Του Ντίνου Τουμάζου

Το δικαίωμα –και παράλληλα χρέος μας– να μην παραδώσουμε στη λήθη τη συστηματική εξολόθρευση του Ελληνισμού του Πόντου πραγματεύεται με συγκλονιστικό τρόπο η ποιήτρια Δρ Έρμα Βασιλείου στο τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Όταν η μνήμη έχει δικαίωμα» (εκδόσεις Αφροδίτη).

Και επειδή ακριβώς «η μνήμη θέλει να χαθεί», όπως δηλώνει ευθαρσώς η Έρμα Βασιλείου ήδη από το πρώτο ποίημα αυτού του βιβλίου της, έχουμε χρέος να την κρατήσουμε ζωντανή. Έχουμε χρέος να μην ποντίσουμε, να μην καταποντίσουμε, να μη φουντάρουμε, να μην καταστρέψουμε, να μη λερώσουμε (αυτό σημαίνει στα κυπριακά το ποντίζω) τη μνήμη για το απαράγραπτο έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνισμού του Πόντου.

Ο τίτλος βέβαια του πρώτου της ποιήματος («η μνήμη θέλει να χαθεί») δεν μας πάει κατευθείαν στον Πόντο, αλλά μας υποχρεώνει να προσκυνήσουμε πρώτα στους Δελφούς, στις δυο πηγές: στην πηγή της Μνήμης και στην πηγή της Λήθης, της Λησμοσύνης.

Γιατί ο άνθρωπος ούτε να τα θυμάται όλα μπορεί και πρέπει, ούτε όμως και να τα ξεχνά όλα. Κι αυτά ακριβώς που καταθέτει η Έρμα, τα συγκλονιστικά γεγονότα της Γενοκτονίας των αδελφών Ποντίων, δεν μας επιτρέπεται να τα παραδώσουμε στη λήθη. Γιατί η χειρότερη γενοκτονία είναι η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ.

Με λόγο σπαθί, με λέξεις μαχαίρι κοφτερό, με φράσεις λεπίδι ακονισμένο, καταθέτει την οργή της. Απειλεί. Προτρέπει. Παρακαλεί. Ικετεύει. Άλλοτε με λόγο-βρυχηθμό πληγωμένης λέαινας, άλλοτε με παραλήρημα λαφίνας που θρηνεί το σκοτωμένο μικρό της. Μοιρολογεί. Θρηνεί τα πάθη της φυλής μας ολάκερης. Ιχνηλατεί τα ματωμένα βήματα πέντε αιώνων. Τα πάθη που ξεκίνησαν Μάιο μήνα, 29 Μαΐου 1453, και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, Μάιο 2010! Πεντέμισι ολόκληρους αιώνες!..

Στο σύντομο αυτό σημείωμά μου, καταθέτω κάποιες βασικές σκέψεις και συναισθήματα που διεγείρει η μελέτη αυτού του συγκλονιστικού βιβλίου στον αναγνώστη.

Ξεκινώ από τον, εν μέρει τουλάχιστον, παραπλανητικό τίτλο! Η ποιήτρια υπονοεί ότι απευθύνεσαι σε μας για να μην ξεχάσουμε. Αλλά δεν λέει όλη την αλήθεια. Ο κύριος στόχος της δεν είμαστε εμείς. Η βασική της έγνοια δεν είμαστε εμείς. Για τον θύτη γνοιάζεσαι. Σε αυτόν απευθύνεσαι πρώτιστα και κυριότατα. Τον θύτη, τον δήμιο παρακαλεί και ικετεύει. Μόνο που αυτός συνεχίζει «να μας σκοτώνει ακόμα κι όταν ψάχνουμε για να τον αθωώσουμε». Τον μηνύει. Τον εγκαλεί (τον αγκαλιεί στη διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Κύπρου), ενώπιον Θεού και ανθρώπων «τον έχει αγκαλεμένο». Όχι γιατί ζητούν εκδίκηση οι νεκροί, και εξ ονόματός τους η ποιήτρια, αλλά τον εγκαλεί για δικαίωση. Με μια ΣΥΓΝΩΜΗ! Για να επουλωθεί η πληγή. Για να σταματήσει να πυορροεί κάτω από το τσιρότο που την καλύπτουμε.

Για την επούλωση αυτής της ανοικτής πληγής εγκαλεί η Έρμα Βασιλείου τον θύτη. Για το απόστημα αιώνων, που άλλοτε ανοίγει στην Κωσταντινούπολη, άλλοτε στον Πόντο, άλλοτε στη Σμύρνη, άλλοτε στην Τένεδο, άλλοτε στην Κύπρο.Τον εγκαλεί και τον ικετεύει για το ελάχιστο: για μια ΣΥΓΝΩΜΗ! Για το ελάχιστο, που όμως είναι για τον ίδιο ΜΕΓΙΣΤΟ. Γιατί πάνω στις γενοκτονίες οικοδόμησε την ύπαρξή του. Γιατί δεν είναι εύκολο να αποβάλει το προσωπείο του και να αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο. Δεν είναι εύκολο να αποβάλει το δέρμα του αγαθού προβάτου. Γιατί θα αποκαλυφθεί ο λύκος, όχι γκρίζος, αλλά κατακόκκινος από το αίμα των Αρμενίων, των Ασσυροβαβυλωνίων, των Ελλήνων του Πόντου.

