Του Νίκου Ρολάνδη

Στις 12 Φεβρουαρίου 1981 επισκεφθήκαμε μαζί με τον πρόεδρο Κυπριανού την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετά από πρόσκληση του προέδρου Carstens.  Στην τότε πρωτεύουσα Βόννη συναντηθήκαμε με τον πρόεδρο Karl Carstens και τον καγκελάριο Helmut Schmidt.

Οι σχέσεις του Κυπριανού με τους γερμανούς και ιδιαίτερα με τον Υπουργό Εξωτερικών Hans-Dietrich Genscher δεν ήταν καθόλου καλές, από την εποχή της «Μεγάλης Συνωμοσίας» το καλοκαίρι του 1978.  Από τότε δηλαδή που ο Κυπριανού κατηγόρησε τους γερμανούς και ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας Josef Franz Strauss και τον γερμανό διπλωμάτη στην Κύπρο Paul Kurbjuhn για συνωμοσία κατά της Κύπρου και κατά του ίδιου προσωπικά. Αρχισυνωμότης στην Κύπρο ήταν, κατά τον Κυπριανού, ο Τάσσος Παπαδόπουλος.  Έσπευσα τότε στη Βόννη και κατάσβεσα την πελώρια πολιτική πυρκαϊά.  Ο Genscher όμως δεν συγχώρεσε ποτέ τον Κυπριανού…

Ο Genscher, πρόεδρος των Φιλελευθέρων της Γερμανίας, αντίκαγκελάριος και Υπουργός Εξωτερικών για πάρα πολλά χρόνια, ήταν μιά από τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής.  Οξυδερκής, με διεισδυτικό και πρακτικό μυαλό, ήταν καλός γνώστης του κυπριακού προβλήματος.  Ταξίδευε συνεχώς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.   Ταξίδευε τόσο πολύ, που κυκλοφορούσε τότε στους πολιτικούς κύκλους το εξής ανέκδοτο:  «Δυό αεροπλάνα συγκρούονται πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό.  Ο Genscher ήταν και στα δυό». 

Η συνάντηση μας με τον καγκελάριο Schmidt και τον Υπουργό Genscher πραγματοποιήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1981.  Το κυπριακό παρέπαιε τότε.  Δυό χρόνια πριν (τον Δεκέμβρη 1978) η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε απορρίψει το Αγγλο-Αμερικανό-Καναδικό Σχέδιο και βρισκόταν σε εξέλιξη η «Αξιολόγηση» του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Waldheim, ένας μακρόσυρτος διάλογος, που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος.

Ο πρόεδρος Κυπριανού ανέλυσε το κυπριακό πρόβλημα και το θέμα των αγνοουμένων.  Οι Γερμανοί άκουγαν με προσοχή.  Ήταν γνωστοί για τις προσγειωμένες θέσεις τους και τον ορθολογισμό τους, που ήταν αποψιλωμένος από συναίσθημα, σε βαθμό που ενοχλούσε πολλές φορές τις ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές.

Θυμάμαι πως «έπαιξαν» με την έννοια του χρόνου.  «Το θέμα των αγνοουμένων αποτελεί μια από τις μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες» παρατήρησε ο καγκελάριος.   «Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες αγνοούμενοι στον κόσμο και η Γερμανία έχει τις δικές της εμπειρίες.  Πολύ λίγες περιπτώσεις έχουν μέχρι σήμερα διαλευκανθεί σε παγκόσμια κλίμακα και δεν πιστεύω πως θα επιλυθούν οι υπόλοιπες.  Το θέμα των αγνοουμένων λύεται δυστυχώς μόνο όταν αποθάνουν οι στενοί συγγενείς, αυτοί που θυμούνται και υποφέρουν», επέρανε ο καγκελάριος.  «Μόνο ο χρόνος θα επιλύσει την τραγωδία».

