Είκοσι μία συμφωνίες -χαμηλής πολιτικής- υπεγράφησαν σήμερα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με τους δύο πρωθυπουργούς Παπανδρέου και Ερντογάν να χαρακτηρίζουν ιστορική την συνάντηση, καλώντας μάλιστα ο τούρκος πρωθυπουργός τους ιστορικούς του μέλλοντος να σημειώσουν την ημερομηνία, καταγράφοντας τις δηλώσεις του με την επισήμανση ότι οι σχέσεις των δύο χωρών αλλάζουν. Για τα ζητήματα όμως “υψηλής πολιτικής”, από τα λεγόμενά των δυο πρωθυπουργών φάνηκε ότι δεν είναι ώριμος ο χρόνος για την οποιαδήποτε κουβέντα πλήρους εξομάλυνσης των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας.

 

Το casus belli που έχει θέσει η τουρκική εθνοσυνέλευση στην Ελλάδα, αν αυξήσει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα, ο Ταγίπ Ερντογάν εκτίμησε ότι το ζήτημα θα επιλυθεί με τη διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Άφησε να εννοηθεί ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί προσφυγή στη Χάγη, λέγοντας ότι μία λύση στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας δεν μπορεί να επιβληθεί από τρίτους.

Για τις παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και τις παραβάσεις του FIR Αθηνών, ο Τούρκος πρωθυπουργός πρότεινε όλες οι πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών να γίνονται χωρίς οπλισμό, επισημαίνοντας ότι το Αιγαίο πρέπει να γίνει θάλασσα που ενώνει και δεν χωρίζει τους δύο λαούς.

Μιλώντας για το ίδιο θέμα, ο Γιώργος Παπανδρέου σημείωσε ότι το θέμα θα είχε λυθεί αν η Τουρκία εφάρμοζε τους κανόνες καλής γειτονίας και υπέβαλλε σχέδια πτήσης για τα αεροσκάφη που πετούν στο Αιγαίο. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε λόγος αναχαίτισής τους από ελληνικά μαχητικά.

Σχετικά με το Κυπριακό, ο Ταγίπ Ερντογάν επανέλαβε τις τουρκικές θέσεις, πρόσθεσε όμως ότι οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και την τουρκοκυπριακή κοινότητα θα συνεχιστούν από εκεί που είχαν σταματήσει πριν την εκλογή Έρογλου. Εκτίμησε ότι είναι εφικτή η επίτευξη συμφωνίας πριν το τέλος του έτους.

Ο Τούρκος πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ζητώντας να εκλέγεται απευθείας από τους πιστούς ο μουφτής.

Αναφορικά με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αποκάλυψε ότι πρόθεσή του ήταν να τον συνοδεύσει στο ταξίδι του τόσο ο κ. Βαρθολομαίος όσο και ο Τούρκος επικεφαλής θρησκευτικών υποθέσεων. Τελικώς, αυτό δεν κατέστη εφικτό, επειδή ο τελευταίος είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις.

 Διαβάστε ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΕ LIVE  ολόκληρη την συνέντευξη τύπου των κ.κ. Ερντογάν και Παπανδρέου

papandreou1Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Κύριε Πρωθυπουργέ της Τουρκίας, αγαπητέ Tayyip, είναι ιδιαίτερη χαρά που υποδεχόμαστε εσάς, τους Υπουργούς, τους συνεργάτες σας, αλλά και τόσους επιχειρηματίες από τη χώρα σας, εδώ, στην Αθήνα.

Δεν πρόκειται για μία συνήθη επίσκεψη και δεν ήταν άλλωστε αυτή η πρόθεση. Ονομάστηκε αυτή η επίσκεψή σας, αυτή η συνάντησή μας, «ιστορική». Βέβαια, αυτό εν τέλει θα το κρίνει η ίδια η ιστορία, αλλά μπορώ να διαβεβαιώσω όλους, από τη συνάντηση που είχα, ότι υπάρχει βούληση από πλευράς του Πρωθυπουργού της Τουρκίας, του κ. Tayyip Erdogan, όπως υπάρχει και η βούληση από τη δική μου πλευρά, αυτή η συνάντηση να μείνει πράγματι ιστορική.

Να δουλέψουμε και οι δύο πλευρές, για να εμπεδώσουμε ακόμη περισσότερο τη συνεργασία μας, αλλά και να θεμελιώσουμε, αντιμετωπίζοντας δύσκολα προβλήματα του παρελθόντος, την ειρήνη και τη φιλία.

Ήδη, όμως, ο αριθμός και το βάθος των συμφωνιών, που μόλις πριν από λίγο υπογράψαμε, είναι ένδειξη, αν όχι και απόδειξη της ιστορικότητας αυτής της συνάντησης.

Από την πρώτη επίσκεψή μου στην Τουρκία ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 2009, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου, διαπίστωσα αυτή την πολιτική βούληση από την τουρκική πλευρά, για την ενίσχυση της συνεργασίας μας και, θεωρώ τον Tayyip Erdogan, άνθρωπο που δεν φοβάται να πάρει θαρραλέες πρωτοβουλίες.

Ανταλλάξαμε επιστολές, που επιβεβαίωσαν την κοινή μας διάθεση και ετοιμότητα να επιδιώξουμε ενδυνάμωση, εμβάθυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και συνεργασία σε όλους τους τομείς, που θεωρούμε ότι είναι εφικτό.

Στους έξι μήνες που προηγήθηκαν της εδώ επίσκεψης του κ. Erdogan, οι επαφές μεταξύ αξιωματούχων των δύο χωρών, σε πολιτικό, αλλά και σε υπηρεσιακό επίπεδο, ήταν πολλές, συχνές και αποδοτικές. Οι επαφές αυτές και η προετοιμασία που προηγήθηκε, μας έδωσαν την ευκαιρία να αξιολογήσουμε πρώτα απ’ όλα τη μέχρι σήμερα πρόοδο στις διμερείς μας σχέσεις και να εντοπίσουμε τομείς, στους οποίους η συνεργασία μας θα μπορούσε να ενισχυθεί.

Επιθυμία και φιλοδοξία μας, ήταν και είναι η ανανέωση του πνεύματος συνεννόησης και εμπιστοσύνης που διέπνεε, αλλά και ενέπνεε τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας την περίοδο 1999-2004, γιατί τότε οι δύο χώρες μας, αλλά και οι δύο λαοί μας, και εγώ προσωπικά, από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, βιώσαμε τα τραγικά αποτελέσματα των σεισμών στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και την έμπρακτη έκφραση ανθρώπινης συμπαράστασης προς και από αλλήλους.

Επρόκειτο τότε για μια άνευ προηγουμένου απόδειξη της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών μας. Αναπτύχθηκε και αυθόρμητα, αλλά και συστηματικά μετά, και η διπλωματία των πολιτών.

Οι επαφές συνεχίστηκαν και κατέδειξαν αυτό που πάντα υποστηρίζαμε, ότι η προσπάθεια να κάνουμε τις σχέσεις μας καλύτερες, μέσα από τη διεύρυνση της συνεργασίας και της συνεννόησης μεταξύ των γειτονικών χωρών, είναι μια επιτακτική αναγκαιότητα.

Με άλλα λόγια, ότι η Ελλάδα και η Τουρκία, παρά τις διακυμάνσεις στη σχέση μας, εάν θέλετε, ίσως ακριβώς λόγω των διακυμάνσεων αυτών, έχουμε καθήκον να αναζητήσουμε, με επίγνωση των προβλημάτων που ασφαλώς υπάρχουν, δρόμους συνεργασίας και συνεννόησης.

Μέσα από μια τέτοια προσπάθεια, θα δρομολογηθούν οι εξελίξεις εκείνες, που θα κάνουν δυνατή την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, πάντα στη βάση του σεβασμού των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας.

Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να αξιολογήσουμε την πορεία των σχέσεών μας τα τελευταία 10 χρόνια και να συζητήσουμε πώς θα κάνουμε το νέο βήμα, ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός. Το διάστημα που προηγήθηκε αυτής της επίσκεψης, αναζητήσαμε επίσης πρακτικούς, αλλά και αμοιβαία επωφελείς τρόπους προώθησης της ελληνοτουρκικής συνεργασίας σε πολλούς και σημαντικούς τομείς.

Και είναι γνωστές οι αποφάσεις μας:

Πρώτον, για την εντατικοποίηση των διερευνητικών μας επαφών, ως προς τη διευθέτηση του ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Πραγματοποιήθηκε μάλιστα ο 43ος γύρος των διερευνητικών επαφών με νέα σύνθεση, στην Κωνσταντινούπολη.

Δεύτερον, με την ανακοίνωση πέντε νέων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Τρίτον, για τη διεύρυνση της δυνατότητας από κοινού ανάληψης πρωτοβουλιών, σε διεθνές και σε περιφερειακό επίπεδο.

Μία από τις αποφάσεις που λάβαμε, όμως, διαφοροποιεί σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζαμε μέχρι σήμερα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή είναι η απόφαση για τη σύσταση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, η ιδρυτική Σύνοδος του οποίου πραγματοποιήθηκε σήμερα στην Αθήνα.

Φιλοδοξία μας είναι, το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, να αποτελέσει το βασικό όχημα προώθησης της διμερούς μας συνεννόησης στους επονομαζόμενους τομείς «χαμηλής πολιτικής», που όμως είναι εξαιρετικά υψηλής σημασίας, στην οικονομία, στις πολιτικές μας σχέσεις, στις κοινωνικές και πολιτιστικές μας σχέσεις.

Ξεκινούμε από τους τομείς των διμερών πολιτικών σχέσεων, της προστασίας του πολίτη, της εκπαίδευσης, των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, της ενέργειας, του περιβάλλοντος και της πράσινης ανάπτυξης, του πολιτισμού, του τουρισμού, των μεταφορών και επικοινωνιών, καθώς και των ευρωπαϊκών υποθέσεων.

