσικά όχι. ΄Ομως οι διεκδικητικοί αγώνες πρέπει να δείχνουν και την κατεύθυνση της αλλαγής, πρέπει να αναδεικνύουν άλλα πρότυπα από τα καταναλωτικά.

Εδώ θα πρέπει να επικεντρωθεί ο προβληματισμός.

Θα το κάνω ακόμη ποιο σαφές το πρόβλημα. Υπάρχει το αίτημα για μείωση των ωρών εργασίας και τίθεται το πρόβλημα της αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου.

Πριν φτάσουμε όμως στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, μπορούμε να αναρωτηθούμε, αν εκείνος που βρίσκεται μπροστά στο εφιαλτικό φάσμα της ανεργίας ή της απόλυσης, έχει χρόνο και διάθεση να σκεφτεί, τι θα κάνει με τον ελεύθερό του χρόνο. Θα αναγκαστεί απεναντίας να δεχτεί όχι μόνο την ελαχιστοποίηση της εργασίας, όταν έχει οικογένεια και παιδιά να θρέψει, αλλά και οποιαδήποτε μορφή και χρόνο εργασίας του προσφέρει ο εργοδότης, γιατί γνωρίζει ότι έξω από την πόρτα περιμένουν στρατιές Ελλήνων και μεταναστών, να του πάρουν τη θέση, γιατί οι τελευταίοι είναι σε χειρότερη κατάσταση.

Αλήθεια! Πιστεύουμε ειλικρινά (και δεν εξαιρώ και τον εαυτό μου) σ' αυτά τα συνθήματα και αυτά τα αιτήματα; Δεν είναι τελείως ανεδαφικά; Προσμένουμε ότι οι εργαζόμενοι θα συστοιχηθούν στις γραμμές μας, μόλις τους πούμε (προ πάντων οι βολεμένοι εργατοπατέρες) ότι ζητάμε γι' αυτούς μισθούς 1300 ευρώ κ.λπ.; Και γιατί να μη ζητήσουμε περισσότερα, δηλαδή 2000 ή 3000 χιλιάδες ευρώ. Απλώς δεν τα ζητάμε, γιατί το αίτημα για 1300 ευρώ είναι ρεαλιστικό, ενώ για 2 ή 3 χιλιάδες ανεδαφικό και απραγματοποίητο; Άλλοι πάλι ζητούν άλλα ποσά.

Τι θα γίνει με τον ελεύθερο χρόνο, για να πάμε και στην άλλη διάσταση του ελεύθερου χρόνου; Δε θα πρέπει να τον περιγράψουμε: Τι θα εξυπηρετεί και με ποιόν τρόπο θα υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο; Δηλαδή, φαίνεται να παίζουμε την κολοκυθιά!

