Του Άγγελου Αθανασόπουλου, ΤΟ ΒΗΜΑ

ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ για την αποκλιμάκωση της έντασης στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και την πιο εύρυθμη λειτουργία του ΝΑΤΟ αναζητεί η Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του «Βήματος», η πρόθεση της αμερικανικής κυβέρνησης κατέστη σαφής στο περιθώριο των συνομιλιών της Υψηλόβαθμης Συμβουλευτικής Επιτροπής (Ηigh Level Consultative Committee) που πραγματοποιήθηκαν την εβδομάδα που πέρασε στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση, αν και κατ΄ αρχήν δεν απέρριψε τη συνδρομή της αμερικανικής πλευράς, ξεκαθάρισε ότι οι όποιες συζητήσεις θα περιοριστούν σε ανταλλαγή σκέψεων.

Και σε ουδεμία περίπτωση δεν θα λάβουν τη μορφή επίσημων προτάσεων. Οι αμερικανικές προθέσεις δεν είναι νέες. Είναι γνωστές τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αγκυρα, καθώς η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι η κατάσταση στο Αιγαίο όχι μόνο γεννά κινδύνους αλλά παράλληλα πλήττει την Ατλαντική Συμμαχία με δύο τρόπους: πρώτον, δημιουργεί προβλήματα στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση ασκήσεων και, δεύτερον, υποχρεώνει τις δύο χώρες να δεσμεύουν μεγάλο αριθμό δυνάμεων τις οποίες θα μπορούσαν να διαθέσουν σε αποστολές του ΝΑΤΟ, όπως το Αφγανιστάν. Οταν μάλιστα ο πρώην υπουργός Αμυνας κ. Ευ. Μεϊμαράκης είχε επισκεφθεί την αμερικανική πρωτεύουσα πριν από μερικούς μήνες και είχε παρουσιάσει αναλυτικά στους συνομιλητές του το κόστος της ελληνοτουρκικής διαμάχης στο Αιγαίο, εκείνοι είχαν εντυπωσιαστεί από το ύψος αυτού.

Κατά την προετοιμασία των υψηλόβαθμων συνομιλιών (στις οποίες συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς ο αναπληρωτής υπουργός Αμυνας κ. Π. Μπεγλίτης και από αμερικανικής ο Αλεξάντερ Βέρσμπαου, βοηθός υπουργός Αμυνας για θέματα διεθνούς ασφαλείας), η Ουάσιγκτον είχε ζητήσει- ήδη από το καλοκαίρι- να συζητηθούν ανοιχτά τα θέματα του Αιγαίου. Ο κ. Βέρσμπαου είχε άλλωστε συζητήσει το θέμα με τον έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον κ. Βασ. Κασκαρέλη . Ο τελευταίος το είχε αποκρούσει.

Ακόμη και σύσκεψη για το Αιγαίο είχαν πραγματοποιήσει οι χειριστές του θέματος στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, καταγράφοντας τις σκέψεις τους στο non paper που επιδόθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Εξωτερικών. Προσφάτως μάλιστα βρέθηκαν στην Ελλάδα αναλυτές έγκυρου αμερικανικού ινστιτούτου, που συνεργάζεται με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, με σκοπό να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τα προβλήματα στο Αιγαίο.

Αν και εκτός ατζέντας, το Αιγαίο πάντως συζητήθηκε. Οι Αμερικανοί δεν μετακινήθηκαν από την πάγια θέση τους ότι το πρόβλημα με τις συνεχιζόμενες υπερπτήσεις των τουρκικών αεροσκαφών προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις. Και συνέστησαν απευθείας διάλογο με την Αγκυρα προκειμένου να επιλυθεί.

Πρόσθεσαν όμως ότι, επειδή προφανώς η έναρξη ενός τέτοιου διαλόγου δεν διαφαίνεται να εκκινεί άμεσα αλλά και η κατάληξή του δεν μπορεί να προδικαστεί, θα ήταν καλό να αναζητηθούν ορισμένοι κανόνες για την εναέρια κυκλοφορία των νατοϊκών αεροσκαφών στο Αιγαίο. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, μία προσέγγιση και επεξεργασία ιδεών είναι δυνατόν να γίνει σε επίπεδο στρατιωτικών επιτελείων, ενδεχομένως στο πλαίσιο του νατοϊκού SΗΑΡΕ από όπου έχουν κατά καιρούς προέλθει διάφορες σκέψεις για το Αιγαίο.

