Μετά την ολοκλήρωση της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο Έλληνας Πρωθυπουργός παραχώρησε συνέντευξη τύπου, όπου και ανέφερε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα καλό δρόμο προς την επίτευξη των στόχων της, αν και υπάρχουν δυσκολίες ως προς τις αλλαγές που χριάζεονται να γίνουν και αφορούν στο πολιτικό σύστημα,  στη διαφάνεια, στη Δημόσια Διοίκηση, στην ανάπτυξη συστήματος πρόνοιας, στην  παιδεία, στην υγεία, στην διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, που αξιοποιεί τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Παράλληλα, ο κ. Παπανδρέου επεσήμανε ότι η υπόθεση της Ελλάδας ανέδειξε την ανάγκη για μια συντονισμένη οικονομική διακυβέρνηση και πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να προλαμβάνονται κρίσεις ανάλογες με αυτή της Ελλάδας, κάνοντας λόγο για την ομάδα εργασίας υπό την προεδρία του Van Rompuy που έχει συσταθεί και ανεμένεται να καταθέσει τους επόμενους μήνες τις προτάσεις της την οικονομική διακυβέρνηση.

Ακολουθεί η συνέντευξη του Έλληνα πρωθυπουργού.  

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Καλησπέρα σας. Κατ’ αρχήν, σήμερα, νομίζω ότι άξιζε που καθυστερήσαμε λίγο, διότι έτσι είχα και εγώ την ευκαιρία να παρακολουθήσω έστω και ένα μέρος του αγώνα. Τα παιδιά της Εθνικής Ομάδας μας έκαναν υπερήφανους. Και σε μια τέτοια εποχή, που η Ελλάδα έχει βρεθεί σε πολλά αρνητικά δημοσιεύματα τον τελευταίο καιρό, νομίζω ότι ήταν μία πολύ σημαντική αναλαμπή για όλους μας.

Συγχαρητήρια, λοιπόν, και στον Ότο Ρεχάγκελ, και στον αρχηγό, τον Γιώργο Καραγκούνη, αλλά και σε όλους τους παίκτες, και ιδιαίτερα στον Σαλπιγγίδη και τον Τοροσίδη.

Αυτή η αναλαμπή, βεβαίως, δεν είναι η μόνη. Το γεγονός ότι, σήμερα, η Ελλάδα δεν ήταν στο επίκεντρο της συζήτησης,  μετά από μήνες και μετά από πολλά Συμβούλια Κορυφής της Ευρώπης, είναι ένα δείγμα, ότι η Ελλάδα βρίσκεται πια σε έναν δρόμο, σε μια πορεία επίτευξης των στόχων, των δύσκολων στόχων, στόχων που έχουν πονέσει τον Ελληνικό λαό, με τις θυσίες που κάνει ο Ελληνικός λαός, αλλά που πιάνουν τόπο και που δείχνουν ότι μπορούμε. Δείχνουν ότι όταν βάζουμε στόχους και παίρνουμε πρωτοβουλίες έχουμε αποτέλεσμα και ότι η Ελλάδα ανακτά συστηματικά, βήμα – βήμα, την αξιοπιστία της διεθνώς.

Αυτή ήταν και η γενική εντύπωση στο Συμβούλιο, και από την Επιτροπή και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε έναν καλό δρόμο. Προφανώς, έχουμε ακόμα μπροστά μας δυσκολίες. Προφανώς, έχουμε πολλά να κάνουμε. Προφανώς, έχουμε να κάνουμε και τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζονται, ώστε να μην ξαναβρεθούμε και πάλι σ’ αυτή την κρίση.

Μεγάλες αλλαγές, που αφορούν και στο πολιτικό σύστημα, και στη διαφάνεια στη Δημόσια Διοίκηση, και στην ανάπτυξη ενός σοβαρού πια συστήματος πρόνοιας, ενός δείκτη ασφαλείας για τον Έλληνα πολίτη, είτε απειλείται από την ανεργία, είτε είναι άνεργος. Προφανώς, έχουμε να κάνουμε και μεγάλες αλλαγές στο χώρο της παιδείας και της υγείας, όπως και να διαμορφώσουμε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που αξιοποιεί τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η χώρα μας. Και είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε σ’ αυτές τις αλλαγές, με συστηματικό τρόπο.

Όμως, το ζήτημα της Ελλάδας ανέδειξε νομίζω και πολύ σημαντικές πτυχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες ήταν και αντικείμενο συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Πρώτα απ’ όλα, ανέδειξε την πολύ μεγάλη ανάγκη, τη διαπίστωση ότι χρειάζεται συντονισμένη οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συντονισμένη οικονομική πολιτική, ώστε και να προλαβαίνονται πιθανές κρίσεις, και να αντιμετωπίζονται ζητήματα που προκύπτουν, αλλά και να υπάρχει ένας μηχανισμός στήριξης, ο οποίος ήδη διαμορφώθηκε, βεβαίως, λόγω της περίπτωσης της Ελλάδας και άλλων χωρών αργότερα, που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα από τις διεθνείς αγορές, την κερδοσκοπία και την αδυναμία των αγορών να ανταποκριθούν σε θετικές ενέργειες και πολιτικές, τις οποίες εμείς ή άλλες χώρες είχαμε λάβει.

