του Δαμιανού βασιλειάδη, εκπαιδευτικού


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ

1.      Οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, όποιο και να είναι το αποτέλεσμά τους, δεν αναμένεται να προσφέρουν διέξοδο για τη χώρα από την πολύπλευρη κρίση της.

2.      Η εγνωσμένη αποτυχία των Κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας δεν αρκεί για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν πείθει ότι διαθέτει εναλλακτική πρόταση εξουσίας.

3.      Η πολυδιάσπαση της Αριστεράς και η εσωστρέφειά της ουσιαστικά την εξουδετερώνουν ως δυνάμει παράγοντα λύσης του πολιτικού και κυβερνητικού προβλήματος.

 

4.      Σε περίπτωση που το πρώτο κόμμα, που όλα δείχνουν ότι θα είναι το ΠΑΣΟΚ, δεν καταφέρει να κατακτήσει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι ελπίδες του να σχηματίσει Κυβέρνηση θα στραφούν είτε στους Οικολόγους Πράσινους, εφ' όσον  μπουν στη Βουλή, είτε σε προσδοκώμενες αποσκιρτήσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση υπερίσχυσης της ΝΔ θα ήταν ‘φυσιολογική' η συνεργασία της με τον ΛΑΟΣ, άσχετα αν οι προεκλογικές σκοπιμότητες οδηγούν τον Καραμανλή να αποκλείει το ενδεχόμενο.

5.      Οι μικρότερες πολιτικές δυνάμεις θα είναι πολύ δύσκολο να σπάσουν το φράγμα του 3% της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης με δεδομένες τις συνθήκες διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα και ιδιαίτερα το καθεστώς της κρατικής χρηματοδότησης και της διάθεσης τηλεοπτικού χρόνου στα κόμματα.

6.      Πολλά θα εξαρτηθούν από τον βαθμό συμμετοχής στις εκλογές και γι αυτό είναι παρακινδυνευμένη η οποιαδήποτε πρόβλεψη για το αποτέλεσμα. Με τα σημερινά δεδομένα βέβαια φαίνεται πολύ δύσκολο να ανατραπεί το μεγάλο προβάδισμα που δίνουν όλες οι δημοσκοπήσεις στο ΠΑΣΟΚ αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως έδειξαν και οι ευρωεκλογές, αυτό δεν οφείλεται στην άνοδο του τελευταίου όσο στην μεγαλύτερη αποσυσπείρωση της Νέα Δημοκρατίας.

7.      Ελλείψει σοβαρής προγραμματικής αντιπαράθεσης, η επιλογή του Καραμανλή να δώσει στις εκλογές προσωπικό χαρακτήρα επιλογής υποψηφίου Πρωθυπουργού με κριτήρια επάρκειας και υπευθυνότητας μπορεί να είναι  σωστή επικοινωνιακά, λόγω της υπεροχής του έναντι του Παπανδρέου ως «καταλληλότερου», αλλά ασφαλώς δεν αρκεί για να αναστρέψει τη φθορά που υπέστη το κυβερνών κόμμα από την εμπλοκή του σε σκάνδαλα, την ανικανότητά του να πατάξει τη διαφθορά και να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, τόσο τα δημοσιονομικά όσο και εκείνα της ‘πραγματικής' οικονομίας. Το προηγούμενο άλλωστε της ήττας του επίσης «καταλληλότερου» Σημίτη το 2004 είναι νωπό.