Η ποιήτρια ασφαλώς δεν έχεις αυταπάτες, γεγονός που καταγράφεται στα λόγια της:

Γιατί το όραμα ξεπεζεύει πριν ακόμα το ανεβάσω

στο γρήγορο άτι των υπέρ ανθρώπινων αισθημάτων μου!

Το όραμα ξεπερνά κάθε άλλο σουρεαλιστικό…

γιατί η Τουρκία σε σκοτώνει ακόμα κι όταν ψάχνεις να την αθωώσεις…

έχει πάντα ένα μαχαίρι κρυμμένο, ακόμα κι όταν την αφοπλίσεις με καλοσύνη…

έχει πάντα ένα μαχαίρι φανερό

έχει πάντα ένα μαχαίρι… και σε σκοτώνει στο ξομολογητάρι της ανθρωπιάς σου,

και κάθε ευφημισμός και κάθε ιδεολογία στο αίμα βάφονται,

στο αίμα…

και το ξέρω το χρώμα του αίματος…

το ξέρουμε όλοι… α, το ξέρουμε καλά!

Το ξέρουμε χρόνια.

Και η ερώτηση καταλήγει με άλλη δομή στο παιδεμένο μας…

Υπάρχει άλλος λαός σ’ αυτή τη γη που να προκάλεσε τόση αιματοχυσία,

να ξεπάστρεψε τόσα άγια σύμβολα

να ξεπέρασε και την ανέχεια του ανθρώπου,

την αθώα χαριστική παρουσία της φαντασίας του;

Υπάρχει;

Ρωτάω.

Ίσως και να υπάρχει

γιατί πάλι με δίκαια κύτταρα είναι φτιαγμένη η λογική μου!

Μα δεν βρίσκω ούτε μία

μια μοναδική δεν βρίσκω απάντηση, σε μια συγγνώμη που δεν είπε

που δεν προτίθεται να πει,

γιατί δεν είπε πως λυπάται,

και οι λέξεις παραμένουν βαμμένες… που δε φαίνεται το νόημά τους…

κι αυτή η κατάθεση τα είπε όσα ήθελα να πω,

να πείτε εσείς όλοι,

μα δε λέει,

δεν είπε πότε άνθρωπος θα δικαιωθεί από το μαρτύριό της.

Γίναμε όλοι είτε αδέλφια που υποφέρουμε από αυτήν,

είτε οι άλλοι που παραμένουν οι μακρινοί θνητοί που της μοιάζουν και σιωπούν

και ανέχονται αυτήν την κυνικότητα που διαιρεί στα χρονικά την αδελφοσύνη των φωνών

στη λίγη και ήσυχη ζωή που θέλουμε να ζήσουμε!

Και γεννά η Τουρκιά την αυθάδεια…

Να υπάρχει; Ρωτάω, μα ίσως μ’ αυτό ν’ απαντάω!

 

Κι όμως, η Έρμα Βασιλείου επιμένει! Και μάχεται. Και δηλώνει την απόφασή της να παλεύει. Δεν θέλει να στείλει άλλα «πιστεύω» σε φέρετρα σιωπής. Ούτε αρκείται στην ανάμνηση: Αναλαμβάνει δράση. Και δρα ενσυνείδητα. Αδιαφορώντας για το προσωπικό κόστος: τις πιθανές επικρίσεις, τα βέλη που μπορεί να δεχθεί ακόμη και από τη δική μας πλευρά στο όνομα μιας ΔΗΘΕΝ ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗΣ ΛΗΘΗΣ. Παίρνει τα πύρινα βέλη από τη φαρέτρα της και σκοπεύει:

 

Σκοπεύω να συντηρήσω τη μνήμη

Όχι μόνο να τη διατηρήσω!

Να την συντηρήσω!

Με κύτταρα χημικά που μπορεί να με σκοτώσουν!

Με όποιο περήφανο στοιχείο μπορώ…

με σκόνη πιεσμένων χρόνων,

ακόμα και οι δικοί μου θα μου πουν πως δεν ξεχνώ,

με χνάρια στα οδοφράγματα της μνήμης…

έχω την υπομονή καμήλου…

σκοπεύω να μείνω άφαγη,

άτρωτη των ημερών,

απείραχτη των αιώνων,

να περιμένω να ομολογήσεις το έγκλημά σου,

σκοπεύω μέσα από ένα άδειο από ώρες,

άδειο από κούραση σκοπευτήριο,

να διανύσω τον αιώνα

να με διανύσει ο αιώνας

ό,τι από τα δυο προφτάσει να με σώσει

ν’ ακούσω…

Είπες τίποτε;

 

Μέχρι στιγμής ο θύτης συνεχίζει να αρνείται την ενοχή του. Συνεχίζει να αρνείται τη λυτρωτική για τον ίδιο και για τα θύματα ομολογία του εγκλήματος. Σωπαίνει. Ή, ακόμα χειρότερα, προσπαθεί να ξεφύγει με τεχνάσματα.

 

Ένα όμως είναι σίγουρο:

Όσο υπάρχουν ποιητές με το ψυχικό σθένος και τη μαχητικότητα της Έρμας Βασιλείου, μπορεί να γίνονται εισβολές. Μπορεί να γίνονται κατακτήσεις εδαφών. Δεν θα καταφέρουν όμως να αλώσουν την ψυχή μας. Που δεν ζητά εκδίκηση. Δικαίωση και λύτρωση ζητά. Για να γίνει πράξη «η αδελφοσύνη των φωνών», η αδελφοσύνη των λαών.

Πηγή: www.agora-dialogue.com