Αυτό το ζήτημα, για πρώτη φορά συζητήθηκε σε τέτοια βάση και, βεβαίως, υπάρχουν αποφάσεις που έχουν ήδη προχωρήσει, μέσα από το λεγόμενο «task force», την ομάδα υπό την προεδρία του Van Rompuy, την οποία, θυμάστε ότι, δημιουργήσαμε προ μηνών και που, μέσα στους επόμενους μήνες, θα έρθει με συγκεκριμένες πια προτάσεις, για το πώς θα υπάρχει μια καλύτερη οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και των 27, και στο επίπεδο των 16.

Σε ό,τι αφορά την οικονομική διακυβέρνηση, ένα επίσης πολύ σημαντικό θέμα ήταν να ρυθμίσουμε και εμείς τις αγορές, με προτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του G-20, αλλά και με αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν δούμε ότι και σε διεθνές επίπεδο υπάρχει μια αδυναμία, μια έλλειψη πολιτικής βούλησης, μια διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων κρατών. Άρα, να μπορέσει τουλάχιστον να πάρει την πρωτοπορία σ’ αυτά τα θέματα η Ευρωπαϊκή Ένωση, εμείς, ως ευρωπαϊκή οικογένεια

Πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, υπήρξε συζήτηση και γύρω από τα λεγόμενα παράγωγα, την κερδοσκοπία που είδαμε από τα CDS, όπως λέγονται στα αγγλικά, δηλαδή τα ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου. Ξέρετε τις πρωτοβουλίες, που έχω και έχουμε πάρει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ήταν και αυτό θέμα της συζήτησης, όπως και η πρόταση να υπάρξει ένα είδος φορολογίας των τραπεζών, ενώ έγινε μεγάλη συζήτηση και για τη φορολογία των λεγόμενων συναλλαγών στις διεθνείς χρηματαγορές.

Το τονίζω αυτό, διότι πέρα από την ανάγκη να υπάρξει διαφάνεια σε ένα αδιαφανές τοπίο συναλλαγών στις χρηματαγορές, πέραν των αναγκαίων ρυθμίσεων για την ανασυγκρότηση των οικονομιών μας, ώστε να μειωθούν τα χρέη και τα ελλείμματα, συζητήθηκε και το πώς θα μπούμε σε μία αναπτυξιακή πορεία και πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει πιο ανταγωνιστική.

Γι’ αυτό, υιοθετήθηκε και η στρατηγική 20-20, με βασικούς στόχους την ενίσχυση της απασχόλησης, δηλαδή την αύξηση των θέσεων εργασίας, καθώς και τη στήριξη της έρευνας, διότι θέλουμε την καινοτομία, θέλουμε να είμαστε μπροστάρηδες, ανταγωνιστικοί, με καινοτομία, και όχι απλώς με φτήνια.

Να είμαστε μπροστάρηδες στην πράσινη ανάπτυξη, προστατεύοντας το περιβάλλον και δημιουργώντας μια νέα τεχνολογική βάση, η οποία θα διαμορφώσει προϊόντα, από την ενέργεια μέχρι τον τουρισμό, από τον αγροτικό τομέα μέχρι και τις συγκοινωνίες, τα οποία θα είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο, ακριβώς λόγω της τεχνολογικής μας εξέλιξης.

Αυτό προϋποθέτει βεβαίως επένδυση στον άνθρωπο, όπως και στην εκπαίδευση, που είναι επίσης βασικός στόχος, παράλληλα όμως με την κοινωνική συνοχή, χτυπώντας ιδιαίτερα τη φτώχεια και προστατεύοντας εκείνους που περιθωριοποιούνται από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.

Για όλα αυτά, όμως, χρειάζονται πόροι. Και εκεί, υπήρξαν πολλοί, μεταξύ αυτών και εγώ βεβαίως, που επαναφέραμε την πρόταση για τη φορολόγηση των συναλλαγών, το λεγόμενο «Tobin tax». Υπάρχουν και άλλες μορφές φορολόγησης, όπως για το διοξείδιο του άνθρακα, όπως υπάρχει και η πρόταση για τα ευρωομόλογα. Είναι θέματα, τα οποία θέσαμε.

Υπήρξαν διαφορετικές απόψεις βέβαια πάνω σε αυτά τα ζητήματα, όμως υιοθετήθηκε ένα κείμενο, το οποίο ανοίγει τουλάχιστον αυτή την προοπτική. Προοπτική, και να τεθεί στο G-20, ως ένας φόρος «Tobin tax» σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και να συζητηθεί ώστε, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να προωθήσουμε αυτή τη φορολόγηση.

Αυτή η φορολόγηση υπολογίζεται, από μελέτες που έχουν κάνει διάφορα κράτη, ότι θα μπορούσε, αν φορολογηθούν οι συναλλαγές με το 0,05% των συναλλαγών, να φέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα ποσό άνω των 200 δις ευρώ το χρόνο. Ένα ποσό, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για επένδυση σε υποδομές, απαραίτητες για την ανάπτυξη της Ευρώπης, που θα μας κάνουν πιο ανταγωνιστικούς, όπως είναι οι υποδομές στις οπτικές ίνες, αλλά και στις συγκοινωνίες, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου υπάρχει, θα έλεγα, υστέρηση στη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Βόρεια, Κεντρική, Ανατολική Ευρώπη, με τη Νότια Ευρώπη, είναι περιοχές που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη τέτοιων υποδομών, για να μπορούν να είναι ανταγωνιστικές.

