Ο καλός μου φίλος Φοίβος Νικολαίδης είχε την καλoσύνη να μου στείλει το παρακάτω άρθρο του Τουρκοκύπριου oικονομολόγου Σερντάρ Ατάϊ σχετικά με τους εποίκους που έφτασαν στην κατεχόμενη Κύπρο μετά τον Ιούλιο του 1974. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ν' ακούσουμε την άλλη πλευρά.

Οι Τουρκοκύπριοι και το αίνιγμα των εποίκων
Σερντάρ Αταΐ
«Η Αϊσιέ μπορεί να πάει διακοπές!». Αυτό ήταν το σύνθημα, για το πράσινο φώς και την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης από την Τουρκία το 1974.

Αναμφίβολα, για τους Τουρκοκυπρίους τότε ήταν μια επιχείρηση διάσωσης. Τα χρόνια όμως πέρασαν και έγινε ξεκάθαρο ότι η επιχείρηση δεν ήταν και τόσο αθώα. Είχε μια ευρύτερη επικάλυψη, ήταν ένα σχέδιο κατάλληλα φτιαγμένο έτσι που όλη σχεδόν η ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων (μαζί με τα αισθήματα και τις σκέψεις τους) να κρατηθούν σε ομηρία.

Τα πρώτα δύο χρόνια έγιναν εξαναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμού από την Τουρκία στη βόρεια Κύπρο. Το πρόσχημα που δόθηκε από την Τουρκική κυβέρνηση ήταν η κάλυψη των αναγκών σε εργατικό δυναμικό στην κτηνοτροφία, παρόλο που δεν υπήρχε πραγματικά μια τέτοια ανάγκη.
Οι πύλες του βορρά άνοιξαν διάπλατα σε όλους από «την ηπειρωτική πατρίδα». Η γη που αρπάχθηκε από τους πρόσφυγες Ελληνοκύπριους διαμοιράστηκε δωρεάν στους έποικους μετά την άφιξη τους. Τα ονόματα των χωριών στη βόρεια Κύπρο αντικαταστήθηκαν με καινούργια ονόματα, σύμφωνα με την ονομασία των τόπων καταγωγής του πληθυσμού στην Τουρκία.

Τη δεκαετία του '80, είχαμε απλά άνεργους από την Τουρκία. Ήταν έτοιμοι να εργαστούν για το μισό μισθό χωρίς καμιά επίγνωση για κοινωνικά δικαιώματα. Μια μικρή οικονομία, με σπάνιες υπαλλακτικές πιθανότητες εργασίας είχε περιορισμένη δυνατότητα προσφοράς εργασίας. Τότε οι αχόρταγοι μεσαίοι και μεγάλοι επενδυτές επέλεξαν την απασχόληση των εποίκων για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος. Οι Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι αποκλείονταν αυτόματα από την αγορά εργασίας. Οι νεαροί που δεν ήθελαν να ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν.

Η ίδια εισροή εργατών από την Τουρκία συνεχίστηκε και την δεκαετία του '90. Κατά την περίοδο εκείνη και μετά, εκτός από την έξοδο των Τουρκοκύπριων αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης από την χώρα, οι Κύπριοι σπουδαστές των Τουρκικών πανεπιστημίων επέλεγαν να εγκατασταθούν στις εκμοντερνισμένες πόλεις της Τουρκίας μετά την αποφοίτηση τους.
Παράλληλα, οι κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και ο οικοδομικός τομέας επεκτάθηκαν και αυξήθηκαν ραγδαία το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000. Το αποκορύφωμα έφτασε με την εισαγωγή του σχεδίου Ανάν το φθινόπωρο του 2002, προκαλώντας μια απότομη αύξηση στη ζήτηση για ειδικευμένο και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Το μεταναστευτικό ρεύμα από την νοτιοανατολική Ανατολία προς πιο ανεπτυγμένες πόλεις της Τουρκίας, τώρα στρέφονταν προς τη βόρεια Κύπρο. Για αυτούς ήταν ένα ασφαλισμένο καταφύγιο με καλές ευκαιρίες απασχόλησης και σήμαινε πολλές ελευθερίες που δεν μπορούσαν να απολαύσουν στην πατρίδα τους.

Οι νέες αφίξεις στοίχησαν τις εργασίες των Τουρκοκυπρίων εργατών στον οικοδομικό τομέα οι οποίοι με τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, εκμεταλλεύτηκαν την ελευθερία διακίνησης και εργοδοτήθηκαν στον νότο. Στην απουσία ικανού εγχώριου εργατικού δυναμικού, οι κάτοικοι στο βορρά αναγκάστηκαν να εργοδοτούν εποίκους σε υπηρεσίες υποδεέστερες σε ποιότητα και πιο ακριβές από αυτές που ήταν συνηθισμένοι.

Κάποιοι έποικοι παραπονούνται αβάσιμα ότι τους μεταχειρίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και ότι οι Τουρκοκύπριοι τους υποβαθμίζουν. Το αντίθετο συμβαίνει αφού, η Τουρκική Πρεσβεία και ο στρατός πάντοτε υποστηρίζουν κατά προτεραιότητα τους υπηκόους τους με απευθείας επιδοτήσεις και κίνητρα. Γι' αυτό και η πλειοψηφία τους έχει επιδοτηθεί με ένα τρόπο που ούτε τον φανταζόταν.
Φυσικά, η οικονομική βοήθεια από την Τουρκία συνέπιπτε γενικά με τις περιόδους εκλογών. Και οι παρεμβάσεις στις ψήφους των εποίκων διαμόρφωναν ανελλιπώς το πολιτικό σκηνικό.

