Του Αντώνη Βακιρτζή

Θυμάμαι ακόμα όταν πήγαινα σχολείο, στην τελευταία τάξη του Λυκείου, στο βιβλίο της ιστορίας κορμού, κάπου ανάμεσα στην ατέλειωτη κριτική του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» (μα την πίστη μου, τόσο αμερόληπτο ήταν το βιβλίο) και την εξύμνηση του σοβιετικού σοσιαλισμού, ο μαθητής μπορούσε να βρει ένα συγκριτικό πίνακα της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. Εκεί, με τα ψυχρά νούμερα μπροστά στα μάτια του, ο μαθητής μπορούσε να διαπιστώσει από μόνος του πως ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ισοδύναμος με τον «μονοπωλιακό καπιταλισμό», και από την άποψη της παραγωγικότητας τουλάχιστον δεν είχε να ζηλέψει τίποτα.

Στους πιο πολλούς τομείς η ΕΣΣΔ ήταν, αν όχι μπροστά από τις ΗΠΑ, σε τουλάχιστον συγκρίσιμα επίπεδα. Δυστυχώς δεν έχω στη διάθεση μου το συγκεκριμένο βιβλίο αυτή τη στιγμή, αλλά βρήκα ένα παρόμοιο συγκριτικό πίνακα αλλού, κομμάτια του οποίου και παραθέτω εδώ:

Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το αν τα σοβιετικά νούμερα είναι αξιόπιστα ή προϊόν προπαγάνδας. Από αυτά που έχω διαβάσει τείνω να πιστεύω πως τα νούμερα είναι γενικά αξιόπιστα, και αποτελούν μια χρήσιμη βάση συζήτησης, οπότε θα τα μεταχειριστώ εδώ ως αληθινά.

Από τον πίνακα βλέπει κανείς πως σε ορισμένους τομείς η ΕΣΣΔ υπερέχει, σε άλλους οι ΗΠΑ είναι μπροστά, ενώ σε άλλους οι δυο χώρες είναι πάνω κάτω στα ίδια επίπεδα. Συγκρίσεις αυτού του τύπου είναι από τα πιο αγαπημένα όπλα των υποστηρικτών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ξανά και ξανά συναντά κανείς σε αντι-καπιταλιστικά κείμενα την ίδια ιστορία, της εξαιρετικά φτωχής και οπισθοδρομικής χώρας που κατάφερε μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, χάρη στον κεντρικό σχεδιασμό, να φτάσει τις ΗΠΑ σε βιομηχανική παραγωγή και να την ξεπεράσει κιόλας σε πολλούς τομείς. Αυτή η ιστορία αποτελεί, υποτίθεται, την πιο χειροπιαστή και αδιαμφισβήτητη δικαίωση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Υπάρχει ωστόσο κάτι που οι παθιασμένοι φίλοι της ΕΣΣΔ παραβλέπουν να εισαγάγουν στις αναλύσεις τους, και το οποίο εξηγεί πολύ εύκολα το αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στα λαμπρά και εντυπωσιακά νούμερα από τη μια μεριά και την καταθλιπτική πραγματικότητα του 1989-91 από την άλλη. Τα αμερικάνικα νούμερα ήταν προϊόν μιας δευτερεύουσας και ουσιαστικά διακοσμητικής διεργασίας, κατά την οποία οι αρμόδιες στατιστικές υπηρεσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αποτιμούσαν, μετά το συμβάν, το μέγεθος της παραγωγής, χωρίς να έχουν καμία αιτιώδη εμπλοκή στην παραγωγική διαδικασία. Οι αμερικάνικες επιχειρήσεις που παρήγαγαν το ατσάλι, τα σιτηρά ή τα βιομηχανικά εργαλεία είχαν έναν και μόνο σκοπό, τουτέστιν να βρουν αγοραστή στην ελεύθερη αγορά πρόθυμο να αποχωριστεί τα χρήματά του προκειμένου να αποκτήσει τα προϊόντα τους. Το αμερικάνικα συνολικά μεγέθη που παρέθεσα στον πίνακα παραπάνω δεν είχαν καμία σημασία για την λειτουργία της οικονομίας, μα ούτε και απασχολούσαν κανέναν, καθώς η αποτίμηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας γινόταν με άλλα κριτήρια.