Ένα ποσό, το οποίο θα μας βοηθήσει, επίσης, να επενδύσουμε στην παιδεία και στην καινοτομία, για να μετατρέψουμε τις οικονομίες μας στη λεγόμενη «πράσινη οικονομία».

Είναι θέματα τα οποία τέθηκαν, και δώσαμε την εντολή στους αρμόδιους θεσμικούς φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα μέλη τα οποία θα συμμετέχουν στο G-20, να προωθήσουν αυτές τις σκέψεις και στην επόμενη συνάντηση, που θα γίνει στο Τορόντο.

Παράλληλα, όμως, τους επόμενους μήνες, αυτά θα εξειδικευτούν και θα συζητηθούν για να πάρουμε αποφάσεις. Και νομίζω ότι θα είναι σημαντικές αυτές οι αποφάσεις και ενόψει της διαπραγμάτευσης, που δειλά-δειλά αρχίζει, αλλά θα γίνει βεβαίως, για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως ξέρετε, για να υπάρξει μία μείωση των δαπανών και των ελλειμμάτων σε επίπεδο κρατών-μελών, που είναι η τάση, θα πρέπει να υπάρχει από την άλλη μεριά – αυτή είναι η δική μας πρόταση, η πρόταση και της Ελλάδας και πολλών άλλων χωρών – και αύξηση των χρημάτων, που επενδύονται από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Πέρα απ’ αυτό, πήραμε αποφάσεις και για την κλιματική αλλαγή, για θέματα που αφορούν στα σύνορά μας και στη λαθρομετανάστευση, αλλά και για την προοπτική έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ισλανδία – ένα θετικό μήνυμα ότι υπάρχει η βούληση πολλών χωρών να γίνουν μέλη αυτής της μεγάλης οικογένειας.

Ήταν μια χρήσιμη συνάντηση, ένα σημαντικό βήμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για την Ελλάδα διότι, πρώτα απ’ όλα, είναι η πρώτη φορά που δεν ήμασταν στο επίκεντρο των συζητήσεων, αλλά με αφορμή την Ελλάδα, προωθήσαμε θεσμικά την Ευρώπη, με πολιτικές αποφάσεις, που θα έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την οικονομική διακυβέρνηση αυτής της μεγάλης οικογένειας.

Σ. ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ («ΑΘΗΝΑ 98,4»): Καλησπέρα σας, κ. Πρόεδρε. Χθες αν δεν απατώμαι συνετάχθη, δημοσιοποιήθηκε μία έκθεση της Commission για τα δημόσια οικονομικά. Προβαίνει σε κάποιες υποθέσεις εργασίας. Υπαινίσσεται ότι μεταξύ του 2010 και του 2011 ενδεχομένως να υπάρξει μια ελαφρά αύξηση του ελλείμματος και ως εκ τούτου υποθέτω ότι ενδεχομένως να χρειαστεί η χώρα μας να προβεί το 2011 και στην λήψη νέων, επιπρόσθετων μέτρων, δημοσιονομικού πάντα χαρακτήρα.

Ερώτημα με δύο σκέλη, κ. Πρόεδρε. Μπορείτε εσείς αυτή τη στιγμή, σήμερα, να αποκλείσετε το ενδεχόμενο λήψης νέων, επιπρόσθετων μέτρων; Και δεύτερον, πολιτικά αντέχει η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μια τέτοια προοπτική; Ευχαριστώ.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Το θετικό είναι ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Αν συνεχίσουμε σε αυτό τον καλό δρόμο, αλλά και το γεγονός ότι αποδείξαμε πως έχουμε τη βούληση να κάνουμε μεγάλες αλλαγές στη χώρα μας, δείχνουν ότι μπορεί αυτή η Κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεγάλες ανατροπές που χρειαζόμαστε.

Οι ανατροπές αυτές που χρειαζόμαστε, όπως είπα, σε μεγάλο βαθμό από εδώ και πέρα, είναι και θεσμικές, και θα συμβάλουν ιδιαίτερα, ώστε όχι μόνο να είμαστε μέσα στους στόχους μας, αλλά και να καλυτερέψουμε την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Πολύ απλά να πω ότι, όπως έχω πει και παλαιότερα, αν είχαμε το χρόνο, αν υπήρχε ο χρόνος και δεν είχαμε αυτή την πίεση των αγορών και δεν είχαμε και μια Ευρώπη, η οποία δεν είχε τους μηχανισμούς αντίδρασης, που βέβαια δημιουργήθηκαν μετά από έναν δικό μας μαραθώνιο και μετά από πολύ δύσκολες, αλλά και αποτελεσματικές τελικά διαπραγματεύσεις, αν είχαμε το χρόνο, λοιπόν, θα μπορούσαμε, με τις θεσμικές μας αλλαγές, να χτυπήσουμε τα βασικά αίτια του προβλήματος της χώρας μας, που είναι ο μεγάλος μας ασθενής, δηλαδή το κράτος.