Ελπίζουμε, η συνεργασία στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου να διευρυνθεί, ώστε να συμπεριλάβει και άλλους τομείς, με τη συμμετοχή στο σχήμα αυτό και των κάθε φορά αρμόδιων Υπουργών Ελλάδας και Τουρκίας.

Μέσα από τις τακτικές επαφές, δύο φορές το χρόνο, σε επίπεδο Υπουργών και, μία σε επίπεδο Πρωθυπουργών, που προβλέπονται από αυτές τις πρακτικές διευθετήσεις του συγκεκριμένου μηχανισμού, οι Υπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας θα είναι σε θέση να επεξεργάζονται, να υλοποιούν συγκεκριμένα σχέδια και προγράμματα, καθώς και να εντοπίζουν τις νέες δυνατότητες συνεργασίας, με την κατάθεση προτάσεων, αλλά και με την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών από κοινού.

Μέσα από μια τέτοια, όλοι μας ελπίζουμε, αμοιβαία παραγωγική διαδικασία, εκτιμούμε ότι σύντομα θα έχουμε τα πρώτα πρακτικά, απτά αποτελέσματα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας σε πολλούς τομείς.

Κανένας μηχανισμός, πάντως, ή αν θέλετε καμία μεθοδολογία δεν είναι από μόνη της αρκετή για την ουσιαστική προσέγγιση των δύο κρατών. Αυτό που είναι ακόμα πιο κρίσιμο – και το χρειαζόμαστε – είναι οι πράξεις που θα αποτυπώνουν την κοινή μας βούληση. Πράξεις, προκειμένου η προσπάθεια προσέγγισης που καταβάλλουμε, να αποφέρει απτά αποτελέσματα, εκείνα τα αποτελέσματα που και οι δύο πλευρές, και οι δύο χώρες προσδοκούμε.

Πράξεις, που υπερβαίνουν τα στερεότυπα του παρελθόντος και ανοίγουν νέες προοπτικές ειρηνικής συνεργασίας και αλληλοσεβασμού για τους λαούς μας. Η προσπάθεια αυτή, βέβαια, δεν θα πρέπει να εμποδίζεται από πρακτικές, από αμφισβητήσεις, οι οποίες δεν συμβάλλουν στην ειλικρινή προσέγγιση των δύο χωρών, ενώ μάλιστα δεν αποφέρουν κανένα πολιτικό ή ακόμα και νομικό όφελος.

Επίσης, αναμένουμε τη συμβολή σας κ. Πρωθυπουργέ, για την επίτευξη μιας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού προβλήματος. Στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και σύμφωνα πάντα με τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να συμβάλει αποφασιστικά στην προοπτική αυτή, ώστε με την ορθή επίλυση του προβλήματος της Κύπρου, να επιτευχθεί και η ακόμα μεγαλύτερη προσέγγιση των χωρών μας.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την επιχειρούμενη προσέγγιση και με αίσθημα ευθύνης και με προσοχή, που απαιτείται, διότι θέλουμε ακριβώς αυτή η προσέγγιση να πετύχει. Να δώσει απτά και, θα έλεγα, και μεγάλα αποτελέσματα.

Αντιμετωπίζουμε αυτή την προσέγγιση, ως την επανεκκίνηση της διαδικασίας, στην οποία προστίθενται ουσιαστικά νέα στοιχεία, αλλά και η οποία, σε ό,τι μας αφορά, συνεχίζει να βασίζεται πάντα σε επίκαιρες αρχές, που διαχρονικά αποτελούν κοινό παρανομαστή της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, αρχές που υπαγορεύονται από την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, διαπνέουν και ορίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και καταγράφονται στο Κοινοτικό Κεκτημένο.

Αυτές οι αρχές είναι που εγγυώνται ένα κοινό μέλλον συνεννόησης και εμπιστοσύνης, ένα μέλλον φιλίας  και συνεργασίας. Είναι όμως και οι αρχές εκείνες, που οδηγούν στη διευθέτηση κάθε προβλήματος που μπορεί να προκύψει, με τρόπο ειρηνικό και δίκαιο.

Η Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή, στήριξε την τουρκική προσπάθεια ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πλήρες μέλος. Το έκανα και εγώ, προσωπικά. Η ένταξη στις ευρωπαϊκές δομές ως πλήρες μέλος προσφέρει σε κάθε χώρα την ευκαιρία, μέσα από μια απαιτητική, αλλά επωφελή τελικά διαδικασία, να υιοθετήσει και να προάγει τις ευρωπαϊκές αρχές και τα ιδεώδη και, μέσα από αυτή τη διαδικασία, να συμβάλει σε μια πολιτική σταθερότητας και ευημερίας για την ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και πέραν αυτής.

Βασικά στοιχεία, στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στην περαιτέρω προσέγγιση των δύο χωρών μας, είναι σαφώς ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου, των σχέσεων καλής γειτονίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών.

Είμαι αισιόδοξος, κυρίες και κύριοι, και αγαπητέ Tayyip, ότι το καινοτόμο και θαρραλέο βήμα που επιχειρούμε σήμερα, μπορεί να αποδώσει, ακριβώς διότι σήμερα υπάρχει αυτή η βούληση. Να αποδώσει, με στόχο την πρόοδο της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, και να εκπληρώσει προσδοκίες, θα έλεγα και το όραμά μας, για το μέλλον των δύο λαών, το όραμα που πιστεύω έχουν οι δύο λαοί μας, Έλληνες και Τούρκοι, να ζουν και να ζήσουν ειρηνικά, φιλικά, προάγοντας την ανάπτυξη, την ευημερία, την καινοτομία, τις καλές σχέσεις σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, για τους λαούς μας, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή.

Η συμβολή μας θα είναι για τους δύο λαούς μας, αλλά η συμβολή μας θα είναι και για την ειρήνη σε όλη την περιοχή, σε όλο τον κόσμο.

Και πάλι, καλώς όρισες Tayyip. Σου δίνω το λόγο.

(ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

erdoganRECEP TAYYIP ERDOGAN: Αγαπητέ φίλε, συνάδελφέ μου, αξιότιμε Γιώργο, αξιότιμα μέλη του Τύπου, κυρίες και κύριοι, αυτή η επίσκεψη στην Αθήνα με έχει γεμίσει χαρά και θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μου για την επίσκεψη αυτή.

Οι Υπουργοί μου, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου που είναι στη χώρα σας από χθες το βράδυ, εξέφρασαν την επιθυμία να ευχαριστήσω όλους εσάς, για την εξαιρετική φιλοξενία που τους επιφυλάξατε. Όλοι οι τεχνοκράτες, όλοι οι επιχειρηματίες, έχαιραν εξαιρετικής φιλοξενίας, εξαιρετικής υποδοχής και, πιστεύω ακράδαντα ότι, ζούμε μία ιστορική στιγμή. Το Ανώτατο Επιχειρηματικό Συμβούλιο και όλα τα μνημόνια και οι διακηρύξεις που υπογράψαμε, θα αλλάξουν την οπτική γωνία από την οποία κοιτάζουμε πια το μέλλον.

Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και, θα ήθελα από αυτήν εδώ τη θέση, να σας πω ότι τα πράγματα αλλάζουν. Είμαστε δύο παλιοί λαοί, που κατοικούμε την περιοχή εδώ και πολλούς αιώνες και, πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί, με τρόπο υποδειγματικό.

Στην πραγματικότητα, γνωριζόμαστε πολύ καλά. Υπήρξαν διάφοροι λόγοι, οι οποίοι μας οδήγησαν σε δυσάρεστες καταστάσεις και το γνωρίζουμε όλοι αυτό το πράγμα. Βέβαια, από την ανάδειξη της Κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Παπανδρέου, νομίζω ότι ξεκινήσαμε να βλεπόμαστε, να συναντιόμαστε, από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του.

Η επιστολή που του απέστειλα και η απάντηση που έλαβα σημείωνε την απαρχή μίας νέας πορείας, μίας νέας περιόδου. Δύο παλιοί πολιτισμοί, δύο ισχυροί ηθοποιοί της ιστορίας, νομίζω ότι είναι αποφασισμένοι να προσθέσουν νέα επιτυχή κεφάλαια στην ήδη υπάρχουσα ιστορία και, παρακαλώ τους ιστορικούς του μέλλοντος, να σημειώσουν αυτή τη δήλωσή μου.

Οι ευτυχισμένες στιγμές που έχουν βιώσει οι κάτοικοι πόλεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, θα έρθουν πάλι. Νομίζω ότι, είτε είμαστε κάτοικοι των ακτών και δραστηριοποιούμαστε στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, διαφόρων δραστηριοτήτων, είτε είμαστε κάτοικοι της ενδοχώρας,  πρέπει να μας διέπει ένα πνεύμα καλής γειτονίας και θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν κάποιες αρχές Δικαίου και καλής γειτονίας.

Πιστεύουμε ακράδαντα ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που πραγματοποιήθηκε μόλις πριν από λίγο, σηματοδοτεί αυτή τη νέα φάση στην ιστορία των σχέσεών μας. Οι Υπουργοί μας συναντήθηκαν τουλάχιστον δύο φορές μέχρι τώρα. Εμείς, ως Πρωθυπουργοί, αποφασίσαμε ότι θα συναντιόμαστε σε ετήσια βάση, εναλλάξ, μία φορά στην Τουρκία, και μία φορά στην Ελλάδα. Και θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς τα καθήκοντα που είμαστε υποχρεωμένοι να επωμιστούμε.

Η ελληνική πλευρά, η τουρκική πλευρά, θα αποφασίσει, η κάθε μία στον τομέα της, για τα δέον γενέσθαι. Η δουλειά δεν πρέπει να μείνει στα λόγια. Και φυσικά, ζητούμε, απαιτούμε από τους Υπουργούς και όλους τους εργαζόμενους, σε αυτό το πλαίσιο της συνεργασίας, να προβούν σε πράξεις.

Υπάρχουν Τούρκοι επενδυτές και στην Ελλάδα, λιγότεροι απ’ ό,τι υπάρχουν Έλληνες επενδυτές στην Τουρκία. Θα ζητήσουμε και θα τους ενισχύσουμε, για να προχωρήσουν περαιτέρω σε αυτή τους την επενδυτική δράση και, πιστεύουμε ότι μία από κοινού δράση, με επενδύσεις από κοινού σε τρίτες χώρες, θα είναι επωφελέστατη.