Καμία αμερικάνικη επιχείρηση δεν είχε κίνητρο να παράγει προϊόν υποδεέστερης ποιότητας, καθότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρει αγοραστή πρόθυμο να το αγοράσει στην ελεύθερη αγορά. Στο σοβιετικό σύστημα, από την άλλη μεριά, η παραγωγή υποδεέστερου ή ελλατωματικού προϊόντος ήταν ο κανόνας

Τα σοβιετικά νούμερα, από την άλλη πλευρά, ήταν ο αυτοσκοπός του συστήματος. Λόγω της ολοκληρωτικής απουσίας πραγματικών τιμών και κέρδους , οι γραφειοκράτες της Μόσχας αναγκάζονταν να ασκήσουν τον έλεγχο τους πάνω στην οικονομία σε καθαρά ποσοτικούς όρους. Καθόριζαν, δηλαδή, μέσα στα πλαίσια του κάθε μονοετούς και πενταετούς προγράμματος, τις ποσότητες των πρώτων υλών, εργαλείων, μηχανών, τελικών προϊόντων κτλ που θα παραγόντουσαν. Οι διευθυντές των κρατικών εργοστασίων και επιχειρήσεων αμοίβονταν με βάση το πόσο καλά ανταποκρίθηκαν στο σχέδιο και παρήγαγαν την ποσότητα που οι γραφειοκράτες τους είχαν ζητήσει στην αρχή της χρονιάς. Διευθυντές που έπιαναν τους στόχους τους αμοίβονταν με αυξήσεις και προαγωγές (στα χρόνια του Στάλιν αμοίβονταν, βεβαίως, με το δικαίωμα να διατηρήσουν τη ζωή τους), ενώ διευθυντές που αποτύγχαναν να πιάσουν τους στόχους τους έχαναν τελικά τη δουλειά τους. Η οικονομία ήταν μια τεράστια αλυσίδα μέσα στην οποία η παραγωγή της μίας κρατικής επιχείρησης ήταν η πρώτη ύλη της επόμενης, η οποία με τη σειρά της παρήγαγε για μια άλλη κρατική επιχείρηση κοκ.

Μπορούμε τώρα να δούμε για ποιό λόγο συγκριτικοί πίνακες όπως αυτός στην αρχή του άρθρου αποκρύπτουν το γεγονός ότι, για παράδειγμα, το αμερικάνικο ατσάλι ήταν μια πολύ διαφορετική οντότητα από το σοβιετικό ατσάλι. Καμία αμερικάνικη επιχείρηση δεν είχε κίνητρο να παράγει προϊόν υποδεέστερης ποιότητας, καθότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρει αγοραστή πρόθυμο να το αγοράσει στην ελεύθερη αγορά. Στο σοβιετικό σύστημα, από την άλλη μεριά, η παραγωγή υποδεέστερου ή ελλατωματικού προϊόντος ήταν ο κανόνας. Μια κρατική επιχείρηση καρφιών, για παράδειγμα, που χρειαζόταν ατσάλι ως πρώτη ύλη για την δική της παραγωγή, δεν μπορούσε να αρνηθεί το ατσάλι που της έστελνε ο κρατικός προμηθευτής της, όσο χαμηλής ποιότητας και αν ήταν, καθότι θα αποτύχαινε τελείως να πιάσει τους δικούς της στόχους. Η μοναδική επιλογή του διευθυντή της συγκεκριμένης επιχείρησης ήταν, λοιπόν, να αποδεχτεί το προβληματικό ατσάλι, να το χρησιμοποιήσει για να παράγει τα δικά του ελαττωματικά καρφιά, τα οποία με τη σειρά τους θα πήγαιναν στην κατασκευή προβληματικών κτιρίων κοκ. Οι αδυναμίες συσσωρεύονταν λοιπόν από το ένα στάδιο της παραγωγής στο επόμενο, μέχρι το σημείο που το τελικό προϊόν ήταν πολλές φορές τελείως άχρηστο. Αν αναρωτηθήκατε ποτέ για ποιό λόγο τα παλιά σοβιετικά προϊόντα ήταν πάντα βαριά, ογκώδη, δύσχρηστα, ελαττωματικά, σαβούρα με μια λέξη, γνωρίζετε τώρα το γιατί.