Ένα κράτος όπου υπήρχε σπατάλη, ένα κράτος όπου υπήρχε ανισότητα ακόμα και μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων, ένα κράτος όπου η ανομία συνέβαλε πολλές φορές και στη διαφθορά, αλλά βεβαίως και στη διαμόρφωση μιας αντίληψης φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Και βεβαίως, με την πελατειακή αντίληψη, να μεγαλώνουμε το κράτος, χωρίς κανένα όριο και χωρίς κανένα κριτήριο.

Όλα αυτά κόστισαν. Κόστισαν στον Έλληνα πολίτη. Και βεβαίως, αν αυτά είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια, αν είχαμε αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα, δεν θα είχαμε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, Γι’ αυτό και πήραμε τα μέτρα που πήραμε, διότι ήμασταν αναγκασμένοι, μπροστά στις απειλές για τη χώρα μας, για την οικονομία μας, να τη διασώσουμε. Αλλά τώρα, πάμε για τις αλλαγές αυτές.

Αυτές οι αλλαγές εγγυώνται ότι δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα μέτρα, τα οποία θα πλήττουν το εισόδημα του μέσου και φτωχότερου Έλληνα πολίτη. Όμως, αυτές οι αλλαγές πρέπει να γίνουν. Πρέπει να γίνουν. Και εδώ χρειαζόμαστε τη συνεργασία όλων των κοινωνικών εταίρων, φορέων και κομμάτων, για να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Θ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (ΕΤ3): Κύριε Πρόεδρε, πριν από μια εβδομάδα, όταν ο Γενικός Γραμματέας της Συνομοσπονδίας «Fossil Gator» ο Τζον Μογκς, συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Μπαρόζο στην Κομισιόν, ο Μπαρόζο του μετέφερε μια ζοφερή εικόνα για την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη.

Είπε ότι «γυρνάμε στη δεκαετία του ΄30 λόγω της λιτότητας». Και είπε επίσης ότι «χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, θα πρέπει να τις ξεχάσουμε με τη μορφή που τις ξέρουμε ως Δημοκρατίες, αν δεν εφαρμόσουν τα προγράμματα λιτότητας».

Κατ’ αρχήν θα ήθελα το σχόλιό σας σε αυτή την τοποθέτηση του Μπαρόζο. Βέβαια, οι πολιτικές λιτότητας μάλλον επιτείνουν το πρόβλημα, παρά το λύνουν. Εσείς χθες, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχατε μια μάλλον διαφορετική προσέγγιση.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Δεν μπορώ να σχολιάσω, το τι σχολίασε κάποιος για κάποιον τρίτον. Μπορώ όμως να συμφωνήσω με τον κ. Μογκς, τον Πρόεδρο των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, ότι δεν μπορεί μόνο να μειώνουμε δαπάνες. Χρειάζεται από την άλλη μεριά να υπάρξουν και προγράμματα, που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη.

Εμείς βεβαίως ως χώρα, ως έθνος, ως Κυβέρνηση, κάνουμε κινήσεις για να διαμορφώσουμε ένα τέτοιο πλαίσιο και ένα περιβάλλον, αλλά και παίρνουμε πολιτικές πρωτοβουλίες για επενδύσεις στη χώρα μας, αξιοποιώντας όχι μόνο τις δυνατότητες που μας παρέχει η Ε.Ε. και τα προγράμματα της Ε.Ε., αλλά και με συστηματική πια συνεργασία με τρίτες χώρες, οι οποίες ενδιαφέρονται, όπως βλέπετε, να επενδύσουν, και ήδη έχουν συνάψει συμφωνίες μαζί μας για επενδύσεις στη χώρα μας.

Όμως, πέρα από τη δική μας, εθνική προσπάθεια, χρειάζεται μια ευρωπαϊκή προσπάθεια – και αυτό τόνισα και χθες στους σοσιαλιστές.

Είναι και μια κοινή θέση των σοσιαλιστών, των προοδευτικών κομμάτων της Ε.Ε., ότι χρειάζεται να βρούμε άλλους πόρους. Γι’ αυτό μιλάμε για την πιθανή φορολόγηση των συναλλαγών, ή για τη φορολογία επί του διοξειδίου του άνθρακος, ή για τα ευρωομόλογα, σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές Τράπεζες, όπως είναι η Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ώστε από κοινού να υπάρξει μια αναπτυξιακή επενδυτική προσπάθεια, σε τομείς όπως είναι η πράσινη ενέργεια, η εκπαίδευση, η καινοτομία, η έρευνα και τα δίκτυα, που θα δώσουν ανάκαμψη στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Σίγουρα, αν η Ευρώπη δεν τολμήσει να κάνει αυτές τις σημαντικές αλλαγές, αν δεν πάρει πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη, δεν μπορεί μονομερώς, με τη μείωση των δαπανών, ούτε να έχουμε την απαραίτητη ανάπτυξη, ούτε να έχουμε ανταγωνιστικότητα. Αυτό το τόνισα. Αυτό θα το παλέψουμε εμείς, οι προοδευτικοί, και ας ελπίσουμε ότι αυτές οι – εγώ θεωρώ – ρεαλιστικές προτάσεις μας θα πιάσουν τόπο.

ΕΙΡ. ΚΑΡΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ («ΤΑ ΝΕΑ»): Πολύ φοβάμαι ότι είναι συμπληρωματική  η ερώτησή μου. Αναφερθήκατε στην Ατζέντα 20-20, η οποία ως γνωστόν αντικαθιστά την Λισσαβόνα. Θα θυμάστε ότι στην Λισσαβόνα υπήρξε ένας στόχος για περίπου εξάλειψη της ανεργίας.