«Αντίθετα, η πάροδος του χρόνου θα αποδειχθεί καταστροφική για το πολιτικό σας πρόβλημα» επεσήμαναν οι Schmidt και Genscher.  «Στον πολιτικό τομέα, ενώ τα χρόνια περνούν, θα παγιώνονται καταστάσεις που δεν θα αναστρέφονται.  Συνεπώς θα πρέπει να κινηθείτε χωρίς καθυστέρηση για  

λύση.  Όσο δύσκολη και οδυνηρή  και αν είναι η λύση σήμερα, θα είναι πολύ καλύτερη από αυτή που θα επιτύχετε μετά από χρόνια.

Οι πιο πάνω θέσεις συνέπιπταν και με τις δικές μου απόψεις.  Ήμουν γνώστης των διεθνών και των ευρωπαϊκών δεδομένων και ισορροπιών.  Πίστευα πως οι συνθήκες  τότε ήταν γόνιμες για λύση.  Ο πρόεδρος Κυπριανού όμως κυμαινόταν μεταξύ της προσγειωμένης προσέγγισης των συμμάχων του στο ΑΚΕΛ και των δικών του ευσεβών πόθων και αναζητήσεων.  Μέχρις ότου εξελέγη ο Ανδρέας Παπανδρέου πρωθυπουργός της Ελλάδας  τον Οκτώβριο 1981, ο οποίος εισήγαγε το δόγμα πως θα έπρεπε πρώτα να φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο και μετά να συνομιλήσουμε με την άλλη κοινότητα, κάτι που στις αρχές του 1983 ασπάσθηκε και ο Κυπριανού.  Το κυπριακό περιέπεσε έτσι σε απόλυτο τέλμα.  Ο Παπανδρέου αργότερα απέκτησε ευρωπαϊκές εμπειρίες, αντελήφθη την πλάνη του και βελτίωσε την πορεία του.  Το πουλί όμως εν τω μεταξύ είχε πετάσει.

Εγώ διαφώνησα και παραιτήθηκα από τη θέση του Υπουργού των Εξωτερικών τον Σεπτέμβρη 1983, μετά που ο πρόεδρος απέρριψε την πρωτοβουλία «Δείκτες» των Ηνωμένων Εθνών.  Το ΑΚΕΛ διαχώρισε την θέση του από τον πρόεδρο τον Δεκέμβρη 1984.  Η Κύπρος πλήρωσε και πληρώνει ακόμα μέχρι σήμερα το σκληρό τίμημα της τότε απραξίας. 

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός  πως τα χρόνια εκείνα οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από σήμερα για μας.  Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» δεν είχε ανακηρυχθεί.  Η κατοχή δεν είχε ακόμα ριζώσει.  Ελάχιστοι ήταν οι τούρκοι έποικοι και θα έφευγαν με ένα σχέδιο αποζημίωσης που είχα εισηγηθεί.  Οι ελληνοκυπριακές περιουσίες στο βορρά ήταν σχεδόν άθικτες.   

Ο πρώτος χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (χάρτης Gobbi) ήταν ευνοϊκός για μας.  Δεν υπήρχε αμφισβήτηση της μιας κυριαρχίας.  Δεν υπήρχε η έννοια της παρθενογένεσης.

Κύλησαν όμως σχεδόν τριάντα άγονα χρόνια από τότε.  Πολλά λόγια, πολύς λαϊκισμός, παιδαριώδεις προσεγγίσεις, ανύπαρκτη πολιτική σκέψη.  Καμμιά διάθεση να διδαχθούμε από την Ιστορία.  Πρέπει να ομολογήσω πως όλα αυτά τα χρόνια, όταν ήμουν στον πολιτικό και τον κυβερνητικό χώρο και άκουα μερικούς πολιτικούς να αρθρώνουν λόγο νηπίων, πολλές φορές αισθάνθηκα ντροπή και λύπη για τον τόπο μου.