Πέρα από την χαμηλή ποιότητα, ο ποσοτικός σχεδιασμός της οικονομίας δημιουργούσε μια σειρά άλλα προβλήματα που ταλαιπώρησαν το σύστημα μέχρι την πτώση του. Επειδή, λόγω του τεράστιου μεγέθους της οικονομίας, οι γραφειοκράτες των κεντρικών υπηρεσιών δεν μπορούσαν ποτέ να ορίσουν με κάθε λεπτομέρεια την παραγωγή και τους συνεπαγόμενους ποσοτικούς στόχους, οι διευθυντές των εργοστασίων και λοιπών κρατικών επιχειρήσεων είχαν στην διάθεση τους διάφορα κόλπα με τα οποία μπορούσαν να εκπληρώσουν τους ποσοτικούς στόχους που τους είχαν θέσει οι γραφειοκράτες χωρίς ωστόσο να παράγουν τίποτα χρήσιμο για την οικονομία. Για παράδειγμα ο διευθυντής του εργοστασίου καρφιών που αναφέραμε παραπάνω θα τροποποιούσε την παραγωγή του ανάλογα με το αν το σχέδιο καθόριζε τον στόχο με βάση τον αριθμό των καρφιών ή το βάρος τους. Αν το σχέδιο έθετε τον στόχο ως ένα συγκεκριμένο αριθμό καρφιών, ο διευθυντής θα είχε κίνητρο να παράγει εκατομμύρια πολύ ψιλά καρφιά, ενώ αν το σχέδιο καθόριζε τον στόχο σε τόνους καρφιών, για λόγους ευκολίας ο διευθυντής θα κατεύθυνε την παραγωγή προς λίγα και πολύ βαριά καρφιά, ανεξάρτητα με τις πραγματικές ανάγκες των εργοστασίων τα οποία αυτός με τη σειρά του προμήθευε.

Στις καπιταλιστικές οικονομίες η αυξημένη συνολική παραγωγή, έστω και ως ευτυχές παραπροϊόν της παραγωγικής διαδικασίας, έρχεται ως αποτέλεσμα της διαρκούς καινοτομίας και πειραματισμού, με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη ξεπερασμένων μεθόδων και τεχνικών. Στη σοβιετική οικονομία όπου τα πάντα σχεδιάζονταν από το κέντρο, πολύ απλά δεν υπάρχε χώρος για καινοτομία, καθότι ο οποιοσδήποτε πειραματισμός συνιστούσε πιθανή παρέκλιση από το σχέδιο και τιμωρία του διευθυντή ή γραφειοκράτη που τον αποτόλμησε

Πέρα από όλα αυτά, το θεμελιώδες πρόβλημα του σοβιετικού κεντρικού σχεδιασμού είχε να κάνει με το ότι ήταν, σε βάθος χρόνου, απλά ανέφικτος. Οι ποσοτικοί στόχοι καθορίζονταν με βάση την φιλοσοφία που ο οικονομολόγος Igor Birman ονόμασε planning from the achieved level, το οποίο σε χαλαρή μετάφραση θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «σχεδιασμός με βάση αυτά που έχουμε ήδη πετύχει». Η βασική φιλοσοφία ήταν η εξής: γνωρίζουμε πως αυτά που πετύχαμε πέρυσι είναι μέσα στις δυνατότητες μας, άρα με λίγη παραπάνω προσπάθεια φέτος, μπορούμε, έστω και κατά λίγο, να υπερβούμε τα περυσινά μεγέθη. Στατιστικοί πίνακες σαν αυτόν που παρέθεσα παραπάνω ήταν, συνεπώς, το παν για τους Σοβιετικούς, και το μοναδικό κριτήριο με το οποίο μπορούσαν να αποτιμήσουν την επιτυχία ή αποτυχία του συστήματός τους (έννοιες όπως ανάγκες του καταναλωτή, ευημερία, ποιότητα, κτλ δεν είχαν γενικά θέση στην ΕΣΣΔ), αλλά είναι χρήσιμο να εξετάσουμε κατά πόσο, ακόμα και με τα δικά τους κριτήρια, θα μπορούσαν να συνεχίσουν το οικονομικό πείραμά τους σε βάθος χρόνου.

