Γράφει ο Βάιος Φασούλας

 

Στο κομπόδεμα του ξένου η ελπίδα, η προσδοκία και το μεγάλο «όνειρο» δεμένο σφιχτά με το σχοινί της ματαιοδοξίας περιμένει την πραγματοποίησή του!!

 

«Αχ! Νάξερα!» είναι ο τίτλος ενός αξιόλογου βραβευμένου μυθιστορήματος του Κεφαλλονίτη, Γαβριήλ Παναγιωσούλη, του οποίου στις 06 Νοεμβρίου του 2002 μεταξύ άλλων σημείωνα: «Το βιβλίο του Γαβριήλ Παναγιωσούλη αναμφιβόλως είναι φορτωμένο από μια ποικιλόμορφη περιπέτεια, βουτηγμένη στην εφήμερη αγωνία και στην αβεβαιότητα για το άγνωστο, μια περιπέτεια χωρίς αρχή και τέλος με μοναδικό στόχο και σκοπό το κυνήγι ενός «ονείρου…».

Για ένα κυνήγι ενός «ονείρου» τράβηξε πολλές φορές το «σπάγκο» να το φέρει κοντά του, μα εκείνο …σαν «όνειρο» πάντα ξέφευγε ή διαλύονταν έτσι που πέθαινε η ελπίδα μιας ημέρας για να φέρει η επομένη μια άλλη, κι εκείνη, στη συνέχεια, να χάνεται και να σβήνει». 

Αχ! Να ξέρατε τη δική μου χαρά όταν, πέρα από την άλλη άκρα του Πλανήτη, έφτασε στο σπίτι μου ένα νέο έργο του Γαβριήλ Παναγιωσούλη, υπό τον τίτλο «Θαλασσινά Πεζοδρόμια» το οποίο είναι χωρισμένο σε δυο ενότητες(Α και Β Μέρος) ενώ τα ποικίλα και πολύμορφα διηγήματά του τοποθετημένα σε άριστη διάταξη, δίνουν ένα ολοκληρωμένο έργο ξεκούραστο και ευχάριστο, χωρίς «κενά», με πολλά κοινά, προβληματισμούς και προπάντων εμπειρίες που ξεκινούν από τα μικρά του χρόνια μέχρι σήμερα.

Ήρωες, λαοί και Χώρες, ταξίδια και τροπικά λιμάνια, εξωτικές διηγήσεις, περιπέτειες και περιηγήσεις, αντάμωμα ανθρώπων και πολιτισμών, φυσικές συνθέσεις και πολύμορφες αντιπαραθέσεις μέσα από αγνές και αμαρτωλές ερωτικές απολαύσεις, εκεί που το γυναικείο κορμί προσκυνά το «χρυσό» θεό, που επικρατεί και παρανομεί.

«Τι ζητούσα;» Διερωτάται ο συγγραφέας στη σελίδα 53. «Μια τρυφερή ψυχή, ένα άνοιγμα καρδιάς, μια κουβέντα αγάπης, μια ρομαντική ύπαρξη, ένα λουλούδι, ένα γιασεμί, μια ντροπαλή ματιά, αντί αυτών συναντούσα γυναίκες, γυναίκες, γυναίκες. Πλάσματα άγνωστα, σώματα προσφερόμενα, υστερόβουλα, τα έκανα πέρα, βαρεμένος περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα…»

Και αλλού ο Κεφαλλονίτης συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη μια ξέχωρη γεύση του αγοραίου έρωτα: «Ξέρεις…,» μου λέει…, «έχουμε συνεννοηθεί ο άνδρας μου κι εγώ, αυτός στα βαπόρια κι εγώ εδώ να δουλέψουμε για λίγο ακόμα και μετά να πάμε στην Αμερική. Τι λες, έρχεσαι να κοιμηθούμε μαζί απόψε;» Και ο δημιουργός του έργου της απαντά: «Δεν παίρνεις καλύτερα τον καπετάνιο, αυτός έχει πιο πολλά λεφτά». (Από τη σελίδα109).