Τώρα βρεθήκαμε να πολεμούμε με τα βουνά.  Αφήσαμε τις ευκαιρίες να γλιστρήσουν μέσα από τα δάκτυλα μας και παρακολουθούμε σήμερα τον Δημήτρη Χριστόφια (ο οποίος διέπραξε και αυτός τα δικά του σοβαρά λάθη, ιδίως την προηγούμενη πενταετία) να αγωνίζεται να επιτύχει το σχεδόν ακατόρθωτο.  Και ταυτόχρονα να αποτελεί στόχο επιθέσεων και σπίλωσης, όχι από πλευράς Τούρκων, αλλά από πλευράς των συμμάχων του που μετέχουν (αν είναι δυνατό) στην κυβέρνηση του!  Δυστυχώς όλοι αυτοί οι απορριπτικοί που με την παρελθοντική στάση τους δημιούργησαν τη σημερινή σχεδόν αδιέξοδη κατάσταση, έχουν το θράσος να επιτίθενται σήμερα εναντίον εκείνων που προσπαθούν να βρουν λύση μέσα από τη δεινή κατάσταση που οι ίδιοι οι απορριπτικοί δημιούργησαν.  Ζητούν και τα ρέστα. 

Και δεν φτάνει μόνο αυτό.  Τους τελευταίους τρεις  μήνες με συνεχείς δηλώσεις και πιέσεις προς τον Χριστόφια άρχισαν οι απορριπτικοί  να δημιουργούν κλίμα απόλυτης απομόνωσης της δικής μας πλευράς από την Ευρώπη.  Φυσικά, εάν η Τουρκία δεν συμμορφωθεί τελικά με τις υποχρεώσεις της προς την Κύπρο πρέπει ασφαλώς να τιμωρηθεί από την Ευρώπη.  Πρέπει να υπάρξουν κυρώσεις.  Είναι όμως τώρα η κατάλληλη στιγμή;  Τώρα που ο διάλογος ευρίσκεται στο σοβαρότερο του εξελικτικό  

στάδιο;  Τώρα που όλοι αναμένουμε πως ίσως υπάρξει λύση μέχρι τον επόμενο Απρίλη και αποφύγουμε τη διχοτόμηση, για την οποία δυστυχώς τόσοι και τόσοι (και πολιτικοί και μέσα μαζικής ενημέρωσης) εργάζονται;  Αφήσαμε μισό αιώνα να περάσει ανεκμετάλλευτος, απορρίπτοντας όλες τις πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Εθνών και της διεθνούς κοινότητας και πρέπει τώρα, στη μέση του διαλόγου, να επιβάλουμε κυρώσεις και να «σκοτώσουμε» το διάλογο – και όχι μετά από έξι μήνες, αν η στάση της Τουρκίας στο διάλογο είναι αρνητική;  

Τόσο είναι το μυαλό μας;  Και δεν μας ξενίζει το γεγονός πως κανένα δεν πείθουμε στην Ευρώπη, πως όλοι ψηφίζουν μαζικά αντίθετα με τις επιθυμίες μας;  Δεν μας προβληματίζει το γεγονός πως οι άλλες 25 χώρες, που οι περισσότερες .διάκεινται φιλικά προς εμάς, (δηλαδή όλοι, εκτός από μας και την Ελλάδα που είναι υπόχρεη να μας ακολουθεί) σκέφτονται, κρίνουν και ψηφίζουν αντίθετα από μας επί του θέματος αυτού, και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στην Ευρωβουλή;  Δεν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως ίσως το ξερό μας το κεφάλι, στο οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλονται τα παρελθοντικά και τα σημερινά δεινά, ίσως να ευθύνεται για την τραγελαφική κατάσταση που ευρισκόμεθα σήμερα;  Δεν μας ενοχλεί που είμαστε οι αιωνίως εκπληττόμενοι για όσα συμβαίνουν; 

Αν η χώρα αυτή διέθετε λιγότερους ιστορικούς ηγέτες και εθνοπατέρες και περισσότερη φαιά ουσία, αν ήμασταν διατεθειμένοι να εφαρμόσουμε όσα λέχθηκαν εκείνη τη χειμερινή μέρα του 1981 στη Βόννη της Γερμανίας, τότε ίσως να ζούσαμε και μεις σήμερα χωρίς διαχωριστικό τείχος, χωρίς κατοχή, χωρίς εθνικισμούς και εμβατήρια, χωρίς εποίκους που σε λίγο θα ξεπεράσουν τον πληθυσμό της Κύπρου. 

Θα ζούσαμε σαν κανονικοί Ευρωπαίοι πολίτες και όχι σαν «νότος» και «βορράς» μιας τεμαχισμένης πατρίδας.