Του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, Σύχρονη Άποψη

Σχεδίασμα Α΄

Το Νοέμβριο του 1999 η ελληνική διπλωματία, έχοντας ήδη αποφασίσει την άρση του ελληνικού βέτο για αναγωγή της Τουρκίας σε υποψήφια προς ένταξη χώρα της ΕΕ, συναίνεσε στην δημιουργία του κατάλληλου πολιτικού σκηνικού το οποίο θα απέκλειε τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις της κοινής γνώμης. Ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν ανακοίνωσε με την σύμφωνη γνώμη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων την έναρξη εκ του σύνεγγυς συνομιλιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων για εξεύρεση πλαισίου λύσης για το κυπριακό.

 Ένα μήνα μετά το ελληνικό βέτο αίρεται και με την απόφαση του Ελσίνκι ανακοινώνεται η λεγόμενη «απρόσκοπτη ένταξη» της Κύπρου στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης του κυπριακού προβλήματος. Στην απόφαση όμως προστίθεται η περίφημη «ουρά», ότι δηλαδή «θα ληφθούν υπόψη όλες οι συναφείς παράγοντες» στην απόφαση για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Η προσθήκη της περιβόητης «ουράς» του Ελσίνκι δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ από τους σοβαρούς αναλυτές ως απειλή για την ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν εξ αρχής συνυφασμένη με ένα και μόνο παράγοντα. Δεν συνδεόταν ούτε με την επίλυση του κυπριακού, ούτε με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, ούτε σε τελευταία ανάλυση με οικονομικούς δείκτες. Συνδεόταν άμεσα και αποκλειστικά με την αποτρεπτική ικανότητα την οποία διέθετε η ελληνική κυβέρνηση και κυρίως το ελληνικό κοινοβούλιο, που μπορούσαν σε κάθε στιγμή να ασκήσουν βέτο σε ολόκληρη τη διεύρυνση, αν οποιοδήποτε άλλο κράτος έθετε βέτο στην ένταξη της Κύπρου.

Η «ουρά» θεωρήθηκε όμως σωστά ως ανεπαρκές αντάλλαγμα και ως σημαντικό πρόβλημα για τις επικείμενες διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, διότι επέτρεπε διφορούμενες ερμηνείες, οι οποίες μπορούσε να οδηγήσουν σε παραχωρήσεις της δικής μας πλευράς μπροστά στον φόβο της μη ένταξης. Είναι εξάλλου εμφανές ότι στο Ελσίνκι δεν τέθηκε ποτέ ως όρος η επίδειξη πρακτικής καλής θέλησης από την Τουρκία μέσα από την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ή τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων ή των εποίκων.

Πράγματι, η ελληνοκυπριακή πλευρά προχώρησε κατά τη διάρκεια τόσο των εκ του σύνεγγυς, όσο και των απευθείας συνομιλιών, σε διαρκείς υποχωρήσεις στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης, οι οποίες σχετίζονταν με την μορφή του πολιτεύματος και την φύση του κυπριακού προβλήματος. Οι υποχωρήσεις αυτές έφτασαν στα μέγιστα όρια τους με την υποβολή του βαθύτατα αντιδημοκρατικού σχεδίου Ανάν, με το οποίο σύμφωνα με τους υποστηρικτές της πολιτικής του Ελσίνκι, «ενεργοποιήθηκε η ουρά του Ελσίνκι» (όπως υποστήριξε με δηλώσεις του κατά τον κρίσιμο χρόνο ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Νίκος Αναστασιάδης). Η λύση του κυπριακού συνδέθηκε άμεσα με την ένταξη, όχι στην πραγματικότητα (εφόσον υπήρχε πάντα η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος βέτο, η οποία απέκλειε αυτό το ενδεχόμενο), αλλά στο μυαλό των διαπραγματευτών. Χρησιμοποιήθηκε επομένως η ουρά του Ελσίνκι ως επιχείρημα ιδεολογικής τρομοκρατίας για να θέσει τον κυπριακό λαό μπροστά στο ψευτοδίλημμα «λύση ή ένταξη».

Η αποδοχή του σχεδίου Ανάν ως βάση για διαπραγμάτευση, μιας διαπραγμάτευσης η οποία κωμικά αναμενόταν να ξεκινήσει μέχρι και λίγες ώρες πριν την τελική απόφαση της Κοπεγχάγης αποτέλεσε απότοκο της πολιτικής του Ελσίνκι. Μιας πολιτικής, η οποία οδήγησε στην αποδοχή ως βάσης για διαπραγμάτευση ενός σχεδίου, το οποίο καταστρατηγούσε κάθε αρχή διεθνούς νομιμότητας. Ενός σχεδίου το οποίο αντιβαίνει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (την οποία έχει υπογράψει η Κύπρος), στο κοινοτικό κεκτημένο, αλλά και στον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Μιας πολιτικής η οποία περιφρόνησε για ακόμη μια φορά την διεθνή νομιμότητα στο όνομα της «ουράς» του Ελσίνκι.

