Του Αφεντούλη Λαγγίδη,
Αποτελεί πλέον συμβατική σοφία, στην Ελλάδα του 2010, το να «διαπιστώσει» κανείς, το «κύκνειο άσμα» του κεμαλικού κατεστημένου, τη δεδομένη γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας, και εσχάτως, το μεγαλοφυέστατο σχέδιο Νταβούτογλου, που διαθέτει την απάντηση για κάθε ζήτημα που προκύπτει στην τουρκική εξωτερική πολιτική με τη συνταγή «του» των «μηδενικών προβλημάτων».

Δεν προξενεί καν εντύπωση η συνακόλουθη επωδός, που φαταλιστικά αποδεχόμενη το «πεπρωμένο», και ορμώμενη από το αναπόδραστο των εξελίξεων, προτείνει την ευθυγράμμιση της ελλαδικής και της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής, στις τουρκικές επιδιώξεις.
Πολύ απλά, η ελληνική πλευρά διαλαλεί urbi etorbi, ότι δεν μπορεί, «λόγω της μειωμένης κυριαρχίας που προκύπτει από τη δεινή οικονομική κατάσταση» ούτε καν να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις. Η παραδοχή αυτή, έρχεται λυτρωτικά πλέον, να δικαιολογήσει τα φοβικά σύνδρομα δεκαετιών, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που σίγουρα στο μέλλον θα αποτελέσει μια μοναδική περίπτωση μελέτης – εξαίρεση στις θεωρίες των διεθνών σχέσεων, ίσως και φαιδρό λογοτεχνικό ανάγνωσμα για τους βιβλιοφάγους του μέλλοντος.

Η ελληνική εκδοχή – ερμηνεία για το «Τέλος της Ιστορίας» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ίσως και στη διεθνή πολιτική ακόμη, θέλει να βλέπει έναν νικητή και τροπαιοφόρο Ερντογάν, και έναν Νταβούτογλου που ήδη έχει πραγματώσει το «νέο-οθωμανικό όραμα», ηγετικές φιγούρες μιας Τουρκίας που κατέχει ήδη το στάτους της υπερδύναμης. Η Ιστορία -και δη της Τουρκίας, εάν και όταν αναγιγνώσκεται- από τους Έλληνες αρμοδίους, αποτελείται από μοναδικότητες και μόνο, και δεν υπάρχουν ούτε αναγνωρίσιμα- συγκρίσιμα μοτίβα, ούτε βεβαίως επαναλήψεις.

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στη γειτονική χώρα, στα πεδία της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής, διαταράσσουν σοβαρά την εικόνα μιας χώρας η οποία «μέρα με την ημέρα ισχυροποιείται» στο διεθνές σύστημα και που πέπρωται να αναλάβει ρόλο Υπερδύναμης λίαν συντόμως.

Όσον αφορά εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, αυτό αναδιατάσσεται ενόψει ιδιαίτερα σημαντικών εξελίξεων και γεγονότων. Σε πρώτο επίπεδο, εντός των προσεχών δυο μηνών, η παρούσα «Ισλαμο-δημοκρατική» κυβέρνηση Ερντογάν, θα βρεθεί ενώπιον ενός εθνικού δημοψηφίσματος, για την επικύρωση των συνταγματικών αλλαγών που ενεκρίθησαν (με μια, σημαντική όμως απώλεια) προ μηνός περίπου, σε πρώτη φάση, από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Πέραν των εμποδίων και νομικών κωλυμάτων που παρουσιάζει σχεδόν καθημερινά το Συνταγματικό Δικαστήριο, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δεν είναι καθόλου δεδομένο, αφ’ ής στιγμής είναι αναμενόμενη η ανασύνταξη των δυνάμεων που συγκροτούν το κεμαλικό κατεστημένο. Ακόμη και αν υπερψηφισθούν συνταγματικές αλλαγές, είναι πολύ πιθανό να περιορισθούν σε άνευ πραγματικής ουσίας και εφαρμοσιμότητας για τη λειτουργία του τουρκικού κράτους, αφήνοντας ανεπηρέαστο τον μεταπολεμικό σκληρό πυρήνα της δομής και συγκρότησής του.

