Ομιλία Γιώργου Λιλλήκα για το Κυπριακό

σε εκδήλωση του «Πολιτικού Ομίλου για την Πατρίδα

& την Δημοκρατία»

Πανιερώτατε,

Φίλε κύριε Παπαθεμελή,

Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,

Θέλω με την σειρά μου να ευχηθώ σε όλες και όλους Χρόνια Πολλά, υγεία και οικογενειακή ευτυχία και όπως σύντομα ο Ελληνισμός στο σύνολό του, κατακτήσει τη θέση που του αρμόζει και του αξίζει στον σύγχρονο κόσμο.

Επιτρέψετέ μου πρώτα να ευχαριστήσω τον πολύ αγαπητό φίλο κύριο Παπαθεμελή για την πρόσκληση του να παρευρεθώ στην ετήσια αυτή εκδήλωσή σας, για να μοιραστώ τις σκέψεις και τις ανησυχίες μου μαζί σας.  Θέλω, ακόμη, να ευχαριστήσω όλους εσάς για την παρουσία σας, την οποία ερμηνεύω ως ειλικρινή ένδειξη αγάπης, ενδιαφέροντος και συμπαράστασης στον αντικατοχικό αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού.  Δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω (έστω και αν γίνομαι κουραστικός) ότι το μέλλον της Ελλάδας και της Κύπρου είναι αλληλένδετο και αδιαχώριστο.  Οι κίνδυνοι και οι απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου έχουν την ίδια πηγή και τον ίδιο δράστη, που δεν είναι άλλος από τις νέο-οθωμανικές επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας. 

 Γι' αυτό και ο αγώνας μας είναι κοινός. Όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσουμε, όσο πιο νωρίς διαμορφώσουμε, ως Ελληνισμός, μια ενιαία διεκδικητική πολιτική και στρατηγική τόσο περισσότερες πιθανότητες ανατροπής των Τουρκικών σχεδιασμών έχουμε. Η υποτίμηση της απειλής και η ερμηνεία στη βάση ευσεβοποθισμών των Τουρκικών προθέσεων εγκυμονεί τεράστιους εθνικούς κινδύνους.

Τούτη τη χρονική στιγμή, βρισκόμαστε στο ενδιάμεσο των εντατικών συνομιλιών μεταξύ του Προέδρου κ. Δημήτρη Χριστόφια και του Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ταλάτ. Συνομιλιών που διεξάγονται υπό την σκιά και το βάρος των τελευταίων προτάσεων της Τουρκικής πλευράς, που αποδεικνύουν (και στους πλέον δύσπιστους ή πολιτικά αφελής) πως η Τουρκία αυτό που θέλει να διαπραγματευθεί δεν είναι τη λύση του Κυπριακού αλλά την παράδοση και ομηρεία του Κυπριακού Ελληνισμού.  Όπως και με το Σχέδιο Ανάν το 2004, έτσι και σήμερα, η Άγκυρα απροκάλυπτα και με θράσος διακηρύττει, με τον πλέον επίσημο τρόπο, πως δεν ικανοποιείται με το να διασφαλίσει, μέσα από τη λύση, όσα παράνομα και διά της στρατιωτικής βίας κατέλαβε πριν από 36 χρόνια. 

Η Τουρκία μέσα από μια Συνομοσπονδιακή λύση, υπό το μανδύα της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, στοχεύει στη δημιουργία ενός προτεκτοράτου που οι παραλυτικές του δομές και διαδικασίες θα το θέτουν υπό τον πλήρη πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχό της.  Στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας σε μακροπρόθεσμη βάση είναι ο εκτουρκισμός της Κύπρου μέσα από ένα νόμιμο μαζικό εποικισμό.

Αυτός είναι ο πολιτικός σχεδιασμός που κρύβεται μέσα στις προτάσεις που κατέθεσε ο κ. Ταλάτ και πού, σύμφωνα με τον Πρόεδρο Χριστόφια, συντάχθηκαν στο Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών και απλά ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, ως απλός διανομέας, μας τις μετέφερε.