Τώρα βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καν αναφορά στη λέξη «ανεργία». Ακόμη και στο θέμα της οικονομικής διακυβέρνησης και της πιο στενής παρακολούθησης των μακροοικονομικών μεγεθών, και πάλι δεν αναφέρεται η ανεργία, τη στιγμή που είναι ένα προβληματικό μέγεθος της Ευρώπης.

Η Ευρώπη βρίσκεται αυτή τη στιγμή με ένα ρεκόρ ανεργίας. Και η χώρα μας δεν πάει πίσω, και η χώρα μας το αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά βλέπουμε μία, θα έλεγα, μου επιτρέπετε, μια συντηρητική στάση της Ένωσης απέναντι σε αυτό το ζήτημα. Μπορεί να μιλάμε για ανταγωνιστικότητα, μπορεί να μιλάμε για ανάπτυξη, αλλά δεν μιλάμε συγκεκριμένα, τι γίνεται με την ανεργία. Δεν το βάζουμε καν ως στόχο.

Σκοπεύετε εσείς – είπατε «εμείς ως προοδευτικοί – εσείς λοιπόν οι προοδευτικοί ηγέτες της Ένωσης, σκοπεύετε να πάρετε κάποια πρωτοβουλία συγκεκριμένη για τη μείωση αυτών των εκατομμυρίων ανέργων;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Δύο πράγματα, στα κρίσιμα θέματα τα οποία ρωτήσατε. Πρώτα απ’ όλα, βεβαίως και υπάρχει η αναφορά στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας, και ιδιαίτερα στις ευαίσθητες ομάδες, που πλήττονται από την ανεργία.

Και δεύτερον, γι’ αυτό ακριβώς εμείς έχουμε τονίσει ότι, χρειάζεται να βρεθούν πόροι. Δεν μπορεί δηλαδή η Ευρώπη απλώς να αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χρέους, ως το βασικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητας. Το στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή να κάνουμε την Ευρώπη ανταγωνιστική, εμείς θα το αντιμετωπίσουμε μόνο εάν δημιουργήσουμε προϊόντα αξίας, τα οποία μπορούν να είναι ανταγωνιστικά σε μία διεθνή αγορά. Και προϊόντα αξίας, δεν θα δημιουργήσουμε μειώνοντας, κόβοντας, μόνο από τις δημόσιες δαπάνες.

Θα δημιουργήσουμε προϊόντα αξίας, όταν επενδύσουμε σε ανθρώπινο δυναμικό, στην εκπαίδευση και κατάρτιση, στην καινοτομία, δηλαδή με νέες ιδέες, με δημιουργική έρευνα, στις υποδομές, ενεργειακές, πληροφορικής, πράσινες υποδομές, στην πράσινη οικονομία, στη νέα τεχνολογία. Αυτά είναι που θα μας πάνε μπροστά.

Βεβαίως, πολύ σωστά λέτε, «μια συντηρητική Ευρώπη». Ναι, είμαστε σε μια συντηρητική Ευρώπη και είναι μειοψηφία οι προοδευτικές δυνάμεις. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Είναι μια πραγματικότητα την οποία ζούμε και, βεβαίως, γι’ αυτό χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερος αγώνας των προοδευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, όπου η φωνή μας είναι δυστυχώς ισχνή. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα και των Ευρωεκλογών και αρκετών εθνικών εκλογών, των τελευταίων δεκαετιών ή της δεκαετίας.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς θα υποστείλουμε τη σημαία των αλλαγών, που θεωρούμε ότι είναι και ρεαλιστικές προτάσεις, και απαραίτητες προτάσεις, για να είναι η Ευρώπη ανταγωνιστική και για να διασφαλίσει και ανάπτυξη, άρα και δουλειές για τη νεολαία, αλλά και για να διασφαλίσει και τις δουλειές που ήδη υπάρχουν, για τις μεγαλύτερες ηλικίες.

J. GLOVERREUTERS»): Υπήρχε μεγάλη νευρικότητα στις χρηματαγορές. Πουλήθηκαν πολλά ομόλογα από ευρωπαϊκά κράτη-μέλη. Πώς βλέπετε αυτές τις αντιδράσεις από τις ευρωπαϊκές αγορές; Τις δικαιολογείτε;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Δεν παρακολούθησα τις εξελίξεις στις αγορές σήμερα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι αγορές, όντως λειτουργούν με κάποια νευρικότητα, και υπάρχει μεγάλη ανησυχία – δεν είναι ψέμα. Και το θέμα είναι ότι, ως χώρα, εμείς έχουμε πάρει ουσιαστικά μέτρα. Η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες προσπαθούν, και πιστεύω ότι έχουν πάρει σοβαρές αποφάσεις, για να βελτιώσουν τα οικονομικά τους, αλλά οι αγορές δεν αντιδρούν πιστεύω ικανοποιητικά.