Στις καπιταλιστικές οικονομίες η αυξημένη συνολική παραγωγή, έστω και ως ευτυχές παραπροϊόν της παραγωγικής διαδικασίας, έρχεται ως αποτέλεσμα της διαρκούς καινοτομίας και πειραματισμού, με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη ξεπερασμένων μεθόδων και τεχνικών. Στη σοβιετική οικονομία όπου τα πάντα σχεδιάζονταν από το κέντρο, πολύ απλά δεν υπάρχε χώρος για καινοτομία, καθότι ο οποιοσδήποτε πειραματισμός συνιστούσε πιθανή παρέκλιση από το σχέδιο και τιμωρία του διευθυντή ή γραφειοκράτη που τον αποτόλμησε. Παρατηρούνταν λοιπόν μια στατική οικονομία η οποία αναπαρήγαγε τις ίδιες απολιθωμένες δομές από χρόνο σε χρόνο, προσπαθώντας μόνο κάθε χρονιά να ανεβάσει και λίγο τον όγκο της παραγωγής. Μα με την απουσία της καινοτομίας και της αδιάκοπης τεχνολογικής προόδου, ο μόνος τρόπος να αυξηθεί μια στατική οικονομία είναι με την συνεχή αύξηση των απόλυτων μεγεθών των διαφόρων εισερχομένων στην παραγωγική διαδικασία (inputs), όπως πρώτες ύλες, κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό (extensive growth). Τα πρώτα χρόνια (ειδικά την εποχή του Στάλιν) το σύστημα αυτό ήταν σχετικά εύκολο να αποδώσει, καθώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι αρχές κατάφεραν να μετατοπίσουν μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού από την γεωργία ή την οικιακή απασχόληση (στην περίπτωση των γυναικών) στην βιομηχανική παραγωγή. Κάπου στην δεκαετία του '60 όμως, αυτή η διαδικασία έφτασε στο τέλος της, και πολύ απλά δεν υπήρχε πλεονάζων εργατικό δυναμικό που θα ανέβαζε εύκολα την παραγωγή σε ψηλότερα μεγέθη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης άρχισαν να πέφτουν, και προς τα τέλη της δεκαετίας του '70 αρχές '80 η παραγωγή σε ορισμένους τομείς έπεσε για πρώτη φορά (σε απόλυτα μεγέθη).

Αυτή η περίοδος έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η λιμνάζουσα περίοδος Brezhnev, και αποτέλεσε την αρχή του τέλους του σοσιαλιστικού πειράματος. Ήταν όμως μια κατάληξη απόλυτα προβλέψιμη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως οι πιο εύκολα προσιτές πηγές πρώτων υλών είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, και αναγκαστικά οι κεντρικές αρχές στράφηκαν στην εκμετάλλευση δευτεροκλασάτων εναλλακτικών λύσεων. Στον καπιταλισμό η μετάβαση σε τέτοιες υποδεέστερες πηγές γίνεται χωρίς πρόβλημα, καθότι η διαρκή τεχνολογική πρόοδος και καινοτομία αναπληρώνει και με το παραπάνω την κατωτερότητα των καινούργιων πηγών. Στο σοσιαλισμό η ίδια η άκαμπτη φύση του συστήματος σπέρνει, μετά τις εύκολες πρώτες επιτυχίες, τον σπόρο της αναπόφευκτης αυτοκαστροφής.