Η αντίληψη τής από κοινού δράσης, είναι η αντίληψη που διέπει την πράξη μας, από τώρα και στο εξής. Αποδίδουμε μεγάλη σημασία στη συνέργεια που θα δημιουργηθεί, με αυτό τον τρόπο.

Μόλις κάναμε ένα βήμα. Μιλήσαμε για τις θεωρήσεις διαβατηρίων, των ειδικών διαβατηρίων. Και βέβαια, το συντομότερο, ελπίζω και εύχομαι, θα θέλαμε και οι κάτοχοι των γαλάζιων διαβατηρίων να συμπεριληφθούν σε αυτά τα νέα μέτρα. Πιστεύω ότι θα μπορέσει να γίνει και αυτό.

Φυσικά, στο πλαίσιο του Σένγκεν, γίνονται κάποιες εξαιρετικές μεταχειρίσεις για την Σερβία. Η Σερβία έχει επωφεληθεί από κάποια ειδική μεταχείριση, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Σένγκεν. Γιατί όχι και η Τουρκία; Η Τουρκία, που διαπραγματεύεται την πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν κατανοώ επακριβώς αυτή τη διάκριση.

Ένα δεύτερο θέμα είναι η ενέργεια. Ξέρετε ότι υπάρχουν οι αγωγοί φυσικού αερίου προς την Ελλάδα, και εμείς θα επιθυμούσαμε οι αγωγοί αυτοί να επεκταθούν προς την Ιταλία – η Ελλάδα να δίνει φυσικό αέριο στην Ιταλία.

Επίσης, στο θέμα των μεταφορών, έχουμε υπογράψει μία εκτενέστατη συμφωνία και, πιστεύουμε ότι οι συμφωνίες αυτές, πέραν των οδικών μεταφορών, θα επεκταθούν και στα θέματα των θαλάσσιων και των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Ο τουρισμός, σημαντικότατη πηγή εσόδων για την Ελλάδα. Η Τουρκία έχει κάνει ένα άλμα, τα τελευταία εφτά χρόνια, στον τομέα του τουρισμού. Καταρχάς, η Ελλάδα είναι ένας σημαντικός, ένας σοβαρότατος τουριστικός προορισμός παγκοσμίως, και νομίζω ότι, τα τουριστικά πακέτα, τα εκδρομικά πακέτα, θα μπορούν να σχεδιάζονται από κοινού, ούτως ώστε οι επισκέπτες που έρχονται στην Τουρκία, να μπορούν να επισκέπτονται και την Ελλάδα και, οι επισκέπτες που έρχονται στην Ελλάδα, να κάνουν το ίδιο, αντίστοιχα, να επισκέπτονται και την Τουρκία. Είναι ένας ύψιστης σημασίας τομέας συνεργασίας. Έχουν υπογραφεί μνημόνια συνεργασίας επ’ αυτού του θέματος.

Επίσης, έχουμε το θέμα της τρομοκρατίας. Έχουμε σοβαρά προβλήματα στο θέμα της τρομοκρατίας. Η Ελλάδα και εμείς αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα και πρέπει να αυξήσουμε τον αριθμό των μέτρων, που θα ληφθούν από κοινού.

Επιπλέον, έχουμε σημαντικά ζητήματα στο θέμα της λαθρομετανάστευσης. Νομίζω ότι μία από κοινού δράση για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές.

Το περιβάλλον είναι ένα άλλο θέμα. Η είδηση του περιβάλλοντος είναι στην επικαιρότητα καθημερινά, ανά τον κόσμο. Η Τουρκία έχει κάνει κάποια σημαντικά βήματα επί του θέματος αυτού και, θέλω να πω ότι θα υποστηρίξουμε και θα στηρίξουμε κάθε κοινή προσπάθεια που θα γίνει, για το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Ως προς την οικονομία, υπάρχει μία παγκόσμια οικονομική κρίση, την οποία βιώνουμε άπαντες και η οποία πηγάζει από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και επεκτάθηκε φυσικά σε όλο τον κόσμο. Εγώ είπα ότι αυτό μας άγγιξε πολύ ελαφρά εμάς, την τουρκική οικονομία. Δεν είχαμε θέμα με τους ασφαλιστικούς φορείς, δεν είχαμε θέμα με τις τράπεζες. Βεβαίως, εμείς είχαμε παλαιότερες εμπειρίες, που μπορούμε να τις παρομοιάσουμε με τις εμπειρίες που βιώνει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα.

Καταλαβαίνουμε ότι διέρχεστε κάποια δύσκολη, δυσχερή περίοδο, και έχετε λάβει δύσκολες αποφάσεις. Θα πρέπει εδώ, απαιτείται δηλαδή η αλληλεγγύη προς την Κυβέρνηση και από την πλευρά της Αντιπολίτευσης. Εδώ, πρέπει η Αντιπολίτευση να συνεργαστεί με την Κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση αυτού του καθαρά εθνικού θέματος. Νομίζω ότι όλα τα πολιτικά κόμματα, όλα τα πολιτικά κινήματα, πρέπει να επωμιστούν αυτή την άκρως σημαντική ευθύνη.

Επίσης, εγώ δίνω μεγάλη σημασία στο θέμα της αύξησης του όγκου των εμπορικών συναλλαγών, των διμερών εμπορικών συναλλαγών. Βεβαίως, οι αριθμοί δεν είναι σοβαροί αυτή τη στιγμή. Εμείς φτάσαμε στα 2,5 εκατομμύρια δολάρια, ως προς τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών. Δεν μας ταιριάζει αυτός ο αριθμός.

Εμείς θα πρέπει να θέσουμε στόχο τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ – ας μιλήσουμε σε ευρώ και όχι σε δολάρια. Μπορούμε; Μάλιστα, μπορούμε. Έχουμε επενδυτές, που θα μπορούσαν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση, επιχειρηματίες που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι; Ναι, έχουμε. Και νομίζω ότι το πλαίσιο το οποίο έχει διαμορφωθεί, μας οδηγεί στην πεποίθηση, ότι δεν μπορούμε παρά να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.

Το έδαφος έχει προλειανθεί, είναι έτοιμο. Οι επιχειρηματικοί κύκλοι των δύο χωρών είναι αποφασισμένοι να πετύχουν αυτό τον στόχο. Θα βρεθούμε σε λίγο και θα συνομιλήσουμε και με εκείνους και, πιστεύουμε ότι εμείς, ως Κυβερνήσεις, ως ιθύνοντες, πρέπει να τους υποστηρίξουμε με κάθε δυνατό τρόπο και πρέπει να παραμερίσουμε κάθε εμπόδιο.

Θα ήθελα να επισημάνω το εξής: εμείς – και είμαι μάρτυρας, προσωπικά, αυτού του θέματος – είχαμε πάντα την Ελλάδα στο πλευρό μας. Μας στήριξε πάντα η Ελλάδα. Και την περίοδο την οποία διερχόμαστε, εγώ πιστεύω ότι θα είμαστε και εμείς στο πλευρό σας.

Η διαδικασία αυτή είναι ένα θέμα αλληλεγγύης, διμερούς και διεθνούς αλληλεγγύης. Οι φίλοι μας, οι συνάδελφοί μας, οι συνεργάτες μας, θα συνεχίσουν τις εκ του σύνεγγυς επαφές και, πρέπει να σας δηλώσω ότι, είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.

Θα ήθελα επίσης να δηλώσω ότι, στο θέμα των σχέσεων μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχουμε καμία άλλη επιλογή, από την πλήρη ένταξη.

Ας περάσουμε στο Κυπριακό. Αυτή τη στιγμή, έχει εκλεγεί ένας νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τι θα γίνει με αυτόν; Εμείς είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τις διαβουλεύσεις, που γίνονται μεταξύ των δύο Προέδρων, από το σημείο που τις άφησαν οι δύο προηγούμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας.

Θα μπορούν να συμμετάσχουν στις συνομιλίες και οι εγγυήτριες δυνάμεις, βεβαίως να συμμετάσχουν και εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών. Εμείς είμαστε διατεθειμένοι να ανοίξουμε τα μέγιστα αυτή τη διαδικασία συνομιλιών για το θέμα της Κύπρου. Είμαστε έτοιμοι. Σας το λέω με κάθε παρρησία.

Θα ήθελα, εν τω μεταξύ, να υπογραμμίσω και το εξής ζήτημα: εγώ θα ζητήσω από τον αξιότιμο φίλο μου, ως Ελλάδα, να συνεχίσει να υποστηρίζει αυτή τη διαδικασία που διεξάγεται  για το Κυπριακό. Είμαστε εγγυήτριες δυνάμεις, οφείλουμε να πετύχουμε τις προσπάθειές μας και να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα. Μέχρι το τέλος του χρόνου, νομίζω ότι θα μπορέσουμε να πετύχουμε το στόχο μας.  Όμως, πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες.

Όσο για το θέμα του Αιγαίου, εμείς δεν θέλουμε το Αιγαίο να μας χωρίζει. Θέλουμε να είναι η θάλασσα που μας ενώνει. Να είναι το σύμβολο της ειρήνης. Εμείς θα το καταφέρουμε αυτό. Ποιος θα έρθει να μας το επιβάλει αυτό; Φυσικά, εμείς είμαστε εκείνοι που θα διευθετήσουμε τα όποια θέματα υπάρχουν στο θέμα του Αιγαίου. Υπογραμμίζω, με ιδιαίτερη έμφαση, το θέμα αυτό.

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω, για άλλη μια φορά, για τη φιλοξενία σας και, να εκφράσω την ικανοποίηση και τη χαρά μου που βρίσκομαι πάλι εδώ, στη χώρα των πιστών μου φίλων, στη χώρα των αγαπημένων μου φίλων, και να σας διαβιβάσω τους χαιρετισμούς του Τουρκικού λαού. Σας ευχαριστώ πολύ.