Το δικαίωμα βέτο των Τουρκοκύπριων σε όλες τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, η παροχή στα Κρατίδια αρμοδιοτήτων και εξουσιών που μόνο κυρίαρχα Κράτη διαθέτουν (όπως η σύναψη εξωτερικών σχέσεων), το δικαίωμα των Τούρκων της Τουρκίας να εγκαθίστανται και να διακινούνται ελεύθερα στην Κύπρο (δικαίωμα παρεμπιπτόντως που δεν θα έχουν οι Έλληνες Κύπριοι) και η δυνατότητα παροχής σ' αυτούς της εσωτερικής ιθαγένειας του Τουρκοκυπριακού Κρατιδίου, η αριθμητική εξίσωση του 82% των Ελληνοκυπρίων με το 18% των Τουρκοκυπρίων, είναι μερικά μόνο δείγματα των σημερινών αναβαθμισμένων απαιτήσεων της Τουρκικής πλευράς.

Τι είναι όμως, αυτό που κάνει την Τουρκία να μην κρύβει πλέον τις επεκτατικές της βλέψεις;  Γιατί νιώθει τόση σιγουριά η Άγκυρα ώστε να μην διστάζει να καταθέσει προτάσεις που αντίκεινται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και προκαλούν και προσβάλλουν την εθνικής μας αξιοπρέπεια;

Ασφαλώς η στήριξη που οι ΗΠΑ προσφέρουν στην Τουρκία, όπως και η ανοχή που η διεθνής κοινότητα επιδεικνύει απέναντι στις Τουρκικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, είναι παράγοντες που εκτρέφουν την Τουρκική προκλητικότητα και αδιαλλαξία.  Μεγάλο μερίδιο ευθύνης, όμως, έχει και η δική μας πλευρά η οποία, με την αφελή και φοβική πολιτική της συμπεριφορά, επιτρέπει στην Τουρκία να επιτυγχάνει τους στόχους της χωρίς να αναλαμβάνει καμιά ευθύνη και χωρίς να πληρώνει κανένα τίμημα για την κατοχή Κυπριακών εδαφών.  Η πολιτική του εξευμενισμού της Τουρκίας αποδεικνύεται για μια φορά ότι είναι, όχι απλά αναποτελεσματική αλλά και, εθνικά επικίνδυνη.  Η πολιτική που χαρακτηρίζεται από φοβικά σύνδρομα αποθρασύνει την Τουρκία.  Η παροχή «γενναιόδωρων προσφορών» δεν κατευνάζει τις Τουρκικές ορέξεις, αντίθετα δημιουργεί νέες επεκτατικές βουλιμίες.

Η απομάκρυνση του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου από την Προεδρία σήμανε και το τέλος της αγωνιστικής και διεκδικητικής πολιτικής.  Η πολιτική του Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια μας πήρε χρόνια πίσω στη φιλοσοφία της πολιτικής του «καλού παιδιού».  Μιας πολιτικής που ακολουθήθηκε και στο παρελθόν και η οποία εκφράστηκε με διαδοχικές μονομερείς υποχωρήσεις που κατέστησαν αμφίβολη τη βιωσιμότητα μιας νόθας λύσης και αβέβαιη την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.   Από το ενιαίο Κράτος υποχωρήσαμε στο μοντέλο της Ομοσπονδίας και αργότερα της Διζωνικής – Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, για να φτάσουμε μέσα από διάφορα στάδια στο συνταγματικό και πολιτειακό τερατούργημα του Σχεδίου Ανάν, και σήμερα στη Συνομοσπονδιακή πρόταση Ταλάτ για εκτουρκισμό της Κύπρου.

