Όπως κάθε άνοιξη στη Τουρκία, οι συμπλοκές μεταξύ των πολεμιστών του PKK και του τουρκικού στρατού έχουν επαναρχίσει. Από το 1984, όταν ξεκίνησε, ο ισολογισμός του πολέμου είναι βαρύς (45.000 θύματα και κόστος 100 δις δολάρια). Η σύλληψη του αρχηγού του PKK, Abdullah Öcalan, το Φεβρουάριο του 1999 έχει αποκεφαλίσει το κόμμα, αλλά το τελευταίο ξαναβρήκε ένα νέο φυτώριο αγωνιστών σε μια γενιά νέων Κούρδων σοκαρισμένους από την έλλειψη επενδύσεων στο ανατολικό μέρους της χώρας και των καταπιέσεων που ασκούνται στις κουρδικές πολιτικές οργανώσεις. Οι υποψήφιοι τους εκλέγονται στις διάφορες εκλογές αλλά αυτόματα κατηγορούνται για σχέσεις με το PKK και για αποσχιστικές σκέψεις. Η σήψη του Κουρδικού ζητήματος στη Τουρκία είναι ανησυχητική.

ΕΝΑ ΑΝΥΠΟΦΟΡΟ STATUS QUO

Όμως, η σημερινή συγκυρία φαίνεται πιο ευνοϊκή για μια λύση του Κουρδικού προβλήματος από τι ήταν πριν από 10 χρόνια. Η Τουρκία γνωρίζει μια πραγματική οικονομική ανάπτυξη, ο πληθυσμός της είναι νέος και καλά εκπαιδευμένος, η διπλωματία της είναι δραστήρια και φιλόδοξη. Πάνω απ’ όλα , η «δημοκρατική πρωτοβουλία» της κυβέρνησης υπό του Recep Tayyip Erdogan προσβλέπει να ευνοήσει μια πολιτική λύση της λανθάνουσας σύγκρουσης. Ήδη παραχωρήθηκε το δικαίωμα διδασκαλίας της κουρδικής γλώσσας και εκπομπής προγραμμάτων ράδιο-τηλεόρασης στη κουρδική. Η βουλησιαρχία του πρωθυπουργού αντιμετωπίστηκε, από τη μια πλευρά, με εχθρότητα από τους εθνικιστές Τούρκους και, από την άλλη, με την δυσπιστία των στελεχών του PKK. Μπορεί όμως η Τουρκία να ικανοποιηθεί με τη μη λύση του Κουρδικού; Θαρραλέα αλλά ανεπαρκή, η «δημοκρατική πρωτοβουλία» ελαχιστοποιεί την συνειδητοποίηση των Κούρδων, το δημογραφικό τους βάρος, την πικρία τους για τα μη εκμεταλλευόμενα χρόνια ειρήνης (1999-2004), τις πολιτιστικές ανταλλαγές με τη Κουρδική διασπορά της Ευρώπης, την φερόμενη προσοχή στη αυτονομιστική εμπειρία του Ιρακινού Κουρδιστάν. «Οι Κούρδοι δεν υπάρχουν, υπάρχουν μόνο Τούρκοι των βουνών» : αυτό το εθνικιστικό σλόγκαν πέθανε. Το PKK δεν είναι παρά η πολεμική εκδήλωση μιας κουρδικής ταυτότητας αξιωμένη όλο και περισσότερα ανοικτά, αλλά που, για την πλειοψηφία των Κούρδων, δεν οδηγεί στον αυτονομισμό. Και αν παρατηρούν με ενδιαφέρον την ιρακινό-κουρδική αυτονομία, θα ήθελαν πριν από όλα να επωφεληθούν από την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας και να μην είναι πλέον πολίτες δευτέρας κατηγορίας.

Μια διαπραγματευόμενη λύση του Κουρδικού προβλήματος θα μπορούσε να περάσει μέσω μια αναθεώρησης του τουρκικού Συντάγματος που θα επέτρεπε την δημιουργία μιας διοικητικής αυτονομίας στις ζώνες με κουρδική πλειοψηφία (δι-γλωσσική εκπαίδευση, τοπική φορολογία), που, παρά να υπονομεύσει την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, αντιθέτως θα την ενίσχυε: τα διοικητικά σύνορα θα εξουδετέρωναν τα εθνικά σύνορα, όλο και περισσότερα καυτά, αυξημένα από το Τουρκικό Εθνικισμό, εκμεταλλευόμενα από την κουρδική αγωνιστικότητα. Το statu quo, μεσοπρόθεσμα, είναι ανυπόφορο για τις δύο πλευρές. Εξ’ αρχής, θα έπρεπε , ασφαλώς, η Άγκυρα να δέχεται την αρχή μιας διαπραγμάτευσης με Κούρδους συνομιλητές, νόμιμους και χειραφετημένους του PKK. Ένας μετριασμένος συμβιβασμός για έξοδο από μία ήδη αιματηρή σύγκρουση που δεν έχει δείξει ακόμα το πλήρες μέγεθος της.

Philippe Boulanger, Le Monde.