BALKAC NILGUN (DOGUS MEDIA GROUP) : Μας είπατε αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ, ότι υπογράψατε 21 μνημόνια και διακηρύξεις. Αυτές οι συμφωνίες πραγματικά έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Αλλά σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων, υπογράψατε μια εγκύκλιο και υπάρχουν εργασίες επί αυτών.

Στο θέμα των μειονοτήτων, ποιοι είναι οι τίτλοι σας; Τι θα γίνει με τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, με την επαναλειτουργία της; Υπάρχει μια προσμονή από την ελληνική πλευρά. Και υπάρχει και το θέμα των Τούρκων στην Ελλάδα. Τι θα γίνει με αυτό;

Και υπάρχει και άλλο ένα θέμα, στο οποίο αναφερθήκατε προηγουμένως, που είναι το εξής: εσείς είπατε ότι θέλουμε το Αιγαίο να γίνει μια θάλασσα, ένα πέλαγος ειρήνης. Τα αεροπλάνα που υπερίπτανται του Αιγαίου, να είναι πολιτικά αεροπλάνα και όχι πολεμικά. Τι κάνατε επ’ αυτού; Τι να περιμένουμε;

(ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

RECEP TAYYIP ERDOGAN: Σε μένα ή στον φίλο μου;

BALKAC NILGUN (DOGUS MEDIA GROUP): Και στους δύο φυσικά, γιατί η Θεολογική Σχολή της Χάλκης είναι δικό σας θέμα. Ευχαριστώ πολύ.

(ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

RECEP TAYYIP ERDOGAN: Καταρχάς, είπαμε τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα να μην υπερίπτανται του Αιγαίου. Λέμε να μην είναι εξοπλισμένα τα αεροπλάνα και, αν γίνονται στρατιωτικές ασκήσεις, να γίνονται υπό πολύ ειδικούς όρους και, εν καιρώ, σε βάθος χρόνου, να γίνονται πάλι αφοπλισμένα, να υπερίπτανται αφοπλισμένα του Αιγαίου.

Αυτά τα αμοιβαία βήματα που κάνουμε, μας απομακρύνουν από άλλες εποικοδομητικές ενέργειες. Δεν γίνονται επενδύσεις. Δεν γίνονται επενδύσεις στην παιδεία ας πούμε, διότι γίνονται επενδύσεις στον εξοπλισμό. Δεν γίνονται επενδύσεις στην υγεία. Δεν γίνονται επενδύσεις σε πολύ καίριους τομείς και μπορούν τα κεφάλαια, τα οποία επενδύονται, τα εθνικά κεφάλαια που επενδύονται για τους εξοπλισμούς, να διαμοιραστούν στην κοινωνία.

Ξέρετε, υπάρχουν κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμα και στη Συνθήκη της Λοζάνης. Το είπα προηγουμένως και στο φίλο μου, και νομίζω ότι έχει λάβει και ο ίδιος πρωτοβουλίες επί του θέματος.  Διαβίβασα το θέμα και στον επικεφαλής των διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον κ. Egemen Bağış, όπως και στον κ.κ. Βαρθολομαίο, τον Παναγιότατο Πατριάρχη. Είπαμε ότι θα ζητήσουμε από τους υποψηφίους Πατριάρχες, να αποταθούν στο αρμόδιο Υπουργείο, για να αποκτήσουν την τουρκική ιθαγένεια.

Βέβαια, το ίδιο θέμα υπάρχει αντίστοιχα στη Δυτική Θράκη. Δεν υπάρχει εκλεγμένος μουφτής, υπάρχει διορισμένος μουφτής. Πρέπει να γίνουν εκλογές για τη Μουφτεία. Εμείς θεωρούμε και προσμένουμε από την Ελλάδα να κινηθεί με τον ίδιο τρόπο. Τον εκλεγμένο μουφτή, να τον επικυρώσει η Ελληνική Κυβέρνηση. Δηλαδή, να υπάρξει μία παραλληλία στον τρόπο με τον οποίο εκλέγονται  οι ιεράρχες.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί το εξής: όπως εμείς δεν θεωρούμε δικαίωμά μας να εκλέγουμε Πατριάρχη, έτσι και εσείς θα πρέπει να αναγνωρίσετε το δικαίωμα στη μουσουλμανική κοινότητα να εκλέγει τον δικό της θρησκευτικό ηγέτη. Και νομίζω ότι αυτό το θέμα πρέπει τάχιστα να λήξει.

Υπάρχει επίσης το θέμα του Ορφανοτροφείου στην Πρίγκηπο. Για το θέμα αυτό, εγώ επισκέφθηκα, συνοδεία του Παναγιότατου κ.κ. Βαρθολομαίου, το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου και, διαπιστώσαμε ότι σε επίπεδο νομικής διαδικασίας, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο και, πολύ σύντομα, όταν πλέον θα δημοσιευθεί η δικαστική απόφαση από το Διεθνές Δικαστήριο, θα τους παραδώσουμε το κτίριο, το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου.

Θα χαρούμε να το κάνουμε, είναι ένα εξαιρετικό σημείο της Πριγκήπου, της Κωνσταντινούπολης ολόκληρης, και αυτό δεν μας ενοχλεί, να έρθουν οι αρμόδιοι να αναπαλαιώσουν, να ανακαινίσουν το κτίριο.

Όσο για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, τόσο η Υπουργός Παιδείας μας, όσο και ο Υπουργός Επικρατείας, επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, πιστεύουν και οι δύο ότι θα υπάρξει ένα θετικό αποτέλεσμα στο θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Νομίζω ότι το ’72 σταμάτησε να λειτουργεί η Χάλκη.

Εγώ τη θυμάμαι την Χάλκη, όταν ήμουν μαθητής στην Ιερατική Σχολή, και μας είχε πάει να την επισκεφθούμε ο καθηγητής μας από το Λύκειο, ήταν ο καθηγητής Θρησκειολογίας, που είχε λάβει αυτή την πρωτοβουλία. Είχαμε διαπιστώσει τότε τον πλούτο της Βιβλιοθήκης της Θεολογικής Σχολής, με 36.000 τόμους βιβλίων. Αλλά υπήρχαν τότε μόνο 37 μαθητές που φοιτούσαν στη Θεολογική Σχολή και ο Διευθυντής της Θεολογικής Σχολής, ο Έλληνας Διευθυντής, ήταν καθηγητής Φιλοσοφίας.

Φυσικά, υπάρχει πάντα ένας Τούρκος Υποδιευθυντής σ’ αυτά τα σχολεία. Ένας από τους συμμαθητές ρώτησε τον Διευθυντή, το Σχολάρχη δηλαδή: «κύριε Καθηγητά, αυτά τα βιβλία, τα διαβάσατε όλα;». Και λάβαμε την εξής εξαιρετική απάντηση: «φίλε, έμειναν μόνο λίγες σελίδες από τα τελευταία περιοδικά-εγκυκλίους που έφτασαν τελευταία. Δηλαδή, μόνο τα περιοδικά που λάβαμε τελευταία δεν διάβασα εξ ολοκλήρου», είπε. Αυτό βέβαια ήταν μια πολύ καλή ένδειξη του χιούμορ που διέθετε ο αείμνηστος, τότε Σχολάρχης Σταυρουπόλεως.

Θα ήθελα όμως και ζητώ άδεια, για την αποκατάσταση του Φετιχέ Τζαμί στην Αθήνα. Εάν δοθεί αυτή η άδεια αποκατάστασης του Φετιχέ Τζαμί στην Αθήνα, θα είμαι  πάρα πολύ χαρούμενος.

Για την εγκύκλιο, να σας πω. Εγώ τη δημοσίευσα στην αρχή αυτής της εβδομάδας και αφορά όλα τα Υπουργεία. Και εδώ, θα μπορούσα να μιλήσω για μία θετικού τύπου διάκριση. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει, πέραν της ασφάλειας ζωής και εγγύησης ζωής, να υπάρχει και μία εγγύηση ελευθερίας πίστεως.

Χθες, και ο κ. Egemen Bağış απευθύνθηκε στους εκπροσώπους των θρησκευτικών δογμάτων στην Κωνσταντινούπολη, συνέφαγαν, και πολλοί εκπρόσωποι Τύπου παρευρέθησαν σε αυτό το δείπνο και, νομίζω ότι με την εγκύκλιο που υπεγράφη, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε πολλά από τα προβλήματα που υπάρχουν.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Είναι πολλά τα θέματα που τέθηκαν. Θέλω να ξεκινήσω όμως και εγώ, λέγοντας ότι η πρωτοβουλία μας να λειτουργήσει αυτό το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, η πρωτοβουλία μας να συνεργαστούμε σε τόσους τομείς, όπως λέμε «χαμηλής πολιτικής», πηγάζει από μία εμπειρία την οποία είχαμε, και είχα και προσωπικά, το 1999 και 2000.

Υπάρχουν μεγάλα θέματα, που ιστορικά τις τελευταίες δεκαετίες μας χώρισαν και έχουμε και διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά απ’ την άλλη μεριά, αυτά τα μεγάλα, ποτέ δεν θα τα αντιμετωπίσουμε, εάν δεν καλλιεργήσουμε μία κατανόηση της άποψης της άλλης πλευράς και αν δεν δημιουργήσουμε μια εμπιστοσύνη, η οποία θα βασίζεται σε ένα κοινό συμφέρον και σε ένα κοινό μέλλον.

Και ακριβώς, η συνεργασία μας σε πολλούς τομείς, μας βοηθά να εμπεδώσουμε αυτό το κοινό συμφέρον και το κοινό μέλλον, ώστε τα μεγάλα προβλήματα να τα δούμε μέσα από μια άλλη προοπτική. Μία προοπτική, μέσα από την οποία δεν δαιμονοποιούνται ζητήματα, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε ειλικρινά, έστω και αν διαφωνούμε, με το στόχο βεβαίως να συμφωνήσουμε.