 Εγκαταλείποντας την εθνικά αξιοπρεπή πολιτική του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο Πρόεδρος Χριστόφιας ακολούθησε μια πολιτική η οποία στηριζόταν σε τρεις άξονες και χαρακτηριζόταν από πολιτικές ψευδαισθήσεις και αφελείς εκτιμήσεις.  Ο πρώτος άξονας της Πολιτικής Χριστόφια, στηριζόταν στην ιδεολογική συγγένεια και φιλία του με τον κ. Ταλάτ.  Όπως ο ίδιος δημόσια διακήρυξε, πίστευε ότι «οι Τουρκοκύπριοι θα κάνουν επανάσταση κατά της Τουρκίας και από κοινού θα μπορέσουμε να την στριμώξουμε να αποδεχθεί τη λύση που οι Κύπριοι θα συμφωνούσαν».  Πίστωσε τον κ. Ταλάτ με καλή θέληση και πνεύμα συναίνεσης  και γι' αυτό στη δεύτερη τους συνάντηση, στις 23 Μαΐου 2008, συναίνεσε σ' ένα Κοινό Ανακοινωθέν που καθόριζε ότι η λύση θα οδηγήσει σε «ένα Κράτος Συνεταιριστικό» το οποίο θα δημιουργήσουν «δύο Συνιστώντα Κράτη».  Όπως ο ίδιος ο Πρόεδρος αργότερα μας εξήγησε, αυτό ήταν «δώρο προς τον φίλο του Μεχμέτ Αλή Ταλάτ για να τον βοηθήσει». 

 Ο δεύτερος άξονας της πολιτικής Χριστόφια εκφραζόταν με την σύναψη στρατηγικής συμμαχίας με τη Μεγάλη Βρετανία, την οποία ο ίδιος παλαιότερα, ορθά, έκρινε ως «τον κακό δαίμονα της Κύπρου».  Λίγες μόνο μέρες μετά την εκλογή του, υπέγραψε Μνημόνιο Συναντίληψης με τον Βρετανό Πρωθυπουργό, μέσα από το οποίο ο Κύπριος Πρόεδρος (παραβιάζοντας και παραδοσιακές θέσεις του ΑΚΕΛ) διασφάλιζε τους Βρετανούς στο ζήτημα της συνέχισης της παρουσίας των Βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στο νησί.  Αυτή η πολιτική, επανέφερε την μονοπωλιακή διαχείριση του Κυπριακού στη Βρετανία, θέτοντας τέρμα στην πολιτική του Τάσσου Παπαδόπουλου για ισότιμη εμπλοκή και των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας στο Κυπριακό.  Πίστευε ο Πρόεδρος Χριστόφιας ότι η «φιλία που έκτισε», όπως μας είπε, με τον Γκόρτον Μπράουν θα οδηγούσε σε στήριξη των δικαίων της Κύπρου από τη Βρετανία.

Ο τρίτος άξονας, ήταν αυτός της «πολιτικής ευελιξίας» στις συνομιλίες και απέναντι στην Τουρκία.  Ως έκφραση αυτής της ευελιξίας, ο Πρόεδρος Χριστόφιας φρόντισε η Τουρκία να περάσει αλώβητη την αξιολόγηση της από την Ευρωπαϊκή Ένωση τον περασμένο Δεκέμβρη.  Στις συνομιλίες φρόντισε να προσέλθει με μονομερείς υποχωρήσεις προσφέροντας ως δώρο την παραμονή 50.000 εποίκων, υιοθετώντας ως δική μας πρόταση την πάγια απαίτηση των Τούρκων για εκ περιτροπής Προεδρία και πολλά άλλα.  Πίστευε και προσδοκούσε πως με αυτές τις «γενναίες προσφορές» (όπως ο ίδιος τις χαρακτήρισε) η Τουρκία θα ανταποκρινόταν και θα επιδείκνυε πνεύμα συναίνεσης και συμβιβασμού.