Υπάρχει διάχυτος αυτός ο φόβος. Υπάρχει αυτό το αρνητικό κλίμα, κάτι που δεν βοηθάει στην όλη κατάσταση. Υπάρχει κερδοσκοπία, είναι  σίγουρο. Γι’ αυτό το λόγο, εγώ πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πήρε μια σημαντική απόφαση τους τελευταίους μήνες, να δημιουργήσει αυτό το μηχανισμό για σταθερότητα των κρατών-μελών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και για άλλα κράτη μέλη, επίσης.

Νομίζω ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Και δεν έχει νόημα μέρα με τη μέρα να παρακολουθούμε τις τάσεις στις χρηματαγορές. Εγώ πιστεύω ότι η Ευρώπη, εφόσον τηρήσει αυτές τις αποφάσεις, οι τάσεις θα βελτιωθούν οπωσδήποτε.

Ι. ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ («MEGA»): Μας είπατε νωρίτερα, τουλάχιστον στη συζήτηση που έγινε, ότι σκέφτεστε και συζητείται μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών να πάρετε μέτρα και για το θέμα της φτώχειας και για το θέμα της ανεργίας.

Εγώ θέλω να σας ρωτήσω, στην Ελλάδα έχουμε, μάλλον τα μέτρα που παίρνει η Κυβέρνηση, είναι το ένα χειρότερο – θα μου επιτρέψετε να σας πω – από το άλλο. Δηλαδή πήραμε τα δημοσιονομικά μέτρα και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στα διαρθρωτικά.

Έχουμε τις αλλαγές για το εργασιακό, που έχουν προκαλέσει τόσο μεγάλες αντιδράσεις, και έρχεται το ασφαλιστικό. Και ήθελα να σας ρωτήσω, πώς αυτό το πράγμα μπορεί να το βγάλει η ελληνική Κυβέρνηση; Πώς μπορεί να αντέξει ο κόσμος τόσο σκληρά μέτρα; Τώρα έχουμε το θέμα των εργασιακών σχέσεων.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Πρώτα απ’ όλα, έχουμε τεράστια ευθύνη να σώσουμε την οικονομία, και αυτό κάναμε. Όπως καταλαβαίνετε, αν δεν είχαμε πάρει τα μέτρα τα οποία πήραμε, τα οποία έπρεπε να πάρουμε, σήμερα, θα ήμασταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση, σήμερα, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε ούτε για την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων, ούτε των συνταξιούχων, ούτε για ασφαλιστικό σύστημα, ούτε για ελπίδα να βγούμε από την κρίση.

Σήμερα, έχουμε τα πρώτα θετικά σημάδια, ότι η Ελλάδα μπορεί, με δύσκολες αποφάσεις, με τη στήριξη και τις θυσίες του Ελληνικού λαού – πράγματι θυσίες, όλοι μας το αναγνωρίζουμε – που πονέσανε και πονάνε, να βγει από αυτή τη δύσκολη θέση. Να μπορεί να διαμορφώσει τις πολιτικές της, με έναν τρόπο που θα είναι κυρίαρχος, αυτόνομος και, βεβαίως, πέρα από επιτηρήσεις.

Όμως, πολλά από αυτά τα οποία γίνονται και πολλά από αυτά τα οποία κάνουμε – θα έλεγα, από εδώ και πέρα, όλο και περισσότερο – είναι αυτά τα οποία μας ζήτησε ο Ελληνικός λαός να κάνουμε, και προεκλογικά. Ζήτησε διαφάνεια. Ζήτησε αξιοκρατία. Ζήτησε να χτυπηθεί το πελατειακό σύστημα, το οποίο επιβαρύνει το δημόσιο τομέα με αθρόες προσλήψεις, οι οποίες έγιναν όχι για τις ανάγκες του Δημοσίου, αλλά για τις ανάγκες τις κομματικές ή τις ιδιοτελείς διαφόρων παραγόντων.

Ζήτησε ευνομία και στο πολιτικό σύστημα. Ζήτησε να αντιμετωπίσουμε τη διαφθορά στο υψηλότερο επίπεδο. Προχωράμε. Πονάνε αυτές οι αλλαγές το πολιτικό σύστημα, αλλά θα βγούμε δυνατότεροι. Ζήτησε να κάνουμε αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση και στην Αυτοδιοίκηση. Προχωρήσαμε. Ζήτησε να έχουμε ένα φορολογικό σύστημα, διαφανές και δίκαιο. Υπάρχει σήμερα ένα σύστημα πολύ πιο δίκαιο και με διαφάνεια. Το ψηφίσαμε.

Ζήτησε ο Ελληνικός λαός να υπάρχει διαφάνεια στο Δημόσιο. Σήμερα, προωθήσαμε το νομοσχέδιο, όπου όλες οι υπογραφές θα είναι στο διαδίκτυο. Αυτές είναι τεράστιες αλλαγές, είναι μικρές επαναστάσεις, σε ένα πολιτικό σύστημα που είχε φτάσει σε τέλμα. Δυστυχώς, φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Μας παραδόθηκε μια οικονομία, όπου έπρεπε να πάρουμε έκτακτα μέτρα, μέτρα έκτακτης οικονομικής ανάγκης.

Από εκεί και πέρα, ο στόχος μας είναι να πάρουμε και μέτρα, τα οποία δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα, για το θέμα της αγοράς εργασίας. Πρώτα απ’ όλα, να συμβάλουμε, ώστε ο νέος να μπαίνει στην αγορά εργασίας, πιο γρήγορα και πιο εύκολα.