Γι’ αυτό, θέλω να προσθέσω σε αυτά τα οποία είπε ο Πρωθυπουργός, ο κ. Erdogan, και δύο πρωτοβουλίες, στις οποίες επίσης συμφωνήσαμε. Μία πρωτοβουλία γύρω από το θέμα της κλιματικής αλλαγής, το οποίο είναι σημαντικό αυτή την εποχή, στο πλαίσιο της Μεσογειακής Ένωσης, διότι οι χώρες μας και η Ανατολική Μεσόγειος αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα. Αλλά και την προώθηση της συνεργασίας μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, τους οποίους διεκδικεί η Κωνσταντινούπολη για το 2020, καθώς και την αναβίωση της ιδέας της Ολυμπιακής Εκεχειρίας.

Θέλω επίσης να τονίσω ότι εμείς οι ίδιοι παίρνουμε πρωτοβουλία για το θέμα της βίζας Σένγκεν. Το γενικότερο ζήτημα της βίζας με την Τουρκία, βεβαίως, είναι ένα άλλο θέμα. Αυτό το οποίο όμως μπορούμε εμείς να κάνουμε, πρώτα απ’ όλα, είναι αυτό που ήδη κάναμε στη συμφωνία μας –  έχουμε καταργήσει τη βίζα και τα λεγόμενα «πράσινα» διαβατήρια από την Τουρκία.

Αλλά δεύτερον, θα πάρουμε πρωτοβουλία, έχοντας και την εδώ εμπειρία δοκιμής, πριν από κάποια χρόνια, ώστε να δούμε αν μπορούμε να έχουμε τις λεγόμενες «μονοήμερες εκδρομές» από την Τουρκία, από την τουρκική ακτή στα ελληνικά νησιά, και για Τούρκους, αλλά και για άλλους μη κοινοτικούς υπηκόους, ώστε να μπορούν να έρχονται στα ελληνικά νησιά για μια μονοήμερη εκδρομή, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, πιθανώς και χωρίς τη διαδικασία της βίζας.

Να το κάνουμε και δύο ημέρες μετά, να το κάνουμε και τρεις. Είμαι σίγουρος ότι εάν πηγαίναμε τώρα στα ελληνικά νησιά, θα έλεγαν και δύο και τρεις μέρες. Πρώτα απ’ όλα, όμως, πρέπει να πείσουμε τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι το σύστημα λειτουργεί και, αφού τους πείσουμε και το λειτουργήσουμε, θα διεκδικήσουμε και τα επόμενα, των δύο και τριών ημερών.

Και σίγουρα, αυτό θα δημιουργήσει ένα πακέτο, όπως πολύ σωστά είπε ο Πρωθυπουργός, όχι μόνο για τον τουρίστα που έτυχε να βρίσκεται στην Τουρκία, αλλά θα είναι ένα πακέτο, που μπορεί από κοινού να προβληθεί σε μακρινές χώρες, όπως είναι η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και άλλες, καθώς οι τουρίστες αυτοί συνήθως θέλουν να έχουν πολλαπλούς προορισμούς, όταν έρχονται στην περιοχή μας.

Θέλω επίσης να τονίσω ότι οι κοινές πρωτοβουλίες μας και σε διεθνή ζητήματα αφορούν – όπως είπα, θα πάρουμε πρωτοβουλία για τη Μεσόγειο γύρω από την κλιματική αλλαγή – και τα θέματα της οικονομίας. Όπως είπε ο Πρωθυπουργός, η οικονομική κρίση είναι μια διεθνής οικονομική κρίση. Πώς λειτουργεί μια διεθνής αγορά, είναι ζήτημα για όλα τα κράτη, και τα ευρωπαϊκά, και στις Ηνωμένες Πολιτείες που είχα πάει το συζητήσαμε και, βεβαίως, και στο G-20 όπου συμμετέχει η Τουρκία – η ανάγκη δηλαδή ρύθμισης της διεθνούς αγοράς, ώστε να μη βιώνουν οι χώρες αυτές τις δυσκολίες, όπως τις βιώσαμε εμείς πρόσφατα.

Θέλω όμως εδώ να τονίσω ότι ο Ελληνικός λαός είναι αποφασισμένος, και τα απαραίτητα μέτρα να προωθήσει – και τα έχουμε ήδη αποφασίσει – αλλά και να γίνουν οι μεγάλες αλλαγές, ώστε η Ελλάδα, δυνατή πια, ακόμα πιο δυνατή, να είναι μια οικονομία ανταγωνιστική, μια οικονομία βιώσιμη, μια οικονομία της ανάπτυξης, που θα συμβάλει ακόμα περισσότερο, απ’ ό,τι συμβάλει σήμερα – διότι έχει σημαντική συμβολή στην ευρύτερη περιοχή, με την παρουσία της στα Βαλκάνια, με τράπεζες, με επενδύσεις – στην ευμάρεια, στην ευημερία των χωρών και των λαών της περιοχής.

Και βεβαίως, πέραν της αντιπολιτευτικής κριτικής, που είναι μέρος του δημοκρατικού μας συστήματος, είμαι σίγουρος ότι όλες οι κοινωνικές δυνάμεις κατανοούν και στηρίζουν την Ελλάδα στις μεγάλες προσπάθειες που κάνει εθνικά η χώρα μας για την ενδυνάμωση της οικονομίας μας.

Θέλω να τονίσω τώρα πως, σε ό,τι αφορά την Κύπρο, εμείς ελπίζουμε ότι θα φτάσουμε – και ελπίζουμε και σύντομα – σε ένα σημείο, ώστε ενταγμένη η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με μια δίκαιη λύση, δικοινοτική και διζωνική, μία ομόσπονδη λύση, να μην χρειάζεται τις εγγυήσεις μας. Διότι τελικά, αυτές οι εγγυήσεις ήταν που, έχω την εντύπωση ότι, ιστορικά, διαίρεσαν, αντί να συνενώσουν τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους.

Θα στηρίξουμε την προσπάθεια που γίνεται μεταξύ των δύο κοινοτήτων, το διάλογο μεταξύ των δύο κοινοτήτων, όπως έχω κι εγώ στηρίξει επανειλημμένως τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον κ. Χριστόφια, σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια, για να βρούμε μια λύση.

Μια λύση, με την οποία θα μπορέσει η Κύπρος επιτέλους να είναι, όχι παράδειγμα προς αποφυγή, αλλά παράδειγμα προς μίμηση, μιας χώρας που ενώνει δύο διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες, κάτω όμως από κοινές αρχές και κοινούς θεσμούς και που, οπωσδήποτε, θα είναι και ένα σύμβολο φιλίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Σε ό,τι αφορά το θέμα των πολιτιστικών μνημείων, ήδη υπογράψαμε ένα μνημόνιο μεταξύ των δύο Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού. Και χαίρομαι που θα προχωρήσουμε, σύμφωνα με το μνημόνιο αυτό, και στην αποκατάσταση σημαντικών μνημείων, θρησκευτικών ή και άλλων αρχαιολογικών μνημείων, εκατέρωθεν.

Ήδη, εμείς έχουμε αποφασίσει να γίνει η ανακαίνιση και αποκατάσταση του Φετιχέ, και νομίζω ότι αυτό είναι μία ένδειξη της βούλησής μας. Και βεβαίως, θα έχω την ευκαιρία να δώσω ένα επιπλέον δώρο στον Πρωθυπουργό, που αναδεικνύει τα μουσουλμανικά μνημεία, που έχουν αποκατασταθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, τα οποία είναι πολύ σημαντικά νομίζω και οπωσδήποτε είναι θέματα που δημιουργούν ευαισθησίες σε όλο τον κόσμο.

Πράγματι, το θέμα των θρησκειών είναι σημαντικό. Και ο Πρωθυπουργός, κ. Erdogan, συμμετέχει σε αυτό το διάλογο των πολιτισμών. Θα βρίσκομαι και εγώ στη Βραζιλία σε λίγες μέρες, όπου θα συναντηθούμε, και ο ίδιος και εγώ, με τον Πρόεδρο Λούλα, καθώς εκεί θα γίνει μια συνάντηση για το θέμα του διαλόγου των πολιτισμών. Είναι από τα δύσκολα θέματα, τα οποία, αντί να μας χωρίζουν, πρέπει να μας ενώσουν.

Θέλω εδώ να τονίσω ότι, εμείς θέλουμε να σεβαστούμε, και ο καθένας να σέβεται, τις παραδόσεις, τις αρχές και τις εσωτερικές λειτουργίες κάθε θρησκείας.

Και θα έλεγα ότι το ζήτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, δεν είναι ένα θέμα διμερές. Όπως επίσης τονίζω, ότι το θέμα των μουσουλμάνων της Θράκης, δεν είναι ένα διμερές θέμα. Είναι θέμα, να είμαστε πρώτα απ’ όλα σωστοί με τον εαυτό μας, σωστοί με τις δημοκρατικές αρχές προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών δικαιωμάτων.

Εγώ θεωρώ ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είναι ένα προτέρημα για την Τουρκία. Και βεβαίως, για τους ορθόδοξους ανά τον κόσμο, δεν είναι απλώς μία ακόμα ενορία, είναι το κέντρο της Ορθοδοξίας ανά τον κόσμο, ανά την υφήλιο και, οπωσδήποτε, υπάρχει ευαισθησία των ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο, αλλά και καθενός, ο οποίος θέλει να υπάρχει σεβασμός προς τις θρησκευτικές ελευθερίες. Άρα, λοιπόν, θεωρώ ότι είναι προς όφελος της Τουρκίας, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή της πορεία, ακριβώς να αναδείξει και να σεβαστεί αυτές τις θρησκευτικές ελευθερίες που αφορούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Όπως και εγώ, προσωπικά, αγαπητέ μου Tayyip, στο διάβα του δικού μου πολιτικού βίου, έχω στηρίξει έμπρακτα και με αποφάσεις τα δικαιώματα των συμπολιτών μας στην Ελλάδα μουσουλμάνων. Και αυτό το έκανα, όχι λόγω διμερών ή οποιωνδήποτε άλλων σχέσεων. Το έκανα, διότι θεωρώ ότι είναι δίκαιο να αισθάνονται οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας, ως ισότιμοι πολίτες με κάθε άλλον πολίτη της χώρας μας.

