Του Α. Λυκαύγη

Εφόσον (και όταν όντως) σημειώνονται ουσιαστικά βήματα συγκλίσεων, που γεφυρώνουν διαφορές και απομακρύνουν κινδύνους τριβών και κρίσεων, οι επαφές μεταξύ γειτονικών χωρών με βεβαρημένο ιστορικό αντιπαλότητος, προκρίνονται θετικές. Και βαθμολογούνται αναλόγως.

Αλλά βεβαίως, στην ειδική περίπτωση των Ελληνο-Τουρκικών, τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Και δεν μπορεί να υπάρξουν πραγματικές υπερβάσεις εάν τα μειδιάματα και οι οποιεσδήποτε υποσχετικές δεν μεταποιηθούν σε συγκεκριμένες πολιτικές. Οι οποίες να δώσουν περιεχόμενο σε όσα προβάλλονται καθ’ υπερβολήν ως στρατηγικές προθέσεις. Οταν μάλιστα διατυπώνονται (αδασμολογήτως) υπό την σκιάν των σαφώς επιθετικών προκλήσεων.Γιατί όπως και αν ερμηνευθούν όσα το τελευταίο τριήμερο βίωσε ο Ελληνισμός, με την απόβαση των τουρκικών μειδιαμάτων στην Αθήνα και την επίθεση φιλίας από τον όντως χαρισματικό Ταγίπ Ερντογάν, η αλήθεια είναι ότι:

? Τίποτε πέραν όσων συνιστούν ζητήματα ήσσονος πολιτικής σημασίας δεν υπήρξε που να δίδει ελπίδες ουσιαστικής αλλαγής όσον αφορά τις τουρκικές γεωστρατηγικές επιδιώξεις σ’ αυτή τη γεωγραφία. Οι οποίες και συνοψίζονται: α) Οσον αφορά το Αιγαίο σε συγκυριαρχία. Με τη θεωρία του πελάγους «που μας ενώνει» και το εφεύρημα των αόπλων υπερπτήσεων! Και β) σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα, σε υποδείξεις (που μεταφράζονται σε απαιτήσεις) για εθνικό αυτοπροσδιορισμό της.

? Εμμονή στις βλέψεις όσον αφορά το Κυπριακό, με την προβολή «νέων ιδεών» -όπως είναι η συγκρότηση διασκέψεως των Εγγυητριών Δυνάμεων, με τη συμμετοχή και άλλων κέντρων αποφάσεων. Η οποία να επιταχύνει λύση πριν από το τέλος αυτού του χρόνου, πάνω στη βάση ενός ομοσπονδιακού μοντέλου. Με συνομοσπονδιακές δομές, όπως αυτές προδιαγράφονται στο έωλο σχέδιο που ο Κυπριακός Ελληνισμός απεποιήθη με το δημοψήφισμα του 2004.

Η ανάγνωση των συναφών δηλώσεων του Τούρκου πρωθυπουργού, δεν είναι καθόλου δύσκολη. Αντιθέτως. Οταν μάλιστα ο νεο-οθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός με πολλή δυσκολία μπορούσε να επικαλυφθεί. Καθώς και ο Ερντογάν βίωναν τη συρρίκνωση των ελληνικών δυνατοτήτων και την περιστολή των αντιστάσεων, ως συνέπεια των οικονομικών αγκυλώσεων.

Υπό το φως αυτών των συνοπτικών προσεγγίσεων και όσων έχουμε γίνει κοινωνοί, αντιλαμβανόμεθα ότι όντως λάθος υπήρξε η πρόσκληση και τελικά η επίσκεψη Ερντογάν αυτή τη στιγμή. Γιατί εκείνος ήλθε στρατηγικά πάνοπλος και ισχυρός. Σε μιαν Αθήνα που ό,τι της έμεινε είναι να μετρά πληγές και ν’ αναζητά εναγωνίως διεξόδους. Με αποτέλεσμα να γίνεται αποδέκτης ακόμη και απρεπών παρεμβάσεων (και συστάσεων) Ερντογάν, για θέματα στα οποία μόνον με ρόλο στρατηγικού κηδεμόνος μπορούσε να έχει λόγον.

ΕΘΝΟΣ