Θα καθόμαστε περισσότερη ώρα στην τηλεόραση, για να απολαμβάνουμε, απομονωμένοι στον εαυτό μας, τα σκουπίδια των πολιτιστικών υποπροϊόντων που μας προσφέρει η Δύση ή εν πάση περιπτώσει ο οποιοσδήποτε; Θα περνάμε περισσότερη ώρα στα μπαρ και τις καφετέριες; Θα ανοίξουμε πάλι τα σκυλάδικα, που είχαν κατακλύσει την Ελλάδα επί «ευφορίας των ημετέρων» ; Πώς θα αξιοποιούμε τον ελεύθερο χρόνο μας, εκτός από την χρησιμοποίησή του για τα καταναλωτικά πρότυπα της καπιταλιστικής κοινωνίας; Τι έχει προβάλει η Αριστερά διαφορετικό από το καταναλωτικό πρότυπο; Ποιες κοινωνικές αξίες έχει αναδείξει και ποια παιδεία έχει διαμορφώσει έως σήμερα; Απλώς πώς θα καταστρέψουμε ότι υπήρχε στο παρελθόν (τη συλλογική μνήμη) και ότι υπάρχει σήμερα; Και με τι θα το αντικαταστήσουμε; ΄Η μόνο θα γκρεμίζουμε το παρελθόν, γιατί είναι παρωχημένο, βλαβερό, εθνικιστικό, σοβινιστικό, αντιδραστικό και συνεπώς άχρηστο και απορριπτέο; Δεν θα πρέπει να έχουμε κάτι να προτείνουμε; Κάτι που θα το έχουμε διαμορφώσει και δοκιμάσει ότι αξίζει να αποτελεί πρότυπο διαφορετικό από το παραδοσιακό και το καταναλωτικό; Ποια κοινωνία και με ποιες αξίες ανθρωπιστικές και άλλες, ποια οράματα θέλουμε να εμπνεύσουμε στην νεολαία; Μόνο την καταστροφή; Ποιος έχει διατυπώσει το περιεχόμενο και τη μορφή συγκεκριμένα μιας άλλης παιδείας, μιας άλλης κοινωνίας, διαφορετικής, αλλά ανώτερης σε ποιότητα από την υπάρχουσα; Αν θεωρήσουμε ότι παιδεία σημαίνει γενικά η μετάδοση του έως σήμερα αποκτημένου πολιτισμού; Και αυτός είναι ο ελληνικός πολιτισμός, τον οποίο πρέπει να απολυμάνουμε από τα εθνικιστικά και εθνοαποδομητικά χαρακτηριστικά, για να είναι ιδεατό πρότυπο; Θα καταργήσουμε αυτόν τον πολιτισμό; ΄Εχουμε στον «πολιτιστικό μας τορβά» κανέναν άλλο και δεν τον ξέρουμε;

Και τι θα βάλουμε στη θέση του; Πώς θα πείσουμε τον κόσμο επιπλέον ότι αυτά που λέμε, εφόσον τα λέμε, τα πιστεύουμε και τα κάνουμε πράξη και δεν είμαστε απλώς γραμματείς και φαρισαίοι; Που είναι και ποιο το παράδειγμα, για να παραδειγματίσουμε και τους νέους; Υπάρχει ή δεν υπάρχει αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα;[1]

Στραβός είναι ο γιαλός ή εμείς στραβά αρμενίζουμε; Το σκεφτήκαμε αυτό καθόλου; ΄Η εμείς έχουμε δίκαιο, αλλά οι άλλοι δεν μας καταλαβαίνουν. Κι αν παρ' όλα αυτά δεν μας καταλαβαίνουν, τι κάνουμε εμείς για να τους μεταπείσουμε; Μας ήρθε ποτέ, όταν συσκεπτόμαστε με τον εαυτό μας, ότι μπορεί να κάνουμε λάθος; Κι αν δεν κάνουμε λάθος, ποιος φταίει; Η πραγματικότητα; Είμαστε ευχαριστημένοι μαζί της; Είμαστε ευχαριστημένοι με τη διαφθορά και τη σήψη; Με τη συνεχιζόμενη διάλυση του κοινωνικού ιστού και της κοινωνικής συνοχής; ΄Εχουμε αντιστρέψει αυτή την παρακμιακή πορεία σε κάποιον τομέα, για να νιώσουμε έστω και μερική ικανοποίηση, ότι καλώς πράξαμε; Μήπως βρισκόμαστε σε λήθαργο ή σε κανέναν άλλο πλανήτη; ΄Η μήπως στρουθοκαμηλίζουμε; Και γιατί το κάνουμε αυτό; Από αυταρέσκεια, από αδιαφορία, από ανικανότητα, από σύγχυση ;

Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα μπαίνουν αδυσώπητα μπροστά μας και πρέπει να απαντήσουμε συγκεκριμένα και πειστικά, γιατί με αριστερισμούς και λαϊκισμούς και με συνθήματα, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε κανένα πλειοψηφικό ρεύμα για εναλλακτική πρόταση εξουσίας, τη στιγμή που δεν την έχουμε διαμορφώσει και δεν έχει γίνει βίωμα και συνείδηση.

Εκτός φυσικά, αν πιστεύουμε ότι η οικονομική αλλαγή στην κοινωνία λύνει όλα τα προβλήματα, εάν και όταν αυτό γίνει κάποτε δυνατό.