 

 

ΤΙ  ΔΙΑΚΥΒΕΥΕΤΑΙ

Το πρώτο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση που θα προκύψει από τη νέα Βουλή είναι η οικονομική κρίση. Η κατάρτιση και ψήφιση προϋπολογισμού, η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εξασφάλιση παράτασης για τη μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ και η χρηματοδότηση του τελευταίου με την έκδοση κρατικών ομολόγων είναι τα πρώτα μέτωπα. Φραστικά, οι διαφορές μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μεγεθύνονται από τους ρόλους Κυβέρνησης και Αντιπολίτευσης στους οποίους εναλλάσσονται, στην πράξη όμως έχουμε να κάνουμε με παραλλαγές της ίδιας βασικά οικονομικής πολιτικής, οπότε μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον προϋπολογισμό έχει η εκτέλεσή του και ειδικότερα η δυνατότητα συγκράτησης των καταναλωτικών δαπανών και η περιστολή της φοροδιαφυγής.  Είναι αμφίβολο ότι μια Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα τα κατάφερνε καλλίτερα επ αυτού από τις Κυβερνήσεις της ΝΔ, αν και είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα τα κατάφερνε χειρότερα! Στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (ΔΕΚΟ, εργασιακά, ασφαλιστικό κλπ) οι διαφορές των δύο κομμάτων είναι πολύ μικρότερες απ' όσο αναδεικνύονται μέσα από το κοινοβουλευτικό και τηλεοπτικό ‘παιχνίδι'.   Αν όμως η ΝΔ είναι ο ‘γνήσιος' εκφραστής του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, το ΠΑΣΟΚ είναι εκ των πραγμάτων σε καλλίτερη θέση να τον εφαρμόσει -έστω και σε σοσιαλφιλελεύθερη (αγγλοαμερικάνικη) παραλλαγή- διότι μπορεί να ελέγξει καλλίτερα τον κρατικό μηχανισμό και το συνδικαλιστικό κίνημα από κυβερνητικές θέσεις ενώ φαίνεται ότι έχει και τις ευλογίες της Ουάσιγκτων και του Λονδίνου.  Εκεί όμως που θα κριθεί τελικά η οικονομική πολιτική της όποιας κυβέρνησης είναι στο πεδίο της ανάπτυξης και αυτό προϋποθέτει επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές. Προϋποθέτει κατ' αρχήν πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, περιστολή της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, τιθάσευση του δημοσίου χρέους και χαμηλά επιτόκια χορηγήσεων, δηλαδή σπάσιμο του τραπεζικού και χρηματιστικού καρτέλ που καρπούται τη μερίδα του λέοντος της υπεραξίας που παράγεται στον τόπο μας.  Επ' αυτού δεν μπορεί βέβαια να περιμένει κανείς πολλά ούτε από το ΠΑΣΟΚ ούτε από τη ΝΔ. Σε τελευταία ανάλυση το ζήτημα είναι ασφαλώς ποιος θα πληρώσειδεννα εφαρμόσει την απεχθή οικονομική  πολιτική των αφεντικών -με ή χωρίς αναισθητικό. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για μια πιθανή Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ -αυτοδύναμη ή μη- ενώ στη δεύτερη για μια -λιγότερο πιθανή- Κυβέρνηση ΝΔ-ΛΑΟΣ, με τουλάχιστον αμφίβολες προοπτικές. Υπάρχει βέβαια πάντα η πιθανότητα μιας Κυβέρνησης ‘μεγάλου συνασπισμού' ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, που επιδιώκουν διακαώς από καιρό οι πιο ‘επιθετικοί'  κύκλοι του κεφαλαίου, η οποία, εκτός του ότι φαίνεται ‘τεχνικά' σήμερα πιο πιθανή παρά ποτέ, έχει και το πρόσθετο πλεονέκτημα της προοπτικής αποφυγής νέων εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο, εφόσον θα ήταν οξύμωρο -και ασυγχώρητο- τα δύο κόμματα, ενώ συγκυβερνούν, να διαφωνήσουν στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. για την έξοδο από την οικονομική κρίση: το κεφάλαιο ή ο λαός; Αυτό όμως -δυστυχώς- διακυβεύεται και μόνο ρητορικά θα τεθεί -από τα κόμματα της αριστεράς- στις προσεχείς εκλογές. Υπό τους επικρατούντες πολιτικούς συσχετισμούς, το μόνο που όντως διακυβεύεται στο οικονομικό πεδίο είναι αν θα προκύψει Κυβέρνηση ικανή