Επιδοτούμε ασφαλιστικές εισφορές. Επιδοτούμε ένα κομμάτι, ένα μέρος του μισθού. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό βοήθημα προς το νέο εργαζόμενο, όπως βεβαίως και προς τον εργοδότη, ο οποίος θα προσλάβει ένα νέο άνθρωπο.

Χρειάζεται, και αυτός είναι ο στόχος μας, να υπάρξουν εκείνες οι δικλίδες, για τις ηλικίες που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα από την ανεργία, με ένα σύστημα, ένα δίκτυο κοινωνικής στήριξης, το οποίο υπάρχει, αλλά ουσιαστικά είτε είναι ασθενικό, είτε δυσλειτουργικό.

Αυτοί είναι οι επόμενοι στόχοι. Σε αυτούς θα προχωρήσουμε. Έχουμε ένα σύστημα υγείας και ένα σύστημα παιδείας, που δεν αποδίδουν τα χρήματα που επενδύει ο Έλληνας πολίτης. Και εδώ έχουμε κάνει τομές. Και εδώ κάνουμε τομές.

Άρα, λοιπόν, ναι, περνάμε δύσκολες στιγμές. Η προοπτική όμως είναι μία διαφορετική Ελλάδα, και αυτή φαίνεται ήδη, με τις αλλαγές που κάνουμε. Και θα φανεί και θα το αισθανθεί και ο Έλληνας πολίτης, μέσα στα επόμενα χρόνια, καθώς θα ολοκληρώνουμε το όλο πρόγραμμα, το οποίο έχουμε δεσμευτεί να εφαρμόσουμε.

Μ. ΠΟΛΑΤΟΣ («ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»): Κύριε Πρόεδρε, θα μου επιτρέψετε να μείνω στο θέμα των εργασιακών αλλαγών που έχουν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις. Είπατε ότι έχετε τεράστια ευθύνη να σώσετε την οικονομία και ότι λαμβάνετε μέτρα έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Αναρωτιέμαι αν ο μισθός για τους νεοπροσλαμβανομένους, των 500 ευρώ, που μοιάζει περισσότερο με έκτακτο οικονομικό βοήθημα, είναι η λύση σε αυτό.

Διότι πάρα πολλοί, ακόμη και με την απελευθέρωση του ορίου των απολύσεων, θα θεωρήσουν ότι έρχεται ένα τσουνάμι που θα πλήξει τους πολίτες και ενδεχομένως πολλοί να θεωρήσουν, απ’ αυτούς που ακούν για τα μέτρα, απ’ αυτούς που σας παρακολουθούν αυτή τη στιγμή, ότι φαίνεται πως ενδεχομένως για την Τρόικα, ή για κάποιους μέσα στην Κυβέρνησή σας, να είναι οι εργαζόμενοι τα βαρίδια.

Είναι οι εργαζόμενοι τα βαρίδια; Πώς θα αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ανεργίας; Και επειδή μιλήσατε για τους τομείς της υγείας και της παιδείας, που φαίνεται πως τα κονδύλια που διατίθενται δεν πιάνουν τόπο, είστε ικανοποιημένος από το ρυθμό προώθησης του κυβερνητικού έργου; Θα θέλατε περισσότερη ταχύτητα, περισσότερη αποτελεσματικότητα; Ευχαριστώ.

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Θα ξεκινήσω από το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ξέρετε ότι ο δημόσιος τομέας είναι ένας τομέας με τεράστια προβλήματα και βαρίδια. Και όμως, με τα μέτρα τα οποία ήδη προωθούμε, π.χ. πιλοτικά μέτρα για τη σάρωση των συνταγών σε περιοχές της χώρας μας, έχουμε μείωση τουλάχιστον 10% του κόστους των φαρμάκων, που δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η σπατάλη, πόσο μεγάλη ήταν η κερδοσκοπία, για να μην πω αισχροκέρδεια. Και βεβαίως, μέσα από μια σκληρή διαπραγμάτευση που κάναμε τον τελευταίο καιρό, ελπίζω να φτάσουμε και σε ένα αποτέλεσμα και για την αποπληρωμή των χρεών, των μεγάλων χρεών, των προηγούμενων ετών, αλλά και σε ένα σύστημα, που θα μειώσει το κόστος των φαρμάκων και θα έλεγα και την πολυφαρμακία, που είναι εις βάρος τελικά της υγείας του Έλληνα πολίτη.

Αλλά βεβαίως, γι’ αυτό το Δημόσιο, γι’ αυτές τις δυσλειτουργίες, δεν πατάει κανείς ένα κουμπί και όλα διορθώνονται. Διότι έχεις αντιλήψεις, έχεις ανθρώπους, έχεις πρακτικές, έχεις δομές, οι οποίες πρέπει να αλλάξουν. Αυτή όμως είναι βασική προτεραιότητα για μας, όπως και στο χώρο της παιδείας.

Είναι βασικές μας προτεραιότητες και θα συμβάλλουν βεβαίως πάρα πολύ και οι άνθρωποι που ανήκουν, που συμμετέχουν σε αυτούς τους χώρους, δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, νοσοκόμοι. Θα συμβάλλουν στην προσπάθεια να κάνουμε αλλαγές, ώστε να αποδώσουν αυτές οι μεγάλες αλλαγές.