Γι’ αυτό και όταν υπήρξαν αδικίες, και υπήρξαν αδικίες, εγώ ήμουν μπροστά, και θα είμαι μπροστά, για να μπορέσω να συμβάλω, όποτε υπάρχει μια οποιαδήποτε αδικία, για οποιονδήποτε πολίτη, πόσο μάλλον για οποιαδήποτε μειονότητα στα Βαλκάνια ή οπουδήποτε αλλού.

Φίλες και φίλοι, όπως βλέπετε – και αυτό νομίζω είναι το θετικό αυτής της προσέγγισής μας – ο Tayyip και εγώ, είμαστε πολύ ειλικρινείς μεταξύ μας. Και είμαστε πολύ ειλικρινείς μεταξύ μας, διότι θέλουμε, προβλήματα του παρελθόντος, να μπορέσουμε να τα αντιμετωπίσουμε, βεβαίως, πάνω στη βάση αρχών και κανόνων, ώστε αντιμετωπίζοντάς τα, να πάμε μπροστά. Έχουμε τεράστιες δυνατότητες.

Και έμαθα από τους επιχειρηματίες εδώ, Tayyip, ότι πάει πολύ καλά το Συνέδριο, πάρα πολύ θετικά, υπάρχουν πολύ σημαντικές εξελίξεις, και αυτό δείχνει και το δυναμισμό των δύο χωρών μας, και τις δυνατότητες του επιχειρηματικού κόσμου των δύο χωρών, αλλά και τις τεράστιες δυνατότητες που έχουμε, Ελλάδα και Τουρκία, όταν συνεργαζόμαστε.

Β. ΜΟΥΡΤΗΣ (ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ): Θα ήθελα να απευθύνω ορισμένες ερωτήσεις στον κ. Erdogan, αλλά βεβαίως θα ήθελα και την άποψη του κ. Παπανδρέου.

Κύριε Πρωθυπουργέ της Τουρκίας, και σήμερα, όπως και στο παρελθόν, σε ανάλογες συναντήσεις, ακούσαμε καλές προθέσεις. Αλλά λείπουν οι πράξεις. Και επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ορισμένα εμπόδια που υπάρχουν, ώστε να γίνουν πράξεις οι καλές προθέσεις που διατυπώθηκαν και σήμερα και τις ακούσαμε.

Είναι βέβαιο ότι το αεροπλάνο το δικό σας, που σας έφερε σήμερα από την Τουρκία εδώ, δεν παραβίασε τον ελληνικό εναέριο χώρο. Όμως, πολλά τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη σήμερα έκαναν πολλές παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Είναι κάτι το οποίο ζούμε καθημερινά εδώ στην Ελλάδα και πρόκειται μάλλον για μονομερείς ενέργειες. Και θα ήθελα να σας ρωτήσω στο σημείο αυτό, εάν σκοπεύετε να κάνετε κάτι, ώστε να σταματήσουν όλες αυτές οι παραβιάσεις.

Δεύτερον. Η Τουρκική Εθνοσυνέλευση, η Τουρκία μάλλον, απειλεί ακόμα την Ελλάδα με «casus belli», σε περίπτωση που προεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 μίλια. Θα συνεχίσετε να το διατηρείτε το «casus belli»;

Τρίτον. Η Κύπρος είναι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία έχει στρατό κατοχής εκεί. Είναι το μόνο τείχος που υπάρχει στον ελεύθερο κόσμο. Θα το γκρεμίσετε κ. Ερντογάν; Γιατί υπάρχει και μια ελληνική παροιμία, την οποία θα ήθελα να θέσω υπ’ όψιν σας, που λέει ότι «ο τρώσας και ιάσεται». Εσείς εισβάλατε, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο.

Τέταρτον. Δεν ανοίγετε τα λιμάνια και τα αεροδρόμια στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Πιστεύετε ότι έτσι θα είναι καλή, ομαλή η πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τη στήριξη που της παρέχει η Ελλάδα και η Κύπρος; Και όπως σας είπα, θα ήθελα και τη γνώμη του κ. Παπανδρέου στα θέματα αυτά. Ευχαριστώ  πολύ.

(ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

RECEP TAYYIP ERDOGAN: Βέβαια, εγώ τώρα, στο λίκνο της Δημοκρατίας, οφείλω να απαντήσω δημοκρατικά, κι εσείς να το σημειώσετε παρακαλώ.

Ως προς το πρώτο θέμα, σχετικά με το «casus belli», θα πρέπει να δείτε γιατί η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε το «casus belli». Θα πρέπει να το εξετάσετε το θέμα. Τώρα, αυτή τη στιγμή, έγιναν οι 44ες συνομιλίες, διαβουλεύσεις και, όταν θα έχουν καταλήξει κάπου, νομίζω ότι θα λυθεί το θέμα του «casus belli». Όμως, αυτό δεν είναι θέμα που μπορεί να λυθεί μονομερώς.

Είπα πριν λίγο ότι, αυτά τα αεροπλάνα που υπερίπτανται του Αιγαίου, δεν πρέπει να είναι εξοπλισμένα. Τα ελληνικά αεροπλάνα είναι επίσης εξοπλισμένα. Παρακολουθούνται αυτά τα αεροπλάνα από τις ΝΑΤΟϊκές βάσεις και υπάρχουν τα πρακτικά, είναι εγγεγραμμένα στα πρακτικά. Στα πρακτικά του ΝΑΤΟ, οι πτήσεις αυτές δεν έχουν σημειωθεί ως παραβιάσεις. Δεν γίνονται παραβιάσεις; Δυστυχώς, γίνονται και δεν τις εγκρίνουμε και δεν θέλουμε να γίνονται.

Όμως, όπως είπα και προηγουμένως, επιθυμώ να αφοπλιστούν αυτά τα αεροπλάνα, να αφαιρέσουμε τις βόμβες από τα πολεμικά αεροπλάνα. Αυτό είναι ένα πρώτο βήμα, σε ένα θέμα που πρέπει να βρει μια λύση.

Ένα άλλο θέμα είναι τα στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο. Ξέρετε, πριν από λίγο καιρό, ζήσαμε το θέμα του σχεδίου Ανάν. Δεν αναφέρομαι στην προ του Βίρκενστοκ περίοδο. Εγώ, προσωπικά, ζήτησα από τον κ. Ανάν στο Νταβός να ξεκινήσουν οι προσπάθειες διαμεσολάβησης για το Κυπριακό από τα Ηνωμένα Έθνη. Ο κ. Ανάν δεν ήταν έτοιμος να το δεχθεί.

Επιμείναμε και του υποσχέθηκα ότι εμείς θα είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτό υποσχέθηκα στον κ. Ανάν. Στη συνέχεια, στο Βίρκενστοκ, όπου παρευρεθήκαμε τρεις ολόκληρες ημέρες, παρακολουθήσαμε τις εργασίες. Σημειώστε την ημερομηνία: Απρίλιος 2004. Πού φτάσαμε σε αυτές τις προσπάθειες; Φτάσαμε στο σημείο, όπου μας πρότειναν, ο κ. Καραμανλής, ο κ. Παπαδόπουλος ήταν απέναντί μου, και εγώ, μαζί με το νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, παρουσία του κ. Ανάν, ακούσαμε την εξής πρόταση από ελληνικής πλευράς: «ελάτε να αναβάλουμε αυτό το θέμα».

Ο κ. Ανάν με ρώτησε «τι λέτε εσείς γι ‘αυτό;» Του απάντησα ότι «εγώ σας υποσχέθηκα ότι πρέπει να αρχίσει η διαδικασία επανένωσης του νησιού». Τότε, ο κ. Ανάν εστράφη προς τον κ. Παπαδόπουλο και προς τον κ. Καραμανλή και είπε «δεν μπορούμε να αναβάλουμε το θέμα, πρέπει να υπογράψετε ότι θα γίνει το δημοψήφισμα». Μετά από μια εβδομάδα, έγινε το δημοψήφισμα. Τι έγινε; Η Βόρεια Κύπρος ψήφισε κατά 65% υπέρ της επίλυσης του Κυπριακού, ενώ η νότια πλευρά δεν το υπερψήφισε. Το 75% των Ελληνοκυπρίων ψήφισε «όχι».

Ωστόσο, εμείς είχαμε υποσχεθεί ότι θα μειωθούν τα στρατεύματα, θα φτάσουν μέχρι τον αριθμό των 650 Τούρκων στρατιωτικών στην Κύπρο. Όπως ξέρετε, στην Κύπρο, υπάρχουν και Έλληνες στρατιωτικοί.

Τώρα, πού βρισκόμαστε: η Νότια Κύπρος έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Βόρεια Κύπρος δεν έγινε αποδεκτή. Δηλαδή, δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις. Τι θα γίνει τώρα; Τώρα, η Βόρεια Κύπρος, σύμφωνα με τις συμφωνίες, απευθύνεται προς την Τουρκική Δημοκρατία, την εγγυήτρια δύναμη. Αυτή τη στιγμή, η Βόρεια Κύπρος έχει γίνει αποδεκτή, ως παρατηρητής, στην Οργάνωση των Ισλαμικών Χωρών.

Ο κ. Σρέντερ, όταν παρακολουθούσε το θέμα, χρησιμοποίησε την εξής έκφραση: «υπήρξε ανηθικότητα» είπε, «δεν ήταν ηθική η συμπεριφορά προς την Τουρκία, προς την Τουρκοκυπριακή πλευρά». Όπως είπα και πιο πριν, εάν μπορέσουμε να δουλέψουμε εντατικά, θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια λύση του Κυπριακού. Βιώσιμη, σταθερή λύση του Κυπριακού.