Η οικονομία αναμφισβήτητα θα δεσπόσει στον προεκλογικό αγώνα, επισκιάζοντας την ανάγκη διατύπωσης μιας συνολικής εθνικής στρατηγικής με πρώτιστο μέλημα την ασφάλεια, πράγμα που σημαίνει αφ'ενός την ανασυγκρότηση του Κράτους και την άσκηση αποτελεσματικής κοινωνικής (και μεταναστευτικής) πολιτικής  και αφ ετέρου την ενίσχυση της άμυνας και την ανάταξη της εξωτερικής πολιτικής. Φαντάζει παράδοξο μια χώρα όπως η Ελλάδα, που περιβάλλεται από επιθετικούς γείτονες, με προεξάρχουσα την Τουρκία, που διεκδικούν  εδάφη, κυριαρχικά δικαιώματα, εθνικές μειονότητες ονομασίες και περιουσίες και αναγκάζεται να δαπανά για στρατιωτικούς εξοπλισμούς πολλαπλάσιο ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με όλους τους ευρωπαίους εταίρους της, να υποβαθμίζει η ίδια, μέχρις εξαφανίσεως, τα εθνικά θέματα από τον ‘επίσημο' δημόσιο διάλογο  και μάλιστα τη στιγμή που κλιμακώνονται οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο, εν όψει της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Δεκέμβριο, όπου θα αξιολογηθεί η Τουρκία και θα κριθεί το μέλλον των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων!  Έχουμε να κάνουμε, χωρίς υπερβολή, με μια συνομωσία σιωπής στην οποία μετέχουν όλα ανεξαιρέτως τα κοινοβουλευτικά κόμματα και όλο το σύστημα διαπλοκής που έχει εκμαυλίσει την δημόσια ζωή του τόπου. Τόσο στα ελληνοτουρκικά (και ευρωτουρκικά) όσο και στο «μακεδονικό» οι θέσεις των κομμάτων αυτών ουσιαστικά συγκλίνουν (ακόμα και ο ΛΑΟΣ πρόσφατα συμμορφώθηκε χαμηλώνοντας τους τόνους) σε μια σύγχρονη εκδοχή της ‘άψογης στάσης' την οποία έχουμε ακριβοπληρώσει κατά το παρελθόν. Κατευναστική προς την Τουρκία και υποχωρητική προς τα Σκόπια, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις που γίνονται, μάλλον για εσωτερική κατανάλωση, η συναινετική εξωτερική ‘μας' πολιτική ευθυγραμμίζεται απολύτως με τις επιταγές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ακόμη και όταν τούτο προδήλως δεν υπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα (πχ. στρατηγεία ΝΑΤΟ) ή βρίσκεται σε κατάφωρη αναντιστοιχία με το λαϊκό αίσθημα («μακεδονικό»). Απέναντι στις κλιμακούμενες προκλήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο η Αθήνα σιωπά ή ψελλίζει τετριμμένα στερεότυπα μαθήματα καλής συμπεριφοράς, περιμένοντας κάποια «ανταπόκριση», έστω στο παρά πέντε, για να σώσει τα προσχήματα και να μην υποχρεωθεί να προκαλέσει κρίση τον Δεκέμβριο στην Στοκχόλμη…. Η αμηχανία της  απέναντι στην Άγκυρα πουθενά δεν είναι τόσο έκδηλη όσο στην φραστική εμμονή της υπέρ της «πλήρους ένταξης» της Τουρκίας στην ΕΕ παρά το ότι όλα δείχνουν ότι οδηγούμεθα προς μια «ειδική σχέση». Είναι σαφές πια ότι η «πλήρης ένταξη» είναι ανέφικτη αλλά και ανεπιθύμητη και είναι ακατανόητο γιατί δεν σπεύδει η Ελλάδα, με δεδομένη τη μη συμμόρφωση της Τουρκίας στις διεθνείς της υποχρεώσεις, να προτείνει εγκαίρως τους όρους μιας ειδικής σχέσης που θα κατοχυρώνει τα ελληνικά συμφέροντα αντί να περιμένει να λάβουν άλλοι την πρωτοβουλία και να βρεθεί στη θέση να διεκδικεί να περιλάβει θέσεις της στο συζητούμενο σχέδιο.