Ρηξικέλευθος, ταξιδευτής και κοσμοπολίτης με την ασίγαστη σκαπάνη του δεν έπαψε στιγμή να σκαλίζει τα δώθε και τα πέρα και να εξωτερικεύει τα πάθια του. Στο νέο του βιβλίο, «Θαλασσινά Πεζοδρόμια» παρουσιάζει ένα ψηφιδωτό ανακατεμένο από νερό και χώμα, με το χτες, το σήμερα και το αύριο, θα τον δει κανείς με τη σκαπάνη στον ώμο του σαν εξερευνητή να βρίσκεται απανταχού στα «ξερά» και στα «θαλάσσια πεζοδρόμια», στα παλιά και στα τωρινά και να στοιβάζει λογοτεχνικά έργα, ποιήματα και αναρίθμητα διηγήματα μακριά απ’ την ανθρώπινη φαντασία.

Όλα αυτά τον καθιστούν άξιο εργάτη της πέννας και του λόγου, ακούραστο, αειθαλή, επίμονο και στοχαστή που κρατά τον αναγνώστη στις Θερμοπύλες της ανάμνησης, καθηλώνοντάς τον στην περιπέτεια που αναμιγνύεται με την… «αλμύρα της θάλασσας, στον αφρό των κυμάτων, στο άπειρο του ουρανού, στη λάσπη των λιμανιών, στην καταπράσινη ζούγκλα…» όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογό του       

Πολύπλευρος, πολυτάλαντος και ανήσυχος απ’ το γρήγορο πέρασμα του χρόνου συγγραφέας, στόχος του είναι η πηγαία εξωτερίκευση των συμβάντων που έζησε και αφτιασίδωτα να μας τα μεταφέρει. Αυτή είναι η επιθυμία του και ο στόχος του να προλάβει την καταγραφή τους, όχι για να εισπράξει ένα «μπράβο» (αυτό ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης το έχει ήδη εισπράξει)αλλά να αφήσει μια πνευματική παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές όχι μόνο για να μάθουν, αλλά να μιμηθούν τους πνευματικούς τεχνίτες των διάσπαρτων οάσεων της ελληνικής διασποράς και με δικά τους συγγράμματα να μην επιτρέψουν ποτέ και με τίποτα το ελληνικό πολιτιστικό κεφάλαιο να κλείσει.

Ας περιορίσω τον ίστρο μου…, αλλά όποιος ασχοληθεί με το έργο του Γ. Παναγιωσούλη αυτό θα του συμβεί. Πριν κλείσω θα ήθελα να αναφερθώ με λίγα λόγια και στα πέτρινα χρόνια της κατοχής όπου ο συγγραφέας έζησε. Μικρές ιστορίες κινηματογραφικού ρου περνούν μπρος από τα μάτια του αναγνώστη, εικόνες παραστατικές που ξεδιπλώνουν τα πάθια της εποχής, που έντρομα αντιμετωπίζει ο μικρός ήρωας της πείνας, έτσι που να διερωτάται ο νεοέλληνας αν πράγματι αυτά συνέβησαν.

Στο ενσωματωμένο έργο του, «Θαλασσινά Πεζοδρόμια» μεταξύ των πολλών διηγημάτων του, συμπεριλαμβάνεται και «Το Μπλε Τριαντάφυλλο» στο οποίο σκιαγραφεί μια επιθυμία, ένα όνειρο, προερχόμενο απ’ το αδυσώπητο μαρτύριο της πείνας, που στην μαύρη κατοχή επικρατούσε: «Ίσως να πραγματοποιείτο το όνειρό μου, ένα όνειρο να μπορούσα να χορτάσω κάποτε, να φάω όσο ήθελα και το φαγητό που ονειρευόμουν ήταν γάλα βραστό με αλάτι, να μουσκεύω ψωμί μέσα, να το τρώω και να γελάω…».

