του Σταύρου Λυγερού

Ήταν αυτή τη φορά η σειρά του Ομπάμα να προσκρούσει στη νεο-οθωμανική στρατηγική και στη διογκωμένη τουρκική αυτοπεποίθηση. Ο Ερντογάν δεν έδωσε στον Αμερικανό πρόεδρο τίποτα απ' όσα του ζήτησε, ούτε αποστολή πρόσθετων δυνάμεων στο Αφγανιστάν ούτε καταδίκη της Τεχεράνης ούτε επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με το Ισραήλ. Παρ' όλα αυτά, ο Ομπάμα απέφυγε να πιέσει τον Τούρκο πρωθυπουργό και η επίσκεψη θεωρήθηκε σχετικά επιτυχής. Ο λόγος είναι ότι η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει την Τουρκία σαν περιφερειακή δύναμη κι όχι σαν κράτος-πελάτη.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Τουρκία πούλησε στους Δυτικούς δύο θεωρίες: Η πρώτη ήταν ότι μπορούσε να ασκήσει φιλοδυτική επιρροή στα νεοπαγή μουσουλμανικά κράτη της Κεντρικής Ασίας λόγω φυλετικών δεσμών. Ήταν η εποχή που ο Οζάλ κόμπαζε πως η επιρροή της Άγκυρας εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος. Η δεύτερη θεωρία ήταν ότι το κοσμικό καθεστώς της Τουρκίας λειτουργεί ως θετικό παράδειγμα προς μίμηση για το μουσουλμανικό κόσμο. Και οι δύο αυτές θεωρίες υιοθετήθηκαν από τη Δύση και λειτουργούν πια ως στερεότυπα.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις τραυματίστηκαν βαριά το 2003. Λόγω του Κουρδικού, η Εθνοσυνέλευση είχε αρνηθεί να επιτρέψει τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος με σκοπό το άνοιγμα του βορείου μετώπου στον πόλεμο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν. Παρά το σοκ, η κυβέρνηση Μπους κατάπιε την οργή της, επειδή συνέχισε να έχει ανάγκη την Άγκυρα. Αναφέρουμε δύο μόνο λόγους: Οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη τις κάθε είδους διευκολύνσεις στο τουρκικό έδαφος για να στηρίζει τη στρατιωτική παρουσία τους στο Ιράκ. Επίσης, μόνο μέσω της Τουρκίας μπορεί να παρακαμφθεί η Ρωσία στη ροή του κεντροασιατικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.

Η εξωτερική πολιτική του προέδρου Ομπάμα διαφοροποίησε, αλλά δεν ακύρωσε, τους παραπάνω λόγους. Αντιθέτως, τους ενίσχυσε. Επιπροσθέτως, θεωρεί ότι η Τουρκία είναι όχημα για να διαμορφώσει μια νέα σχέση με το μουσουλμανικό κόσμο. Γι' αυτό και ο Αμερικανός πρόεδρος πήγε εκεί αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Αναφορικά με το Ιράκ, οι Αμερικανοί θέλουν να διασφαλίσουν την επιρροή τους εκεί και μετά την αποχώρησή τους. Γι' αυτό προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν ευνοϊκό περίγυρο, που τους εξασφαλίζει και εύκολη πρόσβαση. Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το Ιράκ δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί και το αυτόνομο κουρδικό κρατίδιο στα βόρεια θα δυσκολευθεί να επιβιώσει εάν δεν τα βρουν με την Τουρκία. Το βασικό εμπόδιο είναι το κουρδικό ζήτημα. Γι' αυτό και οι Αμερικανοί προωθούν ένα συμβιβασμό. Από την Τουρκία ζητάνε να αποδεχθεί το αυτόνομο κουρδικό κρατίδιο στο βόρειο Ιράκ και να λύσει πολιτικά το Κουρδικό στο εσωτερικό της. Από την κουρδική ηγεσία στο Αρμπίλ ζητάνε δύο πράγματα: Πρώτον, να αναγνωρίσει στην Τουρκία αυξημένο ρόλο στην περιοχή. Δεύτερον, να διώξει το ΡΚΚ από το βόρειο Ιράκ. Βήματα έχουν γίνει και από τις δύο πλευρές, αλλά τίποτα δεν είναι ακόμα οριστικό.

Η Άγκυρα κρατά στα χέρια της καλά χαρτιά, αλλά το σημαντικότερο είναι πως τα παίζει δυνατά. Σε αντίθεση με την επιφυλακτικότητα και το μάλλον μονοδιάστατο χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής των κεμαλιστών, ο Ερντογάν ακολουθεί πολιτική δυναμικού εξωστρεφούς ανοίγματος στο πλαίσιο του νέου στρατηγικού δόγματος, που εύστοχα αποκαλείται νεο-οθωμανισμός.

Σύμφωνα μ' αυτό, η Τουρκία δεν πρέπει να συμπεριφέρεται σαν το ακραίο γεωπολιτικό φυλάκιο της Δύσης στην Ανατολή ούτε σαν η ιδανική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το αυτοκρατορικό παρελθόν της, ο όγκος της και οι δυνατότητες επιρροής της τη διευκολύνουν να αναδειχθεί σε αυτόνομη ηγετική περιφερειακή δύναμη. Για να το επιτύχει πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο και πολιτικές δεσμεύσεις στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς να χαλαρώσει τους δεσμούς της με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Στο νέο διεθνές περιβάλλον, η Άγκυρα ασκεί εξωτερική πολιτική με αυτοπεποίθηση και αίσθηση μεγαλείου. Διαπραγματεύεται τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την ΕΕ επί ίσοις όροις. Αυτοπροβάλλεται ως μια δύναμη που έχει και το ειδικό βάρος και την αποφασιστικότητα να κάνει το δικό της παιχνίδι και να αναδειχθεί ηγεμόνας στον μετα-οθωμανικό χώρο.

Eπίκαιρα