 Μετά από 18 μήνες «ευέλικτης πολιτικής» και ένα μόλις μήνα μετά την ανώδυνη αξιολόγηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία υπέβαλε τις δικές της «συναινετικές» προτάσεις που προανέφερα.  Ούτε λίγο ούτε πολύ η Τουρκία μας είπε πως, για να δεχθεί να υιοθετήσουμε τις δικές της προτάσεις θα πρέπει να της δώσουμε ανταλλάγματα.  Με δεδομένο (και κατ' επανάληψη αποδεδειγμένο) ότι η Τουρκία, όσο περισσότερα της προσφέρεις τόσο περισσότερα ζητά, δεν θα εκπλαγώ αν όταν θα συζητηθεί το κεφάλαιο του εδαφικού, η Τουρκία να ζητήσει επιπλέον έδαφος.  Ο κ. Ταλάτ, όχι μόνο δεν έκανε επανάσταση κατά της Τουρκίας αλλά, σύμφωνα με τον Πρόεδρο Χριστόφια, έγινε ο αγγελιαφόρος της.  Δημόσια και χωρίς συνδυασμούς ο κ. Ταλάτ δηλώνει ότι για να υπάρξει λύση πρέπει να ικανοποιηθούν οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας.  Και ενώ ο Πρόεδρος Χριστόφιας μιλά για λύση «από τους Κύπριους για τους Κύπριους» (λες και είναι Κυπριακά τα στρατεύματα που εισέβαλαν στην Κερύνεια και κατέλαβαν την Μόρφου και την Αμμόχωστο), ο κ. Ταλάτ παραδέχεται ότι τις θέσεις και προτάσεις που καταθέτει τις επεξεργάζεται με την Άγκυρα.  Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να προβληματίζει τον Κύπριο Πρόεδρο ο οποίος εκφοβίζει τον Κυπριακό Ελληνισμό με το ενδεχόμενο εκλογής του κ. Έρογλου υπονοώντας ότι θα πρέπει να κάνουμε και άλλες υποχωρήσεις, για να βοηθήσουμε τον φίλο Ταλάτ. 

 Αν, όμως, όπως διαπιστώνει ο ίδιος ο Πρόεδρος Χριστόφιας, τις προτάσεις που κατατίθενται στο Τραπέζι των συνομιλιών τις διαμορφώνει η Άγκυρα και όχι ο κ. Ταλάτ προς τί ο φόβος να μην εκλεγεί ο κ. Έρογλου;  Τι θα αλλάξει;  Μήπως δεν θα είναι και αυτός αγγελιαφόρος της Άγκυρας;  Όσον δε αφορά τον εξαγνισμό του «φίλου και συντρόφου» Ταλάτ από τον Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το νόμο για την τιτλοποίηση σε Τουρκοκυπρίους, Τούρκους και ξένους των κατεχομένων περιουσιών των προσφύγων μας, δεν τον έκανε ο Ραούφ Ντενκτάς αλλά ο συναινετικός κ. Ταλάτ.  Αυτός, επίσης, είναι που έδωσε την παράνομη «Τουρκοκυπριακή Ιθαγένεια» σε δεκάδες χιλιάδες Τούρκους εποίκους.  Αυτές τις «φιλικές» πρωτοβουλίες του κ. Ταλάτ ανησυχούμε ότι θα χάσουμε σε μια πιθανή εκλογή Έρογλου;

 Οι «σύμμαχοι» Βρετανοί απέδειξαν τον περασμένο Δεκέμβριο, για μια ακόμα φορά, ότι η «φιλία» του Προέδρου Χριστόφια με τον Πρωθυπουργό Γκόρτον Μπράουν ένα και μόνο σκοπό μπορεί να εξυπηρετήσει: την απρόσκοπτη πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διαιώνιση της παρουσίας των βάσεων τους στην Κύπρο.

 Αυτά είναι τα αποτελέσματα της «ευέλικτης πολιτικής» του «καλού παιδιού».  Η πολιτική Χριστόφια που στηριζόταν σε ανιστόρητες ψευδαισθήσεις, προσωπικές φιλίες και χημείες και παραγνώριζε το γεωπολιτικό χαρακτήρα του Κυπριακού απέτυχε παταγωδώς.  Η πολιτική Χριστόφια κατέρρευσε γιατί στερείτο ρεαλισμού και αγνοούσε τους πραγματικούς στόχους της Τουρκίας.  Γιατί παραγνώριζε τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των συμμάχων τους στην περιοχή μας.  Απέτυχε γιατί δεν διδάχθηκε από την ιστορία.

 Το δυστύχημα είναι ότι, αντί ο Κύπριος Πρόεδρος και όσοι στηρίζουν την υποχωρητική του πολιτική, να προβληματιστούν μετά από τις τελευταίες Τουρκικές προτάσεις και να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους, προσπαθούν να πείσουν τον Κυπριακό Ελληνισμό πως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο των πολιτικών διολισθήσεων. 