Κι όταν μια φορά τον έστειλε η μάνα του, μοδίστρα, σε μια συγχωριανή κυρία να της πάει ένα φουστάνι, για τον κόπο, η κυρία τον ευχαρίστησε δίνοντας: «Να, πάρε» μου λέει και μου δίνει ένα κομμάτι ψωμί. Η γλώσσα μου άρχισε να υγραίνει, το σάλιο μου έτρεχε απ’ τα άκρα των χειλιών μου, η ανάσα μου κόντευε να κοπεί απ’ την αδημονία της δαγκωματιάς που θα έδινα στη σάρκα του ψωμιού. Έχωσα τα δόντια μου, έκοψα μια τόσο μεγάλη μπουκιά, παρ’ ολίγο να πνιγώ, ένα μπλε-πράσινο χρώμα άνθισε μπρος στα μάτια μου, στην αρχή μου φάνηκε ότι ήταν ένα μπλε παντεσπάνι, μετά σα να ήταν ένα μπλε τριαντάφυλλο, αυτό που ζητούσε να βρει ο φτωχός Βεδουίνος Σινμπάδ στους Αραβικούς μύθους. Το κοίταξα καλλίτερα, ήταν μούχλα. Το έφαγα επί τόπου, τι κι αν ήταν μουχλιασμένο; Νόμισα ότι είχα βρει την πηγή της νιότης, το αθάνατο νερό, το μπλε τριαντάφυλλο…»

Αλλού θα τον δούμε να παλεύει με το χτικιό της πείνας μέσα από μια χαρά γάμου, που εξελίχθηκε σε τραγωδία αλλάζοντας το σκηνικό της χαράς…, «παρατηρούσα τους πάντες, κανένας δε μου έδινε σημασία, είχα πάει τα στέφανα σ’ ένα γυάλινο δίσκο, φορούσα και τα  καλά μου γυρισμένα από την ανάποδη για να φαίνονται καινούργια. Οι καλεσμένοι διαλύθηκαν, τη χαρά τη διαδέχτηκε ο θρήνος, κρίμα, έφυγα, δεν πρόλαβα ούτε να φάω, πήγα σπίτι νηστικός, από τότε αποτυπώθηκαν στα παιδικά μου μάτια ο δίσκος με τα στέφανα, πιτσιλισμένος με σταγόνες αίματος κι εγώ να χάνω την ευκαιρία να φάω, να χορτάσω». (σελ. 24).

Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, παρελαύνουν παραστατικές, ανεπανάληπτες εικόνες ενορχηστρωμένες με όλα τα δεινά της κατοχής πλαισιωμένες και με αθώο παιδικό χιούμορ και μεταφέρονται άφτιαχτες στο σήμερα. ¨

«Η ζωή του καταγράφεται σαν μια περιπέτεια, που ξεκίνησε απ’ το νησί του και συνεχίστηκε σε τόπους μακρινούς. Έζησε στη θάλασσα για 12 χρόνια ως ναυτικός, οχτώ χρόνια στην Κεντρική Αμερική, Γουατεμάλα, για να καταλήξει το 1970 στη Νέα Υόρκη, όπου ζει σήμερα με την οικογένειά του. (Από βιογραφικό του σημείωμα.)  

Αυτός είναι ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης, ένας από τους μικρούς ήρωες της πέτρινης εποχής, ο θαλασσοδαρμένος απ’ τα «Θαλασσινά Πεζοδρόμια» στα δώθε και στα κείθε, ο αγκυροβολημένος στη στεριά της Νέας Υόρκης, εκεί όπου τα όνειρα δεν «καταδέχονται» να έρθουν ούτε στον ύπνο μας.

Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης, εκτός των συγγραφικών του δραστηριοτήτων, ήταν ένα από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας» για την «Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων» (ΕΕΛΣΠΗ) και αποσπάσματα από τα έργα του περιλαμβάνονται στα τέσσερα συλλογικά βιβλία που κυκλοφόρησαν από την ΕΕΛΣΠΗ.

Γ. Παναγιωσούλης 2718 Gifford AveBronx, New York 10465  Gabrielkp@aol.com