Η κυβέρνηση Ερντογάν, τα οκτώ χρόνια αυτοδύναμης διακυβέρνησης της χώρας, δεν αντιμετώπισε σε καμία στιγμή μια συγκροτημένη και αξιόπιστη αντιπολίτευση, αφού η μείζων αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, παγιδευμένη σε έναν αντιπολιτευτικό λόγο τόσο αναχρονιστικό όσο και καθαρά αμυντικό, υπό την ηγεσία του Ντενίζ Μπαϊκάλ -μέχρι πριν από δύο βδομάδες- ενός πολιτικού που αν μείνει στην ιστορία, αυτό θα οφείλεται στα «όνειρά» του, στα οποία ο Κεμάλ Ατατούρκ τού εξέφραζε την ανησυχία του για την πορεία της χώρας, παρέμενε σταθερά σε ποσοστά της τάξης του 20% στις καλύτερες των περιπτώσεων.

Η αλλαγή ηγεσίας, ασχέτως του αν ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα αποδειχθεί ένας νέος Ισμέτ Ινονού ή Μπουλέντ Ετζεβίτ, βάσει των πρώτων δημοσκοπήσεων, εμφανίζει μια τάση διαφοροποίησης στα μέχρι στιγμής δεδομένα, αφού το Ρ.Λ.Κ. φαίνεται να αγγίζει πλέον το 30%. Αν και οι πολιτικές δημοσκοπήσεις στη γειτονική χώρα, για πολλούς λόγους, ελέγχονται για την αξιοπιστία τους, αυτό που μάλλον πρέπει να θεωρείται δεδομένο, είναι ότι ο Ταγίπ Ερντογάν εφεξής δεν θα ελέγχει πλήρως το πολιτικό παίγνιο.

Επιπλέον, θα πρέπει να εμφανίσει πολύ καλύτερες επιδόσεις στον τομέα της οικονομικής διαχείρισης, αφού λόγω και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι δείκτες της τουρκικής οικονομίας, παρουσιάζουν ενδείξεις κάμψης. Με την πρωτοβουλία για το Κουρδικό σχεδόν εξαρχής αποτελματωμένη και τη δράση των ενόπλων Κούρδων ανταρτών σε φάση αναζωπύρωσης, πρέπει να θεωρείται ασφαλής η πρόβλεψη, ότι ο Τ. Ερντογάν θα αναδιπλωθεί σε πιο «συμβατικές» θέσεις για την «επίλυση» του σημαντικότατου αυτού εσωτερικού προβλήματος για τη χώρα του, ευρισκόμενος σε άμυνα τόσο έναντι αυτών που περίμεναν περισσότερα, όσο και αυτών που επιθυμούσαν πολύ λιγότερα.

Στο «πεδίον δόξης λαμπρόν» για την Τουρκία, όπως παρουσιάζεται η εξωτερική πολιτική της εποχής Νταβούτογλου, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά περίτρανα η τεράστια απόσταση μιας θεωρίας από την πραγματικότητα και την πράξη. Η ομαλοποίηση των σχέσεων με την Αρμενία, που δεν εξαρτάται μόνο από τη συμπεριφορά της αρμενικής πλευράς, αλλά και από τη στάση ενδιαφερομένων όπως το Αζερμπαϊτζάν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του «ιπτάμενου Υπουργού», δεν παρουσιάζει σημάδια άρσης του αδιεξόδου σε ένα ακόμη ζήτημα τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που εν τέλει αποτελεί μια ακόμη «αγκύλωση» του παρελθόντος.

* Ο Αφεντούλης Θ. Λαγγίδης είναι Διεθνολόγος, Επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών.

ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ
Το επεισόδιο της ισραηλινής επέμβασης στο «θαλάσσιο καραβάνι της Ελευθερίας», εάν ξεπεράσει το χαρακτήρα της απλής ανταλλαγής διακοινώσεων και κατηγοριών, μέσα από τη διαδικασία που αναφέρθηκε ανωτέρω, μπορεί να επιφέρει στρατηγικού χαρακτήρα ανακατατάξεις στις ισραηλινο-τουρκικές σχέσεις, και ακόμη περισσότερο να αποδειχθεί «αυτεπίστροφο» (boomerang) για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Πάντως, μέχρι στιγμής, η Άγκυρα όχι μόνο δεν απέσυρε τον πρεσβευτή της από το Τελ-Αβίβ, αλλά αφήνει παράθυρο ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων, «…εφόσον το Ισραήλ άρει τον αποκλεισμό της Γάζας..». Προφανώς οι λεονταρισμοί, έχουν και τα όριά τους. Εν κατακλείδι, η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει αυτό που δυστυχώς η ίδια δεν θεωρεί πλέον αυτονόητο, ότι δηλαδή «η φύση απεχθάνεται τα κενά».
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