Η Αθήνα όμως έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι δεν θα αποδεχθεί ακρίτως διαβουλεύσεις. «Αλλο οι συζητήσεις, άλλο οι διαβουλεύσεις» επεσήμαναν στρατιωτικές πηγές στους αμερικανούς συνομιλητές τους. Η ελληνική πλευρά πρόσθεσε μάλιστα ότι δεν θα δεχθεί ιδέες που θα μετατρέπουν το Αιγαίο σε ειδική περίπτωση ή θα διαμορφώνουν ειδικό καθεστώς. «Ο,τι διαμορφωθεί, θα αφορά σε όλο τον νατοϊκό εναέριο χώρο και όχι μόνο στο Αιγαίο» τονίστηκε.

Κομμάτι των συνομιλιών αφιερώθηκε και σε άλλο ένα ζήτημα. Πρόκειται για τις διαπραγματεύσεις για τη νέα στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτών, έχει υπάρξει κατ΄ αρχήν συμφωνία από τον Φεβρουάριο του 2009 (στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ) ώστε να υπάρχει εναλλαγή έλληνα και τούρκου διοικητή στο CΑΟC της Λάρισας (που μετονομάζεται από CΑΟC-7 σε CΑΟC-4) κάθε έξι μήνες.

Η ελληνική πλευρά είχε αρχικά εξασφαλίσει ως αντάλλαγμα ότι για τα πρώτα δύο χρόνια θα υπάρχει έλληνας διοικητής, καθώς και τη θέση του επιτελάρχη στο αεροπορικό στρατηγείο της Σμύρνης. Η τελική απόφαση πάντως εκκρεμεί στο Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (ΝΑC) και ίσως ληφθεί στις αρχές του 2010.

«Οχι» του Γιώργου σε Ερντογάν

Η Αθήνα δεν αποδέχεται την πρόταση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για διάλογο εφ΄ όλης της ύλης στο Αιγαίο. Δεν απορρίπτει πάντως την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει κοινή συμφωνία και υπογραφή συνυποσχετικού. Παράλληλα απορρίπτεται συζήτηση για θέματα μειονοτήτων, τα οποία θεωρεί εσωτερικά και όχι διμερή. Αυτά αναμένεται να είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, ορισμένα από τα βασικά σημεία της απαντητικής επιστολής του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου στον τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η επιστολή αναμένεται να επιδοθεί στην Αγκυρα αυτή την εβδομάδα.

Η εναλλαγή των διοικητών

Η ΕΝΑΛΛΑΓΗ διοικητών είναι μία από τις αρχές της νέας στρατιωτικής δομής της Συμμαχίας, μετά και την απόφαση για μείωση των πολυεθνικών CΑΟCs από 10 σε τέσσερα. Η μόνη εξαίρεση αφορά το CΑΟC της Γερμανίας, όπου ο διοικητής θα είναι μονίμως Γερμανός. Ωστόσο, τον Μάιο του 2009, σημειώθηκε μία αλλαγή που φέρεται να έχει οδηγήσει την Αθήνα σε δεύτερες σκέψεις.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ενώ αρχικά είχε συμφωνηθεί ότι όταν θα ορίζεται έλληνας διοικητής στο CΑΟC της Λάρισας, υποδιοικητής θα είναι Αμερικανός, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπαναχώρησαν και δήλωσαν ότι παραχωρούν τη θέση στους Τούρκους. Με αυτόν τον τρόπο, οι Τούρκοι θα έχουν το ένα εξάμηνο τη διοίκηση, αλλά και όταν θα αναλαμβάνει ο έλληνας διοικητής θα διατηρούν τη θέση του υποδιοικητή. Επομένως, θα έχουν διαρκή παρουσία στη Λάρισα, γεγονός που τουλάχιστον από πολιτικής απόψεως δημιουργεί εύλογους συνειρμούς.

Η Αθήνα υιοθετεί λοιπόν πλέον την αρχή «nothing is agreed until everything is agreed» (σ.σ.: «τίποτε δεν έχει συμφωνηθεί ώσπου να συμφωνηθούν όλα»). Και το ενδεχόμενο επανεξέτασης ή και ανατροπής της κατ΄ αρχήν συμφωνίας σε επίπεδο Στρατιωτικής Επιτροπής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πόσο μάλλον αν επιβεβαιωθούν ορισμένες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία αναμένεται να κερδίσει και μία από τις θέσεις βοηθών Γενικών Γραμματέων του ΝΑΤΟ, εξέλιξη που θα ισχυροποιούσε πάρα πολύ τη θέση της στους κόλπους της Συμμαχίας.