 Όσο για το κυπριακό, ουδόλως έχει μετακινηθεί η Αθήνα από τη θέση της υπέρ μιας «λύσης» τύπου Σχεδίου Ανάν που συζητάει ο Χριστόφιας με τον Ταλάτ υπό τις επιδοκιμασίες της «διεθνούς κοινότητας», παρά τα εμφανή αδιέξοδα στα οποία οδηγείται. Ποσώς βέβαια κόπτεται η «διεθνής κοινότητα» για λύση του κυπριακού, πόσο μάλλον για δίκαιη λύση -ή έστω λειτουργική και βιώσιμη. Το θέμα γι αυτήν ήταν και είναι να διεξάγονται «διακοινοτικές συνομιλίες» ώστε να αφήνονται στο απυρόβλητο οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος (δηλαδή οι ίδιοι και η Τουρκία αντίστοιχα) που έτσι με τη συνενοχή μας -Κύπρου και Ελλάδας- υποβαθμίζεται από διεθνές ζήτημα εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και εποικισμού σε απλή διακοινοτική «διαφορά».  Αυτή η στρατηγική της «διεθνούς κοινότητας», με πρωτομάστορες πάντα τους αγγλοαμερικάνους και πειθήνιους υπηρέτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τους κρατούντες στην Ελλάδα και την Κύπρο, που επί τρεισήμισι δεκαετίες εξυπηρετούσε απλώς τα σχέδια των πρώτων και τη βολή των δευτέρων, σήμερα, με την Τουρκία αναβαθμισμένη σε περιφερειακή δύναμη που χτυπά την πόρτα της ΕΕ με τις ευλογίες των ΗΠΑ, καθίσταται εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη και επιτακτική, πράγμα που διαπιστώσαμε άλλωστε με τη λυσσαλέα υποστήριξη που παρείχε στο Σχέδιο Ανάν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Δύσης (στην οποία κάποιοι ντόπιοι και ξένοι μας θέλουν να ‘ανήκουμε') παρά τον εξόφθαλμα εκτρωματικό και δυσλειτουργικό του χαρακτήρα. Και αν είναι εύλογη η κλιμάκωση πιέσεων των ξένων σε Ελλάδα και Κύπρο για μια οποιαδήποτε «λύση» εν όψει του ‘ραντεβού' του Δεκεμβρίου, η στάση του Προέδρου Χριστόφια, που εμφανίζεται πρόθυμος να συζητάει ατέρμονα, παρά το γεγονός ότι η άλλη πλευρά, δηλαδή η Τουρκία δια του Ταλάτ,  δεν δείχνει καμία διάθεση συμβιβασμού, είναι τουλάχιστον δυσνόητη, όπως δυσνόητη είναι άλλωστε και η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων που αρκούνται να παρέχουν ανέξοδα φραστική ‘στήριξη' στον Κύπριο Πρόεδρο ενώ στη πράξη, όταν δεν γίνονται ιμάντες μεταβίβασης πιέσεων προς την Λευκωσία, αποστασιοποιούνται, αφήνοντάς την να αντιμετωπίζει αβοήθητη την τουρκική αδιαλλαξία.  Η σημασία και η επίδραση της πολιτικής της Ελλάδας στο κυπριακό δεν πρέπει να υποτιμάται, είτε αυτή αφορά σε πράξεις είτε σε παραλείψεις. Όπως και δεν πρέπει να υποτιμόνται και οι παραδοσιακοί δεσμοί του κυβερνώντος ΑΚΕΛ με το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας. Ασχέτως όμως κινήτρων και ελαφρυντικών, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν φαίνεται η Κύπρος να έχει στρατηγική (που προϋποθέτει την ύπαρξη ‘plan B' ή ‘σενάριο εξόδου') και δείχνει να σύρεται παθητικά και μοιραία σε συνομιλίες δίχως τέλος που και μόνο επειδή διεξάγονται εξασφαλίζουν κέρδη για την Τουρκία. Η επιμονή Χριστόφια για συνομιλίες χωρίς χρονοδιάγραμμα μαρτυρά αδυναμία και απουσία εναλλακτικής πολιτικής, γεγονός  που έχει οδηγήσει σε απαράδεκτες μονομερείς παραχωρήσεις, (πχ. την αποδοχή παραμονής 50.000 Τούρκων εποίκων, την εκ περιτροπής Προεδρία, τον συνεταιρισμό δύο «συνιστώντων πολιτειών» κλπ) οι οποίες ισοδυναμούν με συνθηκολόγηση, ουσιαστική αναγνώριση του ψευδοκράτους και κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση όχι μόνο με την εντολή του Κυπριακού Λαού στο Δημοψήφισμα του 2004 αλλά και με τις προεκλογικές δεσμεύσεις που του εξασφάλισαν την Προεδρία. 

