Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη

Η ανάδειξη της Μέσης Ανατολής σε μία από τις κύριες στρατηγικές προτεραιότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους νεωτερισμούς της κυβερνήσεως Ερντογάν. Φορτωμένη με προκαταλήψεις εναντίον των Αράβων και του Ισλάμ, η παραδοσιακή τουρκική εξωτερική πολιτική προτιμούσε να αγνοεί την νότια γειτονιά της – με την εξαίρεση του Ισραήλ.

Ενδεικτικός αυτής της τάσεως ήταν ο ελάχιστος αριθμός Τούρκων διπλωματών που γνώριζαν αραβικά μέχρι πριν από λίγα μόλις χρόνια. Η γνώση αραβικών εθεωρείτο στο τουρκικό διπλωματικό σώμα μάλλον λόγος υποψίας για ισλαμιστικές πεποιθήσεις παρά χρήσιμο εργαλείο ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής.

Η προσέγγιση αυτή άλλαξε άρδην με την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία το 2002. Με αρχιτέκτονα τον τότε σύμβουλο του πρωθυπουργού Ερντογάν και νυν υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία βελτίωσε τις σχέσεις της με όλες τις αραβικές χώρες. Η πρωτοφανής άνθηση των οικονομικών σχέσεων συνοδεύθηκε από εντυπωσιακά βήματα όπως η συμφωνία για αμοιβαία κατάργηση της τουριστικής βίζας μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, δύο χωρών που είχαν φθάσει στα πρόθυρα του πολέμου το 1999. Πολύ σημαντική υπήρξε και η άνοδος της τουρκικής επιρροής σε επίπεδο λαϊκής κουλτούρας.

Η Μέση Ανατολή έχει μετατραπεί στον καλύτερο πελάτη της τουρκικής τηλεοπτικής βιομηχανίας. Τηλεοπτικές σειρές και ταινίες απολαμβάνουν δημοφιλίας την οποία συχνά δεν βρίσκουν στην ίδια την Τουρκία. Η Τουρκία του ΑΚΡ μοιάζει για πολλούς Αραβες η χώρα που έχει κατορθώσει να συμμετάσχει επιτυχώς στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι χωρίς να απαρνείται την ισλαμική της ταυτότητα.

Δεν είναι όμως όλα ρόδινα για την Τουρκία στην περιοχή. Η νέα πολιτική του ΑΚΡ έχει πλήξει βαρέως έναν από τους πυλώνες της τουρκικής περιφερειακής πολιτικής ασφαλείας, την στρατηγική συνεργασία με το Ισραήλ. Το «ξέσπασμα» Ερντογάν κατά του προέδρου του Ισραήλ Σιμόν Πέρες τον Ιανουάριο στο Νταβός δεν έμεινε χωρίς συνέχεια. Η πρόσφατη ακύρωση της κοινής ασκήσεως των τουρκικών και ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων κατέδειξε ότι η κρίση στις διμερείς σχέσεις μάλλον οξύνεται παρά κοπάζει. Πέραν του ότι πολλοί έγκριτοι Ισραηλινοί αναλυτές κήρυξαν ήδη το τέλος της τουρκοϊσραηλινής στρατηγικής συμμαχίας, το πρόβλημα για την τουρκική πλευρά γίνεται ακόμη σοβαρότερο, καθώς υπονομεύεται καίρια ο νέος ρόλος τον οποίο διεκδικεί στην περιοχή. Διευθετώντας από την μία τις διαφορές τις με τις αραβικές χώρες η Τουρκία επιθυμεί να παρουσιασθεί ως «δύναμη ειρήνης». Από την άλλη όμως, εμφανίζεται σε διαρκή διένεξη με τον άλλοτε εταίρο της στην περιοχή αναιρώντας τον σημαντικότερο ρόλο τον οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει, αυτόν του μεσολαβητή μεταξύ Ισραήλ και αραβικού κόσμου.

Θα μπορούσε, βεβαίως, να υποστηρίξει ότι δικαίως η τουρκική διπλωματία θέλει να καταδικάσει τις ακραίες πολιτικές της κυβέρνησης Νετανιάχου στο Παλαιστινιακό και να εκφράσει τη συμπαράστασή της στον χειμαζόμενο παλαιστινιακό λαό. Ωστόσο, η πρόσκληση προς τον Πρόεδρο του Σουδάν και καταζητούμενο από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα γενοκτονίας στο Νταρφούρ Μοχάμεντ Αλ Μπασίρ να συμμετάσχει σε σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Ισλαμικής Διασκέψεως στην Κωνσταντινούπολη ήταν ενδεικτική μιας επιλεκτικής ευαισθησίας σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αλλαγή πολιτικής της Τουρκίας προς το Ισραήλ φαίνεται να εδράζεται μάλλον στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κυβερνώντων και την ισχυρή υποστήριξη της τουρκικής κοινής γνώμης παρά σε προσεκτικό στρατηγικό σχεδιασμό και υποστήριξη αρχών.

Συχνά παρουσιάζεται η τουρκική εξωτερική πολιτική ως «μακρόπνοη», «αναλλοίωτη» και η τουρκική διπλωματία ως «μία από τις ικανότερες του κόσμου». Η αλήθεια, ωστόσο, είναι μάλλον πεζή. Η επιτυχία του ανοίγματος προς τον αραβικό κόσμο είναι δεδομένη, οι συνέπειες, ωστόσο μιας οριστικής ρήξεως των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων θα είναι μείζονες. Η διεξαγωγή εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση στο Παλαιστινιακό δεν θα ωφελήσει την Τουρκία ούτε την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.

* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
kathimerini.gr