Του Αριστείδη Χατζή

Yπάρχουν κάποιοι που εκπλήσσονται κάθε φορά με τους οικονομικούς κύκλους. Αντιμετωπίζουν την ύφεση, την ανεργία, την κατάρρευση οικονομικών γιγάντων, σαν να μην έχει ξανασυμβεί ποτέ. Επειδή δεν πιστεύω ότι είναι τόσο ανιστόρητοι ή τόσο αφελείς, υποθέτω ότι η υποκριτική έκπληξη οφείλεται στο ότι, για οποιονδήποτε λόγο, αναζητούν το πρωτοφανές εκεί όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο βαρετές κανονικότητες.

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με τον πολιτικό κύκλο. Τα δύο μεγάλα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία και αυτή η εναλλαγή είναι τόσο αναμενόμενη που αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει καν μια αιτιακή σύνδεση μεταξύ της ταχύτητας εναλλαγής και της ποιότητας διακυβέρνησης/αντιπολίτευσης. Στην Ελλάδα, αυτή η σχέση είναι δύσκολο να εξεταστεί, καθώς η ποιότητα και της κυβερνητικής πολιτικής και της αντιπολιτευτικής τακτικής είναι σταθερά πολύ χαμηλή.

Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να αναρωτιόμαστε γιατί η Ν.Δ. συνετρίβη όταν η Κεντροδεξιά κερδίζει τις εκλογές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ηταν σχεδόν βέβαιο ότι ο ελληνικός λαός, που δεν δίστασε να στείλει στα σπίτια τους τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεν θα έκανε τώρα την εξαίρεση. Η σημερινή κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να αποφύγει, ούτε αυτή, τον πολιτικό κύκλο. Ο Γιώργος Παπανδρέου θα εγκαταλείψει κι αυτός περίλυπος το Μέγαρο Μαξίμου κατά πάσα πιθανότητα στις μεθεπόμενες εκλογές. Ο/Η δε νέος/α αρχηγός της Ν.Δ., που θα εκλεγεί σε λίγες ημέρες, θα έχει την ευκαιρία να «αλλάξει σελίδα» στις μεθεπόμενες εκλογές αν αντέξει και περιορίσει την ήττα στις αμέσως επόμενες εθνικές εκλογές.

Τριάντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή της, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις ιδεολογικές ζυμώσεις των συγγενών κομμάτων και να πετάξει από πάνω της τις ιδέες και αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Αλλά αυτή είναι η μοίρα ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος, που ανάγει την πολυσυλλεκτικότητα σε λανθάνουσα ιδεολογία του

Βέβαια, κάποιες φορές τα δεδομένα του ιδιότυπου δικομματισμού αλλάζουν, αλλά αυτό γίνεται πολύ σπάνια. Εγινε μια φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν το ΠΑΣΟΚ αντικατέστησε την παλιά Ενωση Κέντρου στο δίπολο – αλλά οι συνθήκες ήταν εξαιρετικές. Μετά τη μεταπολίτευση η κατάσταση παρέμεινε ρευστή μέχρι και τις εκλογές του 1981. Η προσπάθεια δημιουργίας ενός τρίτου πόλου από την Αριστερά απέτυχε παταγωδώς, ενώ η αντίστοιχη προσπάθεια από τα δεξιά έχει ήδη δείξει τα όριά της.

Ομως, παραμένει το ερώτημα αν η εναλλαγή στις εκλογές αποτελεί και εναλλαγή παραδείγματος διακυβέρνησης, εάν δηλαδή η επιλογή των πολιτών είναι το αποτέλεσμα ιδεολογικών μεταστροφών ή έστω συνιστά μια συνειδητή επιλογή ενός φορέα ιδεών. Για την Ελλάδα είναι μάλλον αρνητική η απάντηση. Οι πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων είναι σχεδόν ταυτόσημες, οι δεσμεύσεις και οι περιορισμοί τους παρόμοιοι, ακόμα και οι σοβαρές διαφορές στη ρητορική τους τείνουν να εκλείψουν. Οι οριακοί ψηφοφόροι είναι δύσκολο να εξαπατηθούν από πλασματικές διαφοροποιήσεις. Ετσι, αυτό που απομένει πάντα είναι η λογική της επετηρίδας. Μόλις χάσεις τις εκλογές, στοιχίζεσαι μέχρι να έρθει και πάλι η σειρά σου.

Ενας επιπλέον λόγος για τον οποίο δεν θα μπορούσε να βοηθήσει τη Ν.Δ. η καλή πορεία των κεντροδεξιών κομμάτων είναι και το ότι δεν αποτελεί γνήσιο κομμάτι τους. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή της, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις ιδεολογικές ζυμώσεις των συγγενών κομμάτων και να πετάξει από πάνω της τις ιδέες και αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Αλλά αυτή είναι η μοίρα ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος, που ανάγει την πολυσυλλεκτικότητα σε λανθάνουσα ιδεολογία του.

Αν προσπαθήσουμε να το κάνουμε εμείς από τα συμφραζόμενα και από τον τρόπο που έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος μέχρι τώρα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που ονομάζεται «κοινωνικός φιλελευθερισμός» δεν είναι ούτε φιλελευθερισμός ούτε κοινωνικός

Το αποτέλεσμα είναι ότι, μετά μια συντριβή τέτοιου μεγέθους, όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί προβάλλουν στο ιδεολογικό τους μανιφέστο μια ιδεολογία κενή περιεχομένου, τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό». Είναι κενή, όχι γιατί ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να είναι κοινωνικός, αλλά γιατί αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο αποφεύγουν, διστάζουν, δεν θέλουν και ίσως δεν ξέρουν πώς να τον ορίσουν. Αν προσπαθήσουμε να το κάνουμε εμείς από τα συμφραζόμενα και από τον τρόπο που έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος μέχρι τώρα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που ονομάζεται «κοινωνικός φιλελευθερισμός» δεν είναι ούτε φιλελευθερισμός ούτε κοινωνικός.

Δεν είναι φιλελευθερισμός, διότι δεν θεωρεί πρωταρχική την ελευθερία επιλογών στην οικονομική ζωή αλλά και στην προσωπική σφαίρα (κανείς τους δεν τολμάει να μιλήσει για τις μαύρες τρύπες του ελληνικού κράτους δικαίου), και δεν είναι κοινωνικός, γιατί δεν δίνει την απαραίτητη έμφαση στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, που επιτυγχάνεται βέβαια μέσω και της αναδιανομής του πλούτου που θα πρέπει όμως πρώτα να δημιουργηθεί.

Αλλά ακριβώς στην ίδια θέση βρέθηκε και το ΠΑΣΟΚ πριν από δύο χρόνια. Δεν έγινε καμία σοβαρή ιδεολογική συζήτηση τότε, αλλά αν γινόταν, πάλι σε μια ανάλογης ποιότητας ιδεολογική φόρμουλα με εκείνη της Ν.Δ. θα κατέληγε. Αυτό όμως δεν το εμπόδισε να πάρει τη σειρά του σήμερα, όταν έληξε ο χρόνος των προηγούμενων.

———————

Σημειώσεις:
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 25/10/2009 με τίτλο «Σχεδόν ταυτόσημες πολιτικές». Ο τίτλος «Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις» είναι ο αρχικός τίτλος του συγγραφέα.