Σε όσους, από εμάς, ασκούμε κριτική στην πολιτική των μονομερών υποχωρήσεων, απαντούν με το αστήρικτο και προσβλητικό στερεότυπο ότι «δεν θέλουμε λύση».  Στις προτάσεις μας για μια λύση που να ανατρέπει τα κατοχικά δεδομένα και θα οδηγεί σε μια λύση που θα εδράζεται στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, σ' ένα Κράτος δικαίου που θα λειτουργεί στη βάση των αρχών της δημοκρατίας, ο Πρόεδρος Χριστόφιας και οι πολιτικές ηγεσίες που τον στηρίζουν,  μας απαντούν πως η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχθεί μια τέτοια λύση.  Μας λένε στην ουσία ότι, δεν διαπραγματευόμαστε αυτό που είναι δίκαιο, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων μας αλλά αυτά που η Τουρκία μπορεί να δεχθεί.  Διαπραγματευόμαστε δηλαδή, ποιες από τις ακραίες και καταστροφικές απαιτήσεις της Τουρκίας θα δεχθούμε πλήρως και ποιες μερικώς.

 Για να καμφθούν οι αντιστάσεις του Κυπριακού Ελληνισμού, δεν διστάζουν να προσφύγουν στην κινδυνολογία και σε εκβιαστικά παραπλανητικά διλλήματα, όπως αυτό που πρόσφατα έθεσε ο Πρόεδρος Χριστόφιας δημόσια: «είτε θα δεχθούμε τη Δικοινοτική – Διζωνική Ομοσπονδία είτε θα έχουμε Διχοτόμηση».  Χωρίς ασφαλώς να μας πει ποια Διζωνική;  Ποια Ομοσπονδία;  Με ποιο περιεχόμενο;  Η λύση θα είναι κάτι μεταξύ των δικών μας υποχωρητικών προτάσεων και των ακραίων απαιτήσεων της Τουρκίας;  Θα είναι λίγο Ομοσπονδία και λίγο Συνομοσπονδία;  Κάτι δηλαδή σαν την Βοσνία – Ερζεγοβίνη που ακόμη τη διοικεί ένας Ευρωπαίος Τοποτηρητής;  Το «Συνεταιριστικό Κράτος» θα είναι κάτι μεταξύ του συστήματος της Δημοκρατίας και του Απαρτχάιντ;

 Το είπα ξανά και θα το επαναλάβω:  η διαπραγμάτευση λύσης στη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν ή και των Τουρκικών Προτάσεων καθιστά στα μάτια των Ελληνοκυπρίων τη διχοτόμηση πολύ ελκυστική.  Γι' αυτό, αντί οι υποστηρικτικές της πολιτικής Χριστόφια να δηλώνουν απογοήτευση και λύπη γιατί ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του Κυπριακού Ελληνισμού εκφράζει προτίμηση στη διχοτόμηση, χρησιμότερο είναι να διερωτηθούν για τους λόγους που κάνουν τη διχοτόμηση ελκυστική. 

 Και οι λόγοι δεν είναι άλλοι από την συμφωνία που διαπραγματεύονται και που οδηγεί σε μια λύση, η οποία θα είναι ο προθάλαμος της Τουρκοποίησης ολόκληρης της Κύπρου.  Αν το περιεχόμενο της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας είναι ένα κράτος δημοκρατικό, λειτουργικό και βιώσιμο που θα σέβεται και θα εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι Κύπριοι Έλληνες θα το αποδεχθούν και θα το στηρίξουν.  Αν, όμως, καταλύει το Κράτος, παραβιάζει τις αρχές του δικαίου και της Δημοκρατίας και οδηγεί στον εκτουρκισμό της Κύπρου, ο Κυπριακός Ελληνισμός θα το απορρίψει.  Μεταξύ Διχοτόμησης και Τουρκοποίησης ολόκληρης της Κύπρου ο Κυπριακός Ελληνισμός θα προτιμήσει το λιγότερο κακό.