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία αποφασίστηκε στην Κοπεγχάγη δεν έγινε χωρίς όρους. Απλώς οι παραχωρήσεις με βάση τις οποίες λήφθηκε η απόφαση στην Κοπεγχάγη είχαν θεωρηθεί από την πλευρά μας ως στόχοι. Η μετατροπή του προβλήματος εισβολής και κατοχής σε διακοινοτικό, η οποία εκφράζεται με την πρόβλεψη για μη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο τμήμα της Κύπρου (και όχι στο κατεχόμενο), η αποσύνδεση της ένταξης της Τουρκίας από τη λύση του κυπριακού, η ολοκληρωτική αναγνώριση της κυριαρχίας των Αγγλικών βάσεων και κυρίως η αποδοχή του σχεδίου Ανάν ως βάση για λύση του κυπριακού.

Η λογική του «αυτόματου πιλότου» σε ό,τι αφορά τον εξευρωπαϊσμό και εκδημοκρατισμό της Τουρκίας οδήγησε στη φυσιολογική κατάρρευση της πολιτικής του Ελσίνκι, εφόσον η Τουρκία δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση διατεθειμένη να προβεί σε υποχωρήσεις στο κυπριακό ως αντιστάθμισμα για την ευρωπαϊκή της πορεία. Τα δημοψηφίσματα της 24ης Απριλίου 2004 επέτρεψαν στην Κυπριακή Δημοκρατία να ενταχθεί ομαλά στην ΕΕ και να βρεθεί σε θέση αξιολογητή έναντι της Τουρκίας. Εντούτοις ακόμα και την επόμενη μέρα των δημοψηφισμάτων η πολιτική ηγεσία παρουσιάστηκε άτολμη, ανήμπορη να συνειδητοποιήσει τα μηνύματα των καιρών και να χαράξει νέα πολιτική.

Σχεδίασμα Β΄

Η σχολή σκέψης της ιδεαλιστικής σχολής υποστηρίζει ότι η δημιουργία της ΕΕ οδηγεί την ευρωπαϊκή ιστορία σε δρόμο μιας κατεύθυνσης, χωρίς να υπάρχουν δυνατότητες επιστροφής. Η δημιουργία της ΕΕ σηματοδοτεί το τέλος της περιόδου των ευρωπαϊκών πολέμων και ανταγωνιστικών εξοπλισμών και την απαρχή της ευρωπαϊκής ειρήνης. Μιας ειρήνης που με δεδομένη την διεθνή κυριαρχία των ΗΠΑ δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο τέλος της διεθνούς αναρχίας και στο ξεκίνημα μιας παγκόσμιας συναδέλφωσης στηριγμένης στους άξονες «της πολυπολιτισμικότητας, της ειρήνης και της αδελφοσύνης». Η επιλογή της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας επιλύει ταυτόχρονα οποιαδήποτε περιφερειακά προβλήματα, όπως είναι το κυπριακό, εφόσον οι πιθανότητες ένοπλης σύρραξης, δημιουργίας τεχνητών κρίσεων και άσκησης εξωγενούς ελέγχου εξανεμίζονται. Η Τουρκία επέλεξε την ευρωπαϊκή πορεία, η οποία συνεπάγεται και υιοθέτηση των ευρωπαϊκών αρχών της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πορεία προς μια μελλοντική ειρηνική και ομοσπονδιοποιημένη Ευρώπη είναι επομένως, σύμφωνα με την οπτική αυτή αναπόφευκτη.

Αυτή η σχολή σκέψης διακρίνεται από μια χαρακτηριστική αφέλεια, η οποία συχνά οδηγεί στην κακουργηματική παραγνώριση των πραγματικών γεγονότων. Θα ήταν ίσως σκόπιμος ο παραλληλισμός με το παρόμοιο σκεπτικό της σχολής των ιδεαλιστών του μεσοπολέμου, οι οποίοι αντιμετώπιζαν την Κοινωνία των Εθνών ως την απαρχή μιας πορείας χωρίς γυρισμό προς την διεθνή ειρήνη. Το συμπέρασμα του Edward Hallet Carr στο Twenty Year Crisis είναι χαρακτηριστικό: Τον Χίτλερ τον εξέθρεψαν όσοι στηρίχθηκαν σε μια διεθνή πραγματικότητα, η οποία αν και δεν υπήρχε, θεωρήθηκε από τους θαυμαστές της ως ιδεώδης. Όταν όμως ένας αναλυτής στηρίζει την ανάλυση του αναφορικά με τη διεθνή πολιτική σε ανύπαρκτα πραγματικά γεγονότα, τα οποία θα επιθυμούσε να υπάρχουν, αν και δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, τότε ο αναλυτής αυτός είναι τσαρλατάνος. Ο τσαρλατανισμός, του οποίου χαρακτηριστικό είναι η άρνηση αντιμετώπισης των πραγματικών γεγονότων και η δημιουργία μιας θεωρίας στηριγμένης σε ανύπαρκτα δεδομένα, δεν μπορεί παρά να εκθρέψει το αυγό του φιδιού και σε τελική ανάλυση να οδηγήσει στην κοινωνική αποτελμάτωση (βλ. και Morgenthau, H., Politics among Nations).