Στο θέμα των λιμανιών, εμείς τοποθετηθήκαμε επί Φιλανδικής Προεδρίας στην Ε.Ε. και απαντήσαμε στη Φιλανδική Προεδρία ότι, εάν υπάρξει αμοιβαιότητα στο θέμα του ανοίγματος των λιμανιών για πλοία με κυπριακή σημαία, όπως και αποδοχή των πλοίων με τουρκική σημαία στα λιμάνια της Νότιας Κύπρου, τότε θα προχωρήσουμε. Αυτό δεν έγινε κι έτσι είμαστε σε βήμα σημειωτόν.

Θέλουμε όμως αμοιβαιότητα, δεν μπορούμε να το κάνουμε μονομερώς αυτό το πράγμα.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Να δώσω κι εγώ κάποιες απαντήσεις στην ερώτηση αυτή. Συζητάμε αυτά, και αν πάμε στα νησιά του Αιγαίου, υπάρχει ένα παράδοξο. Από τη μια μεριά, λέμε και χαιρόμαστε ότι, πιθανώς, να μπορούμε να καταργήσουμε ή να ξεπεράσουμε τις διαδικασίες Σένγκεν, και να φέρουμε Τούρκους τουρίστες, και μία και δύο και τρεις μέρες στα νησιά μας και, από την άλλη, πολλές φορές, αν βρίσκεσαι στο νησί αυτό, βλέπεις να υπερίπτανται και να παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο τουρκικά μαχητικά.

Εγώ θεωρώ ότι, το πρώτο που βλέπουμε, είναι το μέλλον. Το άλλο που βλέπουμε, επάνω, με τις εναέριες μάχες, είναι το παρελθόν. Πρέπει να αφήσουμε το παρελθόν και να πάμε στο μέλλον.

Πώς θα το κάνουμε; Πιστεύω ότι πίσω από αυτό, υπάρχει ένας φόβος. Σίγουρα εμείς, με τα πολλά νησιά και με την εμπειρία της Κύπρου, έχουμε έναν φόβο και είμαστε ειλικρινείς. Μπορεί η Τουρκία κάποια στιγμή να αποφασίσει να πάρει ένα ελληνικό νησί; Υπάρχει αυτός ο φόβος. Μην γελάτε. Δυστυχώς, υπάρχει φόβος. Μακάρι να ήταν τόσο απλό.

Μπορεί όμως εσείς, η Τουρκία, να φοβάται ότι η Ελλάδα θα επιτεθεί στην Τουρκία. Μπορούμε να φύγουμε από αυτούς τους φόβους; Επιτέλους, μπορούμε. Με κάποιους απλούς κανόνες. Με κάποιες καλές πρακτικές. Με κάποιες αρχές, που θα τηρούμε όλοι μας, όπως κάνουν οι καλοί γείτονες. Καλή γειτονία σημαίνει, όταν πρόκειται να μπω στον εναέριο χώρο, θα χτυπήσω πρώτα την πόρτα. Θα χτυπήσω την πόρτα, θα πω «θα μπω στον εναέριο χώρο σου».

Αυτό είναι που λέμε εμείς – σχέδια πτήσης. Αν η Τουρκική Αεροπορία δίνει σχέδια πτήσης για το πού θα πάει, δεν θα υπήρχε αναχαίτιση από ελληνικά αεροπλάνα, και δεν θα υπήρχε αναχαίτιση από ελληνικά αεροπλάνα με εξοπλισμό, με βόμβες. Τόσο απλά.

Δεν είναι η ώρα αυτή τη στιγμή να κάνουμε μια δημόσια συζήτηση και διαπραγμάτευση, αλλά πιστεύω ότι εμπεδώνοντας το αίσθημα εμπιστοσύνης, αυτά είναι θέματα που μπορούμε να αφήσουμε στο παρελθόν. Να φύγουμε από τις φοβίες και με απλές λύσεις να πάμε στο μέλλον. Και να μπορούμε να μιλάμε μόνο για το πόσοι τουρίστες, Τούρκοι και άλλοι, από άλλες περιοχές της γης, θα έρθουν στα νησιά μας, ελληνικά ή τουρκικά νησιά. Αυτό θέλουμε να τελειώσουμε. Και ξέρω ότι η βούληση του Πρωθυπουργού της Τουρκίας, του Tayyip Erdogan, είναι ίδια με τη δική μου: να πάμε μπροστά.

Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Ξέρω τη βούλησή της. Δεν γνωρίζω, δεν ήμουν εγώ στο Βίρκενστοκ. Όπως ξέρετε, ήμασταν τότε αντιπολίτευση, δεν μπορώ να γνωρίζω τα ιστορικά γεγονότα, αυτά βεβαίως θα τα γράψουν οι ιστορικοί.

Μπορώ όμως να πω κάτι. Είχε θάρρος ο Τούρκος Πρωθυπουργός. Είχε μεγάλο θάρρος ο Τούρκος Πρωθυπουργός και θα σας πω γιατί. Μπορεί να διαφωνούμε, ή να μην υπήρξε λύση, ή να μην ψήφισε η ελληνοκυπριακή πλευρά και να ψήφισε η τουρκοκυπριακή πλευρά.

Όταν πρωτοπήγα στην Τουρκία ως Υπουργός Εξωτερικών, Tayyip, συνάντησα τον Bülent Ecevit. Ήταν τότε Πρωθυπουργός. Και βεβαίως, ως Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, συζήτησα μαζί του διάφορα θέματα και, ένα θέμα, το οποίο έθεσα στο τραπέζι, ήταν το Κυπριακό. Και είπα: «επιτέλους, δεν γίνεται να έχουμε στρατεύματα κατοχής, πρέπει να λυθεί το Κυπριακό». Η απάντησή του ήταν: «το Κυπριακό λύθηκε το 1974».

Άρα, λοιπόν, ένας Τούρκος Πρωθυπουργός, ο οποίος κάθεται και κάνει την προσπάθεια να προσεγγίσει λύσεις στο Κυπριακό, σίγουρα είναι ένας Πρωθυπουργός με θάρρος – και αυτό το αναγνωρίζουμε. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι, μέρος αυτής της συμφωνίας, ήταν και οι δύο κοινότητες να ψηφίσουν θετικά.

Δεν ψήφισε υπέρ της λύσης, η οποία κατατέθηκε από τον ΟΗΕ, η Ελληνοκυπριακή Κοινότητα και αυτό είναι γεγονός. Άρα, λοιπόν, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο τραπέζι και αυτό γίνεται τώρα μεταξύ των δύο Κοινοτήτων. Και χαίρομαι που υπάρχει αυτή η βούληση, να στηρίξουμε τις δύο Κοινότητες και να τους αφήσουμε ελεύθερους να προχωρήσουν και να βρουν τη λύση την οποία ζητούν, της συμβίωσης. Θα συμβιώσουν μεταξύ τους.

Έτσι κι αλλιώς, ήδη σήμερα συμβιώνουν. Ήδη σήμερα, η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε., η Κυπριακή Δημοκρατία. Βεβαίως, το βόρειο κομμάτι, λόγω της κατοχής, δεν έχει όλα τα δικαιώματα, τα οποία θα μπορούσε να έχει, αν υπήρχε λύση.

Άρα, λοιπόν, εγώ παίρνω το θετικό από τη διάθεση του Πρωθυπουργού, του Tayyip Erdogan, να συνεχίσει τις προσπάθειές του, με το θάρρος και το κουράγιο που είχε και στο Βίρκενστοκ. Και θα με βρει και εμένα κοντά του, από κοινού να κάνουμε ό,τι μπορούμε, για μια δίκαιη λύση για τον Κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

MEHMET ALI BIRAND (DOGAN YAYIN HOLDING KANAL D): Εγώ απευθύνω την ερώτησή μου στον κ. Γιώργο Παπανδρέου. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός συνήθως παραπονιέται πάρα πολύ για τον τουρκικό Τύπο. Μήπως να ερχόταν στην Ελλάδα να γίνει Πρωθυπουργός και τότε θα μας θέλει, θα μας ζητήσει φαντάζομαι.

Είπε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, «μα γιατί δεν δίνετε σχέδια πτήσης»; Υπήρχε και το θέμα των μηδενικών προβλημάτων και ότι αυτό δοκιμάζεται στο Αιγαίο. Δεν βγήκε κάτι απ’ αυτό. Θέλω να σας κάνω την εξής ερώτηση: εγώ ήμουν μάρτυρας, εσείς είστε αρχιτέκτονας της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Παλιά, στον ελληνικό Τύπο, οι αναφορές στους Τούρκους γίνονταν με επίθετα, όπως «βάρβαροι», «άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι πολιτισμένοι» κ.λπ. Εμείς, αν θέλαμε να σας ζητήσουμε να χαρακτηρίσετε τον Τουρκικό λαό, τι θα λέγατε;

Να απευθύνω και στον Τούρκο Πρωθυπουργό μία ερώτηση. Καλέσατε τους Έλληνες, σαν να τους λέγατε, επιστρέψτε πίσω, ξεχάστε τα παλιά, ας ξεχάσουν τα παλιά. Ελάτε πάλι να εγκατασταθείτε στην Τουρκία. Το κατάλαβα καλά; Δεν ξέρω αν το κατάλαβα καλά. Και επίσης, είπατε ότι θα ανοίξει η Θεολογική Σχολή. Επίσης, θέλω να σας ρωτήσω, σας ενοχλεί ο χαρακτηρισμός, το επίθετο του Πατριάρχη, ως Οικουμενικός Πατριάρχης; Τι έχετε να πείτε επ’ αυτών;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Η αλήθεια είναι ότι εγώ γνώρισα τον Τουρκικό λαό πολύ περισσότερο ως Υπουργός Εξωτερικών – παρότι, να ξέρετε ότι, υπάρχουν πολλοί από εμάς, που είμαστε Έλληνες της Διασποράς, που οι κοντινότεροι φίλοι τους μπορεί να είναι και Τούρκοι. Αυτό δείχνει πόσα κοινά έχουμε.

Θέλω όμως να πω ότι, αισθάνθηκα στην Τουρκία, παρότι πολλές φορές έλεγα πράγματα δύσκολα και ήμουν πάντα ειλικρινής, ότι αυτό ακριβώς νομίζω εκτίμησε και ο Τουρκικός λαός, ότι οι προθέσεις μου και, θα έλεγα, οι προθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, είναι ακριβώς προθέσεις φιλίας και συνεργασίας.