Η υποχρέωση της Ελλάδας να υπερασπιστεί την Κυπριακή Δημοκρατία δεν περιορίζεται στον ρόλο της ως  «εγγυήτριας δύναμης» και δεν αφορά ‘μόνο' τον κυπριακό ελληνισμό αλλά και την άμυνα και ασφάλεια της ίδιας της Ελλάδας. Η κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων και διεκδικήσεων στο Αιγαίο θα ήταν αδιανόητες αν η Ελλάδα και η Κύπρος τηρούσαν σθεναρή στάση στο Κυπριακό, επιμένοντας στην διεθνή του διάσταση και θέτοντας την Τουρκία -και τη Βρετανία- στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Άντ' αυτού η ακολουθούμενη πολιτική απειλεί να «κλείσει» το κυπριακό με όρους που προσπαθεί να επιβάλλει η Άγκυρα, ενδεχόμενο που θα καθιστούσε την Ελλάδα όμηρο μιας «ελληνικής κοινότητας» υπό πίεση -αν όχι υπό διωγμόν-  και θα έστρεφε την τουρκική επιθετικότητα αποκλειστικά προς το Αιγαίο και τη Θράκη.

Εν όψει των απειλών που διαγράφονται και της ευκαιρίας που παρέχει η Σύνοδος του Δεκεμβρίου, η συνομωσία σιωπής του «πολιτικού κόσμου» στην Ελλάδα γύρω από τα εθνικά θέματα αποτελεί πράξη μέγιστης ανευθυνότητας, αν όχι μειοδοσίας, και ισοδυναμεί ουσιαστικά με απόπειρα υφαρπαγής από τον Ελληνικό Λαό στις προσεχείς εκλογές εν λευκώ εξουσιοδότησης για τον χειρισμό και το επιδιωκόμενο «κλείσιμο» των εθνικών θεμάτων και πρωτίστως του κυπριακού και του «μακεδονικού», τα οποία ενδιαφέρουν άμεσα και επιτακτικά τον «συμμαχικό παράγοντα» και τους ευρωπαίους εταίρους μας. [1]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ  Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση

 



[1] Για όποιον έχει ενδιαφέρον μπορεί να ανατρέξει στο ιστολόγιό μου για περισσότερες αναλύσεις γύρω από τα θεωρητικά, ιδεολογικά και πολιτικά αυτά θέματα, που θίγονται και στην ανωτέρω μου ανάλυση: www.damonpontos.gr