Η σχολή του Ελσίνκι, δηλαδή η σχολή του κατευνασμού της Τουρκίας μέσα από την προώθηση της απρόσκοπτης ενταξιακής της πορείας άνευ όρων και προϋποθέσεων, χαρακτηρίζεται από την άρνησή της να διαλεχθεί με τα πραγματικά γεγονότα. Η συλλογιστική της σχολής του Ελσίνκι ήταν σχετικά απλή: «έτσι είναι, αφού έτσι μας αρέσει». Η ίδια συλλογιστική ακολουθήθηκε και σε σχέση με το σχέδιο Ανάν. Οι διατάξεις και η ανάλυση του σχεδίου ήταν αδιάφορες. Σημαντική ήταν μόνο η επίκληση προς την καλή θέληση και την αγάπη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, τον παλμό των εποίκων και άλλα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι με το σχέδιο Ανάν η Κύπρος μεταβαλλόταν σε ένα διαρκές προτεκτοράτο της Τουρκίας και της Αγγλίας παρέμενε για αυτούς αδιάφορο και ασχολίαστο.

Η 17η Δεκεμβρίου 2004 αποτελούσε ένα ορόσημο για την Κύπρο. Η Τουρκία, η οποία είχε θέσει ως στόχο την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ ζητούσε από τα 25 κράτη μέλη την έγκρισή τους. Η πλειοψηφία των κρατών μελών επιθυμούσε να διασφαλίσει ότι ακόμα κι αν η Τουρκία ολοκλήρωνε επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις και πάλι η ένταξη της θα παρέμενε αβέβαιη. Το πέτυχαν. Ακόμα κι αν η Τουρκία ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις, οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να την εμποδίσει να ενταχθεί. Ακριβώς επειδή η ένταξη της Τουρκίας είναι αβέβαιη, για την Κυπριακή Δημοκρατία η κρίσιμη ημερομηνία ήταν η 17η Δεκεμβρίου. Για τα υπόλοιπα κράτη μέλη, η 17η Δεκεμβρίου συνιστούσε μια αναβολή της απόφασης για 10-15 χρόνια. Για την Κυπριακή Δημοκρατία η 17η Δεκεμβρίου ήταν το σημείο σταθμός.

Είχαμε εκφράσει εξ αρχής την άποψη μέσα από δημοσιευμένη αρθρογραφία, ότι οι απαιτήσεις της Κύπρου θα έπρεπε να ήταν σαφείς, εναρμονισμένες με τους στόχους της ευρωπαϊκής ενοποίησης και αδιαπραγμάτευτες. Για το λόγο αυτό ο στόχος έπρεπε να είναι η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αποαναγνώριση του ψευδοκράτους. Η τελωνειακή ένωση δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση αναγνώριση ή ακόμα περισσότερο αποαναγνώριση του ψευδοκράτους. Αναφέραμε τότε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έδωσε ένα από τα πιο ισχυρά της διαπραγματευτικά χαρτιά με αντάλλαγμα αβέβαιες υποσχέσεις σχετικά με την πλέον αυτονόητη υποχρέωση ενός υποψήφιου κράτους μέλους, αχρηστεύοντας ένα ισχυρότατο χαρτί λόγω αποτυχημένης στρατηγικής και επιλογών. Η λύση όμως δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο μέσα από την συνειδητοποίηση πως η Κύπρος δεν πρέπει να αποτελεί πλέον αποικιοκρατικό κατάλοιπο, αλλά ισότιμο μέλος της Ενωμένης Ευρώπης, μέσα σε ένα όραμα που προϋποθέτει μια Κυπριακή Δημοκρατία, ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες της. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εμμονή στο δίκαιο.

Όταν δεν έχεις θέσει εξ αρχής στόχους, δεν μπορείς να εξακριβώσεις και κατά πόσο οι στόχοι επιτεύχθηκαν. Δεν μπορείς να κριθείς με βάση τις προσδοκίες που εσύ ο ίδιος θέτεις στο λαό. Οι υποστηρικτές του «λύση να ‘ναι κι όποια να ναι», τονίζουν πως το επικείμενο σχέδιο λύσης τύπου Ανάν, μπορεί να είναι λειτουργικό και βιώσιμο, εφόσον υπάρχει η καλή πρόθεση όλων των μερών, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας, στηριζόμενοι στην πρόθεσή της για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Ταυτόχρονα πιέζουν όπως υπογραφεί το οποιοδήποτε σχέδιο λύσης που να εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, προτού επιδειχθεί οποιαδήποτε καλή διάθεση από την τουρκική πλευρά και αδιαφορώντας για την πραγματοποίηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στο τουρκικό στρατοκρατορικό σύστημα, ως προϋπόθεσης για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ως αποτέλεσμα με την στρατηγική τους επιτυγχάνουν μόνο στο να στηρίζουν το τουρκικό στρατοκρατορικό καθεστώς και την παραφυάδα του το ψευδοκράτος Ταλάτ.