Χωρίς την ηθική, ιδεολογική και πολιτισμική ηγεμονία η Αριστερά, όπως έλεγε ο Γκράμσι με το δίκιό του, δεν έχει να αντιπαραθέσει τίποτε απέναντι στον καπιταλισμό. Και αυτό επενεργεί όχι μόνο συνειδητά, αλλά κυρίως υποσυνείδητα, γι' αυτό και ύπουλα. Δύσκολα να την εντοπίσεις, αν δεν έχεις διαπαιδαγωγηθεί σκληρά και δεν έχεις αγωνιστεί για να την εντυπώσεις και την καταπολεμήσεις συνειδητά. Χρειάζεται βαθιά κριτική και αυτοκριτική, σαν το νυστέρι, που κόβει τον καρκίνο, για να σωθεί το υπόλοιπο σώμα. Έχουμε αυτό το θεωρητικό και ιδεολογικό, ηθικό και πολιτισμικό νυστέρι για να κάνουμε την ανάλογη επέμβαση;

Δεν βλέπω προσωπικά να υπάρχει διαφοροποίηση στην πράξη της Αριστεράς από τα πρότυπα της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Αυτό είναι το δυστύχημα! Και όσο δεν το αντιλαμβάνεται και δεν το συνειδητοποιεί, δεν υπάρχει αλλαγή, δεν υπάρχει σωτηρία. Η κατάσταση θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Εκτός, αν όλα είναι ρόδινα και δε χρειάζεται καμία παρέμβαση. Αλλά ποια παρέμβαση, θα ρωτήσω πάλι; Εφόσον πιστεύουμε ότι αυτά που πράττουμε είναι τα σωστά και δεν βλέπουμε ότι η πραγματικότητα μας διαψεύδει συνεχώς;!

Θα αποτολμήσω με κάποια υπερβολή να διατυπώσω ένα διαφορετικό πρότυπο από το καταναλωτικό, το οποίο έρχεται σε σύγκρουση και αντιπαράθεση προς αυτό. Αποτελεί απλώς ένα παράδειγμα, ανάμεσα στα πολλά.

Τα αιτήματα μας θα πρέπει να εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, που θα έχει όμως κοινωνικό χαρακτήρα. Αυτό είναι σαφές. Αντί λοιπόν για αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων, συντάξεων κ.λπ. θα πρότεινα ως διεκδικητικό πλαίσιο αυτό, που εφάρμοσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός στον κοινωνικό τομέα, όχι όμως στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που τα καταπάτησε.

Δεν ήταν όλα λάθος στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Εξασφάλιζε ένα μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης και κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας. Του έλειπαν άλλα πράγματα που είχαν να κάνουν με τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών και την πολιτική ελευθερία. Είχαν κάνει το λάθος «οι υπαρκτοί σοσιαλιστές του ανύπαρκτου σοσιαλισμού» να καταστρέψουν ότι είχε πετύχει η γαλλική επανάσταση από τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα. Απλώς το αναφέρω για να μην υπάρξει παρανόηση. Παρεξήγησαν το τσάκισμα του κράτους με το τσάκισμα του πολιτισμού και των επιτευγμάτων του που προηγήθηκε στα θέματα των πολιτικών ελευθεριών, για ό,τι θετικό δηλαδή για την ανθρωπότητα είχε παραχθεί.

Θα ζητούσα να είναι όλα δωρεάν και δημόσια: Υγεία, παιδεία, ασφάλεια, κοινωνική πρόνοια, επικοινωνίες, φτηνά προϊόντα πλατειάς λαϊκής κατανάλωσης και μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή σε μισθούς και συντάξεις, ανάλογα με το ρυθμό και το επίπεδο ανάπτυξης. Προσπάθεια εργασίας για όλους, ειδεμή πρόνοια για τους ανέργους και εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως αυτή πραγματώνεται στα σκανδιναβικά κράτη.