Και έχοντας γνωρίσει τον Τουρκικό λαό, μπορώ να πω ότι είναι ένας λαός περήφανος, εργατικός, φιλόξενος, πολύ διαφορετικός από τα στερεότυπα, με τα οποία πολλοί είχαν μεγαλώσει. Θα έλεγα ότι είναι ένας υπέροχος λαός. Και αυτό ακριβώς νομίζω ότι πετύχαμε, διότι και σήμερα, αν δείτε, Έλληνες και Τούρκοι επιχειρηματίες, αλλά και Έλληνες και Τούρκοι καλλιτέχνες, πολίτες, αθλητές, ακαδημαϊκοί, γνωρίζουν πια, μετά από μια περίοδο «ψυχρού πολέμου», ουσιαστικά, που είχαμε στις σχέσεις μας, ο ένας τον άλλον. Γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον.

Και αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη επιτυχία μας μέχρι σήμερα, διότι κατανοούμε ο ένας τον άλλον, βλέπουμε πόσο είμαστε – κατά βάση – άνθρωποι με πολλές κοινές παραδόσεις και εμπειρίες, αλλά και πόσα έχουμε να κερδίσουμε από μια ουσιαστική και καλή συνεργασία.

Το μήνυμα το δικό μου προς τον Τουρκικό λαό είναι ότι, θα είμαι πάντα προσηλωμένος σε αυτή τη συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων, Ελλήνων πολιτών και Τούρκων πολιτών.

Θα δώσω πάντα τη μάχη, για να πάνε μπροστά οι δύο λαοί και θα δώσω τη μάχη και με τον Πρωθυπουργό τους, τον Tayyip Erdogan, για να λύσουμε δύσκολα ζητήματα στην περιοχή μας, ώστε να τα αφήσουμε πίσω και να πάμε πολύ πιο μπροστά. Διότι είμαι σίγουρος, ότι όταν Έλληνες και Τούρκοι δουλεύουν μαζί, είναι μια μεγάλη δύναμη, όχι μόνο για την περιοχή, αλλά και μια μεγάλη δύναμη ειρήνης για όλο τον κόσμο.

Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν γινόταν μία πολύ μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, είχα πάει μαζί με τον Ισμαήλ Τζεμ στο Ισραήλ, και στον Σαρόν και στον Αραφάτ και, ενώ εάν έβλεπες τον Σαρόν, δεν μπορούσες να δεις τον Αραφάτ, επειδή πήγαμε μαζί, η δύναμη αυτής της κοινής μας προσπάθειας, έκαμψε αυτή την αντίσταση απ’ την ισραηλινή πλευρά, και είδαμε και τον Σαρόν και τον Αραφάτ, για να συμβάλουμε στην ειρηνευτική διαδικασία.

Αλλά συμβολίσαμε και κάτι τελείως διαφορετικό. Ας το συμβολίσουμε και πάλι, σήμερα. Ας συμβολίσουμε και πάλι αυτό που χρειάζεται ο τόπος, οι τόποι μας, οι λαοί μας, η περιοχή μας, αλλά θα έλεγα και παγκοσμίως, ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε προβλήματα και να γίνουμε πραγματικά σύμβολα ειρήνης.

Αυτό πιστεύω ότι ξεκινάμε σήμερα. Αυτό είναι το μήνυμά μας ξανά: με τις όποιες δυσκολίες, με τις όποιες διαφορές, θα δώσουμε τη μάχη και θα τα καταφέρουμε.

(ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

RECEP TAYYIP ERDOGAN: Εγώ θέλω να ευχαριστήσω τον ομόλογό μου για το πολύ καλό μήνυμα που μου έδωσε. Βεβαίως, εγώ δεν μπορώ να αξιολογήσω τις δράσεις και τις δραστηριότητες του Εθνικού Κοινοβουλίου. Κάθε λαός, το κάνει εφ’ εαυτού του. Αλλά ρωτήσατε το εξής: «απευθύνατε μία έκκληση, μία πρόσκληση προς Έλληνες της Τουρκίας, να επιστρέψουν στην Τουρκία;».

Ναι, υπάρχουν 50 χιλιάδες Ρωμιοί, που ζουν εκτός Τουρκίας αυτή τη στιγμή. Και εμείς, σε αυτό το σημείο λέμε ότι, όσοι έχουν την τουρκική ιθαγένεια και διαβιούν στο εξωτερικό της Τουρκίας, φυσικά θα γίνουν δεκτοί ως ισότιμοι πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας, και μπορούν να λειτουργήσουν, να κάνουν ό,τι θέλουν μέσα στα εδάφη μας. Είναι πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η Τουρκία είναι ένα πολυπολιτισμικό κράτος, μία πολυπολιτισμική χώρα.

Ένα δεύτερο θέμα, ρωτήσατε «γιατί δεν φέρατε τον Πατριάρχη μαζί σας;». Εάν δεν ήταν απασχολημένος και ο Πρόεδρος των Θρησκευτικών Υποθέσεων, επιθυμούσα να με συνοδεύουν, ο Παναγιότατος κ.κ. Βαρθολομαίος, και ο Πρόεδρος των Θρησκευτικών Υποθέσεων, να έρθουν να συνομιλήσουν με τον Αρχιεπίσκοπο, θα ήταν μία πάρα πολύ καλή χειρονομία πιστεύω, αλλά δεν κατέστη δυνατόν.

Αν με ενοχλεί η οικουμενικότητα του Πατριάρχη; Φυσικά όχι. Δεν ενόχλησε τους προκατόχους μου, τους προπάτορές μου, και θα ενοχλήσει εμένα; Φυσικά όχι.

Β. ΠΕΤΟΥΡΗ («ΝΕΤ»): Η ερώτησή μου απευθύνεται στον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, τον κ. Erdogan, αν θέλει ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο κ. Παπανδρέου, να σχολιάσει, πολύ ευχαρίστως.

Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να σας ρωτήσω για την προοπτική των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που προχωρά η Κυβέρνησή σας. Τι εξελίξεις προδικάζουν στο εσωτερικό της Τουρκίας; Τι αντίκτυπο θα έχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πιστεύετε ότι η Κυβέρνησή σας έχει εκείνη την ισχύ που απαιτείται, για να γίνουν πολύ σημαντικές υπερβάσεις, ούτως ώστε να υπάρξει εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων;

Επιπλέον, αυτές οι μεταρρυθμίσεις, τι αντίκτυπο θα έχουν στα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Ευχαριστώ.

(ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

RECEP TAYYIP ERDOGAN: Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και οι εργασίες που γίνονται σχετικά, έχουν έναν αντίκτυπο στο δικό μας λαό. Φυσικά, θα απευθυνθούμε στο λαό μας, αλλά οι σχετικές δημοσκοπήσεις δείχνουν μια πολύ θετική αντίδραση από τον κόσμο.

Το άλλο θέμα που θέσατε είναι, ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στις μειονότητες της Τουρκίας. Εγώ νομίζω ότι θα έχει πολύ θετικό αντίκτυπο, τόσο η ατομική προσφυγή του κάθε πολίτη, όσο και άλλες προβλέψεις των μεταρρυθμίσεων. Εξάλλου, νομίζω ότι η εγκύκλιος, στην οποία αναφέρθηκα, είναι η απαρχή της εφαρμογής αυτών των νέων διατάξεων του Συντάγματος.

Εμείς έχουμε ένα σχέδιο εθνικής ενότητας, όπου κατά κύριο λόγο, οι μειονότητες και όλοι οι πολίτες της χώρας μου, θα επωφεληθούν ως προς το θέμα των βασικών ελευθεριών. Αυτή είναι η προσμονή μας. Και οι μεταρρυθμίσεις μας οδηγούν στο να κάνουμε πράξη τις υποσχέσεις μας. Θα γνωρίζετε ίσως ότι η αντιπολίτευση έφερε τις νέες μεταρρυθμίσεις, που ψηφίστηκαν στο Σύνταγμα, στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Θα έχουμε μια δημοσιοποίηση της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και, στη συνέχεια, θα προχωρήσουμε σε δημοψήφισμα, για να γίνουν αποδεκτές οι μεταρρυθμίσεις αυτές.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Εγώ θέλω, κλείνοντας, να πω ότι χαίρομαι για το θετικό πνεύμα και τις κινήσεις, ιδιαίτερα αυτές τις οποίες ανέφερε ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, σε ό,τι αφορά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τους Ρωμιούς, τους πολίτες οι οποίοι ζουν στην Ελλάδα, και είναι ευπρόσδεκτοι να επιστρέψουν, για δράσεις, για επιχειρήσεις, για εμπόριο, για οτιδήποτε άλλο, στην Τουρκία.

Να ευχαριστήσω τους Τούρκους Υπουργούς της Κυβέρνησης του κ. Erdogan, αλλά και όλη τη συνοδεία των διπλωματών, των συμβούλων και των επιχειρηματιών που ήρθαν στην Ελλάδα, και να τονίσω ότι είναι ένα θέμα ανάγκης – θα έλεγα – για εμάς πια, να κάνουμε το βήμα μπροστά.

Όπως είδατε, με πολλή ειλικρίνεια αντιμετωπίζουμε τα θέματα, αλλά αυτή ακριβώς η ειλικρίνεια δείχνει και τη βούλησή μας – και πράγματι πιστεύω είναι βούληση και του κ. Εrdogan, του  Tayyip, όπως είναι και δική μου – να κάνουμε τα απαραίτητα βήματα, ώστε σε επόμενες συναντήσεις, να έχουμε προχωρήσει ακόμα πιο πολύ σε μια ειρηνική συνεργασία, ξεπερνώντας και τα δύσκολα αγκάθια που παρελθόντος.

Καλή μας δουλειά, καλή μας επιτυχία. Και πάλι, καλώς ορίσατε στην Ελλάδα.

RECEP TAYYIP ERDOGAN: Ευχαριστώ πάρα πολύ.