Αν θα ανοίξουμε μια δημόσια συζήτηση για υπηκοότητες δεύτερης κατηγορίας, στην πραγματικότητα οι Τουρκοκύπριοι υποκείμεθα σε διακρίσεις σε διάφορα μέτωπα:
– Είμαστε αριθμητικά δραματικά λιγότεροι στη δική μας πατρίδα.
– Η πολιτική μας θέληση παραμερίζεται ολοφάνερα
– Τα κοινωνικά μας δικαιώματα επισκιάζονται βίαια
– Η πολιτιστική μας κληρονομιά υπόκειται σε συστηματική εκμετάλλευση
– Ταλαιπωρούμαστε από τη συνεχή σύγκρουση νοοτροπίας στην καθημερινή ζωή και
– Είμαστε ζωντανοί μόνο από τύχη με τα πολύ ψηλά επίπεδα εγκληματικότητας που εισάγεται από την Τουρκία.

Ποτέ δεν έχει διεξαχθεί έρευνα που να αναλύει τις επιπτώσεις της μετακίνησης πληθυσμού από την Τουρκία στη βόρεια Κύπρο.
Μερικές εκθέσεις εκπονήθηκαν από ερασιτέχνες ή τσαρλατάνους, απλά πιθανολογούν και δεν μπορούν να δώσουν επιστημονικά στοιχεία και υγιή αξιολόγηση αυτού του βαθιά ριζωμένου προβλήματος. Μην ακούτε προκατειλημμένους και υπερόπτες ξένους απεσταλμένους που μας λένε να «μην διογκώνουμε το πρόβλημα» και μας συμβουλεύουν πώς να ενσωματώσουμε τους «μετανάστες» με τους «ντόπιους». Διερωτώμαι αν οι μεγαλειότητες τους θα μπορούσαν να συμπεριφερθούν με τέτοιο «ανθρωπιστικό» τρόπο, αν αντιμετώπιζαν ένα πληθυσμό εποίκων τρεις φορές πιο μεγάλο από το ντόπιο πληθυσμό στις χώρες τους.

Το Φεβρουάριο 2007, ανακοινώθηκαν από τον Φερντί Σαπίτ Σογιέρ τα επίσημα αποτελέσματα της απογραφής πληθυσμού του 2006 στη βόρεια Κύπρο. Στην ομιλία του προς το κοινό, έδωσε τον αριθμό του de facto πληθυσμού ως 265.100. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, έκανε δήλωση σε μια από τις ομιλίες του λέγοντας έμμεσα ότι ο de facto πληθυσμός μας είναι γύρω στις 500.000. Ποιος έδωσε το σωστό αριθμό;
Οι δρόμοι έχουν φωνή και αυτό που νιώθουμε στους δρόμους δικαιολογεί τον αριθμό που δόθηκε από τον κύριο Ταλάτ. Ωστόσο η απογραφή σε αυτό τον τόπο είναι μια λεπτή εργασία που πρέπει να αναληφθεί από εμπειρογνώμονες διεθνούς κύρους.

Επομένως, καλούμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πληθυσμού του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Γραφείο Εκδημοκρατικοποίησης θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη, να αναλάβουν και να στείλουν μια ομάδα, για να διερευνήσει, να τεκμηριώσει και να δημοσιεύσει αξιόπιστα στοιχεία για την αλλαγή στη δημογραφική δομή και τις επιδράσεις της στο βορρά.

Με την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, τα διαπραγματευόμενα μέρη υιοθέτησαν μια γρήγορη αλλά λανθασμένα αυθαίρετη προσέγγιση σε καταπάτηση των διεθνών συμβάσεων.
Στο πλαίσιο των παγκοσμίων συμβάσεων, θα θέλαμε να ανακαλύψουμε ποιος είναι ποιος και να προσδιορίσουμε τα άτομα που δικαιούνται υπηκοότητα και δικαίωμα ψήφου.
Ως ιδιοκτήτες της χώρας, έχουμε δυστυχώς ηττηθεί από τους παραθεριστές. Όμως η αξιοθαύμαστη εξέλιξη των τελευταίων 60 χρόνων στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας των βασικών ελευθεριών, μου επιτρέπει να αντλώ κουράγιο για να αγωνιστώ για το δικαίωμα μας να υπάρχουμε.
«Μη βία ή μη ύπαρξη», είπε ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ Τζούνιορ πριν από τέσσερεις δεκαετίες. Ως μέλος του γηγενούς πληθυσμού που βρίσκεται υπό απειλή επικείμενης εξαφάνισης, ασκώ με τον τρόπο αυτό λίγη «μη βίαιη» πίεση μέσω της ελευθερίας σκέψης για να υποστηρίξω το δικαίωμα μας να υπάρχουμε. Ελπίζω να υπάρχει κάποιος διεθνής παίκτης αρκετά ευαίσθητος για να ακούσει το μήνυμα που διαβιβάζω.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά στην εφημερίδα Cyprus Mail.