 Όμως υπάρχουν και άλλες επιλογές.  Γιατί πρέπει να περιοριστούμε στην επιλογή μεταξύ δύο κακών;  Εμείς επιλέγουμε και προτείνουμε μια άλλη πολιτική η οποία θα επαναφέρει την Τουρκία προ των ευθυνών της και επανατοποθετεί το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής.  Μια διεκδικητική πολιτική που θα στηρίζεται  και θα οδηγεί σε απεγκλωβισμό από την Βρετανική διαχείριση του Κυπριακού και στην ανάπτυξη νέων στρατηγικών συμμαχιών με μεγάλες χώρες που αποδείχθηκαν διαχρονικά φίλοι μας.

 Αγαπητές φίλες και φίλοι,

 Τραγικά λάθη πολιτικής και η έλλειψη στρατηγικής μας οδήγησαν σε τραγική κατάσταση.  Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της Κύπρου και του Κυπριακού Ελληνισμού. 

Όλα δείχνουν πως εντός του 2010 θα ενταθούν οι πιέσεις πάνω στην Ελληνική πλευρά για νέες υποχωρήσεις,  έτσι ώστε να υπάρξει συμφωνία και δημοψήφισμα πριν από το τέλος του 2010.  Η παρέμβαση της Αμερικανίδας Υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και η παραίνεση της προς τον Πρόεδρο Χριστόφια να διαπραγματευθεί με ευελιξία πάνω στις Τουρκικές προτάσεις, η παραίνεση Νταβούτογλου προς τον Γ.Γ. του ΟΗΕ να παρέμβει δυναμικά στις συνομιλίες όπως έγινε το 2004, δηλαδή ασκώντας επιδιαιτησία, δεν είναι παρά μόνο η αρχή.

 Τώρα είναι η ώρα να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας.  Δεν αρκεί να κάνουμε διαπιστώσεις.  Απαιτείται αλλαγή πολιτικής και στρατηγικής ενόσω υπάρχει χρόνος.  Μεγάλες είναι και οι ευθύνες των Κομμάτων της συγκυβέρνησης που ενώ διαφωνούν με τους χειρισμούς του Προέδρου στο Κυπριακό αρκούνται σε ανεπαρκείς δημόσιες αποστασιοποιήσεις.

 Οι προκλητικές Τουρκικές προτάσεις μας επιτρέπουν να αποσύρουμε τις δικές μας υποχωρητικές προτάσεις, (που κακώς υπεβάλαμε) και να θέσουμε τον διάλογο σε νέα βάση.  Πρέπει και μπορούμε να θέσουμε την Τουρκία προ των ευθυνών της.  Χωρίς πολιτικό κόστος, Τουρκία και Βρετανία δεν πρόκειται να αλλάξουν πολιτική.  Μόνο όταν πιστέψουν ότι θα αποτύχουν σε στρατηγικούς τους στόχους και θα χάσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο, θα αλλάξουν πολιτική.  Δεν πρόκειται να το κάνουν για λόγους ηθικής ή πολιτικών τύψεων.

 Τώρα είναι η ώρα για αγωνιστική ενότητα.  Ενότητα λαού και ηγεσίας, όχι γύρω από πρόσωπα αλλά, γύρω από μια αγωνιστική, διεκδικητική και εθνικά αξιοπρεπή πολιτική.  Ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν κουράστηκε να αγωνίζεται.  Δεν είναι διατεθειμένος να παραδοθεί ούτε και να αποποιηθεί των δικαιωμάτων του.  Οι πολιτικές ηγεσίες πρέπει να αφουγκραστούν τον παλμό του λαού. 

 Ο Κυπριακός Ελληνισμός έχει συναίσθηση του χρέους του απέναντι στην ιστορία και τον πολιτισμό του, απέναντι στους προγόνους του αλλά και στις γενιές που μέλλεται να έρθουν.  Κι αν χρειαστεί θα ξαναπεί το περήφανο ΟΧΙ σε ένα νέο δημοψήφισμα.  Είμαστε μικρός λαός και δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε.  Μπορούμε, όμως, να πράξουμε αυτό που οφείλουμε.  Και θα το πράξουμε.