Μπορεί να φανταστεί κανείς, τι αντίκτυπο θα δημιουργούσε, αν στα πανό και τα πλακάτ στις εκδηλώσεις της πρωτομαγιάς γράφαμε π.χ.: «Δεν θέλουμε, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, θέλουμε και διεκδικούμε δωρεάν δημόσια παιδεία, δωρεάν υγεία, δωρεάν μέσα μαζικής μεταφοράς, φτηνά βασικά αγαθά διαβίωσης» και ούτω καθεξής;

Αν εξασφαλίζαμε αυτά και άλλα σ' αυτό το πνεύμα, τότε δε θα χρειαζόταν να ζητάμε αυξήσεις μισθών και συντάξεων. Αυτά βέβαια, ως μερικά παραδείγματα και με υπερβολή και ως αντιδιαστολή προς τα καθιερωμένα, που εντάσσονται στην καπιταλιστική (νεοφιλελεύθερη) φιλοσοφία και πολιτική πρακτική.

Μεγαλύτερη συμμετοχή του πολίτη  στο χώρο εργασίας και στα κοινά και στη διαχείριση της ζωής του σ' όλα τα επίπεδα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Να μην αποφασίζουν οι λίγοι για τους πολλούς, αλλά, ει δυνατόν, όλοι για όλα. Περισσότερη δημοκρατία, σύμφωνα και με τη ρήση του Περικλή στον περίφημο επιτάφιο: «Το πολίτευμά μας λέγεται δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός».[2] ΄Ετσι θα ξέρει ο πολίτης ότι δεν έχει μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Γιατί ο ΄Ελληνας δυστυχώς έμαθε να απολαμβάνει, χωρίς να παράγει! Οι ΄Ελληνες εργαζόμενοι στην πλειοψηφία τους βολεύτηκαν στο δημόσιο και οι υπόλοιποι κοιτούν πως θα εκμεταλλευτούν, ως νέοι αφέντες, την εργασία των οικονομικών μεταναστών, που δυστυχώς καμιά ταξική συνείδηση δεν διαθέτουν. Και δεν υπάρχει προοπτική να την αποκτήσουν, γιατί κανένας δεν ενδιαφέρεται γι' αυτό. 

 Στο ευαγγέλιο λέγεται: «Και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάνν. 8.32-33)

Λέει αλλού η Εγκύκλιος του ΣΥΡΙΖΑ:

«Ως κεντρικά αιτήματα για τους εργαζόμενους θα θέσουμε τα εξής:

Να παρθούν μέτρα αντιμετώπισης της ανεργίας, αποτροπής των απολύσεων και προστασίας των ανέργων. Να μην περάσει το αντεργατικό μέτρο της μείωσης των ημερών ή ωρών εργασίας με αντίστοιχη μείωση των μισθών, 35ωρο χωρίς μείωση των αποδοχών. Να δοθούν ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, στις συντάξεις και στα επιδόματα ανεργίας. Κατώτερος μισθός 1300 ευρώ και κατώτατη σύνταξη στα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη. Κατάργηση των υπεργολαβιών και όλων των επισφαλών και ελαστικών μορφών απασχόλησης. Πλήρης, σταθερή και ποιοτική εργασία για όλους. Αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια και το περιβάλλον και για την άμεση προώθηση 100.000 προσλήψεων ανέργων σε αυτούς τους τομείς. Υπεράσπιση και διεύρυνση των εργασιακών, δημοκρατικών και συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας».

Υπάρχει κανείς που πιστεύει σε τέτοια αιτήματα, ως ρεαλιστικά και πραγματοποιήσιμα στις σημερινές συνθήκες και θα ακολουθήσει την αριστερά γι' αυτό; Θα προσληφθούν δηλαδή 100.000 άνεργοι,  καταμεσής της κρίσης, για να φέρουμε ένα παράδειγμα; Και ο ελεύθερος χρόνος και η μείωση των ωρών εργασίας και όλα αυτά είναι καλά και άριστα, αλλά χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις που δεν υπάρχουν και πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν από τον οποιοδήποτε φορέα αλλαγής. Η μείωση του χρόνους εργασίας τέλος δεν είναι αυτοσκοπός. Ευχόμαστε να μη συνεχίσουν οι απολύσεις και φθάσουν σε απίθανα και αβάσταχτα για την ελληνική οικονομία ποσοστά.