Και σήμερα, είχα και την ευκαιρία, συζητώντας και με τον κ. Μπαρόζο, να ζητήσω την τεχνογνωσία, όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και διεθνώς, σε αυτούς τους τομείς, ώστε να έχουμε γρήγορη αξιοποίηση και των εμπειριών που υπάρχουν. Υπάρχουν χώρες που έχουν άριστη λειτουργία νοσοκομείων και σχολείων. Για παράδειγμα, η Φιλανδία είναι μία από τις καλύτερες στον κόσμο, αν όχι η καλύτερη στο χώρο της παιδείας, για το πώς λειτουργούν τα σχολεία της.

Μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτές τις εμπειρίες και να μην ανακαλύπτουμε εμείς, όπως πολλές φορές γίνεται – γιατί έχω περάσει και από το Υπουργείο Παιδείας – τον τροχό, την πυρίτιδα! Μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτές τις εμπειρίες.

Δεν μεταφέρονται όλα με ένα μηχανιστικό τρόπο, αλλά μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτή την εμπειρία. Ας αξιοποιήσουμε αυτή την ιστορική στιγμή για τη χώρα μας, αυτή την κρίση, ως μια ευκαιρία, για να φέρουμε, να μεταφέρουμε τεχνογνωσία, ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να μιλήσουμε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα και για ένα σύστημα υγείας, που θα είναι αντάξια των προσδοκιών και των απαιτήσεων του Ελληνικού λαού.

Σε ό,τι αφορά τα εργασιακά, εμείς έχουμε δώσει μάχη και με την Τρόικα, πρώτα απ’ όλα, για να μην θιγεί ο 13ος και 14ος μισθός. Στο Δημόσιο, καταλαβαίνω τον πόνο, αλλά τουλάχιστον, στο Δημόσιο, υπάρχει η μονιμότητα, η σιγουριά, αν θέλετε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και εκεί πόνος, αλλά στον ιδιωτικό τομέα, εμείς θελήσαμε να υπάρξει η προστασία του εισοδήματος.

Και παράλληλα, εγώ θεωρώ ότι η επένδυση, το να επιδοτούμε την εργασία για τον νεοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας, και σε ό,τι αφορά το μισθό, και σε ό,τι αφορά τις εισφορές, δεν είναι αρνητικό. Θετικό είναι αυτό. Δεν καταλαβαίνω γιατί το βλέπετε ως αρνητικό αυτό. Είναι θετικό. Θα βοηθήσει για τις δουλειές.

Βέβαια, δεν αρκούν αυτά. Χρειάζεται από τη μια μεριά ένα σύστημα προστασίας και μετεκπαίδευσης, Και εκεί, έχουμε το μεγάλο πρόβλημα του ΟΑΕΔ, ο οποίος, αντί να λειτουργήσει ως ένα σύστημα κατάρτισης και στήριξης των ανέργων, ουσιαστικά, ήταν ένα τεράστιο ρουσφετολογικό σύστημα. Τα λεγόμενα «Stage», που ήταν ένα τεράστιο ρουσφετολογικό σύστημα, από εκεί προέρχονταν.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε το θέμα της ανεργίας; Έτσι λειτουργούσε, όμως, στη χώρα μας. Αλλού, σε άλλες χώρες, υπάρχει ο ΟΑΕΔ, που λέει, είσαι άνεργος, θα σε προστατέψω, θα σε μετεκπαιδεύσω, θα σε βοηθήσω, θα σε στηρίξω, για να ξαναμπείς στην αγορά εργασίας.

Και δεύτερον, βεβαίως, να βοηθήσουμε στην προσέλκυση επενδύσεων, στην ανάπτυξη. Γιατί χωρίς την προσέλκυση επενδύσεων, δεν θα υπάρξουν δουλειές. Στο Δημόσιο, θα έχουμε μειωμένη προσφορά σε ό,τι αφορά την προσέλκυση δημοσίων υπαλλήλων.

Άρα, λοιπόν, ο ιδιωτικός τομέας είναι πολύ βασικός για μας. Πρέπει όμως και εκεί να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές, ώστε, ναι, να έρθει η επένδυση, αλλά και να προστατέψουμε από την άλλη μεριά τον εργαζόμενο. Και εδώ, θέλω να πω ότι, όποιες κι αν είναι οι ρυθμίσεις, πάντα μέσα στο πλαίσιο του μνημονίου, στο οποίο έχουμε δεσμευτεί, εάν δεν ήμασταν μπροστά στη χρεοκοπία που μας άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν θα χρειαζόταν να έχουμε αυτό το μνημόνιο.

Αλλά μέσα στο πλαίσιο του μνημονίου, εγώ πιστεύω ότι θα πρέπει να εξαντλήσουμε το διάλογο ιδιαίτερα μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, και ΓΣΕΕ, και ΣΕΒ, και όλων όσοι εμπλέκονται, για να έχουμε τις καλύτερες δυνατές λύσεις που, ναι, θα βοηθήσουν και την επιχειρηματικότητα, αλλά θα στηρίξουν και τον εργαζόμενο, θα προστατέψουν τον εργαζόμενο από την ανεργία, αλλά και τον άνεργο, για να μπορέσει να μπει ξανά και πιο γρήγορα στην παραγωγή.