Έχουμε υπολογίσει ότι η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και στη ζώνη του Ευρώ μας εγκλωβίζει σε ορισμένες δεσμεύσεις, τις οποίες δεν μπορούμε να αποφύγουμε; Γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες αποφάσεις παίρνονται στις Βρυξέλλες και ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια μιας ανεξάρτητης δημοσιονομικής πολιτικής; Δεν θα έπρεπε μέσα στα πλαίσια και τα περιθώρια που μας αφήνει η πολιτική της σταθερότητας και του περιορισμού του δημόσιου χρέους και των άλλων υποχρεώσεων να αναζητήσουμε τις δυνατότητες μιας διεκδικητικής πολιτικής που να έχει ρεαλισμό και αντικειμενικότητα;

Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σταυρώσουμε τα χέρια μας και να περιμένουμε τον από μηχανής θεό, αλλά να αγωνιστούμε, ώστε να ανατρέψουμε τις αρνητικές συγκυρίες υπέρ των εργαζομένων. Για την εκπλήρωση του στόχου αυτού δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε συνθήματα και αιτήματα που θα οδηγήσουν σε απογοήτευση και απόγνωση και στο κάτω κάτω της γραμμής δεν διαφοροποιούνται και τόσο πολύ από τα αιτήματα του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, ακόμη και του ΛΑΟΣ (για επικοινωνιακούς και λόγους σκοπιμότητας).

Η Αριστερά πρέπει να έχει πρωτότυπες ιδέες και δημιουργικές.

Προτείνω για το λόγο αυτό τα ακόλουθα συνθήματα:

Δεν θέλουμε αυξήσεις, διεκδικούμε δωρεάν παιδεία και δωρεάν υγεία.

Δεν θέλουμε αυξήσεις, διεκδικούμε φτηνά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης.

Δεν θέλουμε αυξήσεις, διεκδικούμε φτηνά μέσα μαζικής μεταφοράς.

Δεν θέλουμε αυξήσεις, θέλουμε φτηνό ρεύμα και φτηνό νερό.

Θέλουμε δημόσια και δωρεάν όλα τα κοινωνικά αγαθά που παράγουμε.

Δεν θέλουμε επιδόματα ανεργίας και ελεημοσύνες, θέλουμε δουλειά.

Δεν θέλουμε ακρίβεια και αισχροκέρδεια, θέλουμε φτηνά δημόσια αγαθά.

Δεν θέλουμε αυξήσεις. Μας αρκεί η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή.

Δεν θέλουμε αυξήσεις. Μας αρκεί η δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.

Δεν θέλουμε αυξήσεις. Δεν θέλουμε και εκμετάλλευση του ιδρώτα μας


 


Στα θέματα που θίγω, υπάρχει μια πολύ καλή ανάλυση του Δημήτρη Κατσορίδα, που θα άξιζε κάποιος να ενσκήψει στον προβληματισμό που αναπτύσσει. Αφορά το καινούργιο του βιβλίο με τίτλο: «Η Αντι-Ηγεμονία», εκδόσεις Καμπύλη/Ρωγμή, Αθήνα 2009, όπου αναπτύσσει όλη την επιχειρηματολογία στο πρόβλημα της εναλλακτικής πρότασης εξουσίας της Αριστεράς. Παρ' όλες τις διαφορετικές μας εκτιμήσεις, υπάρχει, έστω με διαφορετική προσέγγιση, το θέμα της ηθικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, όπου βασικά εντοπίζουμε και οι δυο μας την μεγάλη της κρίση.

Θουκυδίδου, Ιστορίας Β΄ (37 – 39).

Για περισσότερα στο θέμα: Βλ. τη μελέτη μου: «H σοσιαλιστική εναλλακτική  πρόταση εξουσίας», που είναι αναρτημένη στο ιστολόγιό μου: damonpontos.gr