Πριν από πολλά χρόνια που μοιάζει σαν να τα έχουμε ξεχάσει, κάποιος που ήρθε για να υλοποιήσει την «αλλαγή» και που κατάφερε να γίνει μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, είχε πει: «Οι Έλληνες δε θα γίνουν οι σερβιτόροι της Ευρώπης».  Χρέωσε την Ελλάδα όσο κανείς άλλος και τα σπασμένα τα πληρώνουμε σήμερα.  Σε μια χώρα που δεν παράγει, δεν καινοτομεί, δεν αφουγκράζεται την ανάγκη των νέων για δημιουργικότητα, ήταν μοιραίο τα πράγματα να φτάσουν εδώ που έφτασαν σήμερα, για να πληρώνουν εμείς και τα παιδιά μας τα σπασμένα.  Τα δάνεια εκείνης της εποχής ξεπληρώνονται σήμερα!

Και πως ξεπληρώνονται; Με επιπλέον δάνεια! Δάνεια που δεν έχουν σα στόχο την ανάπτυξη, μα την πληρωμή  και την αποπληρωμή.  Την πληρωμή μισθών και συντάξεων και την αποπληρωμή τόκων και δανείων.  Με άλλα λόγια τριάντα χρόνια τώρα εισρέει στη χώρα δανεικό χρήμα, μόνο για σπατάλη και όχι για ανάπτυξη.  Αναπτυξιακή λογική στην Ελλάδα της αλλαγής δεν υπήρξε.  Ακόμη και τα περιβόητα αναπτυξιακά προγράμματα έγιναν καταναλωτικά αγαθά, βορά στη μανία για τη δημιουργία μίας νέας τάξης πραγμάτων.  Η όποια ανάπτυξη έπεσε θύμα του νεοπλουτισμού και της επιδειξιομανίας.

Το αποτέλεσμα της μη ύπαρξης αναπτυξιακού προσανατολισμού το ζούμε σήμερα. Μετά από τόσα χρόνια κάποιοι άλλοι έκαναν τους Έλληνες να αισθάνονται οι επαίτες της Ευρώπης! Και το έκαναν συνειδητά, με πράξεις και παραλείψεις γιατί η Ελλάδα, δεν είναι σε τραγικότερη θέση από πλευράς χρέους, ούτε από την Μεγάλη Βρετανία, ούτε από την Ιρλανδία, ούτε από την Ολλανδία, ούτε από την Ισπανία!

Υπήρχε εναλλακτική λύση, υπήρχε εναλλακτική πρόταση; Σαφέστατα, διότι ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές Οικονομικών γνωρίζουν ότι σε κάθε δανειοδότηση αντιστοιχεί ένα σχέδιο, ένα πλάνο, ένας λόγος δηλαδή για τον οποίο κανείς ζητά ένα δάνειο.  Και αυτό για τον απλό λόγο ότι για να δανειστεί κανείς πρέπει να έχει τουλάχιστον σχεδιάσει, όχι κατ’ ανάγκην επιτύχει, το πώς αυτά τα δανεικά χρήματα θα επενδυθούν έτσι ώστε να αποφέρουν εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του δανείου, αλλά και τη δημιουργία μίας κάποιας υπεραξίας.  Ακόμη και στην περίπτωση του αδηφάγου κράτος, θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει όχι το σχέδιο του κέρδους, μα στη χειρότερη περίπτωση της δημιουργίας υπεραξίας για να μην επαναληφθεί ο δανεισμός.  Στην Ελλάδα του ’80 και έπειτα όμως τι συνέβη;  Υπήρξε ανάπτυξη τέτοια ώστε να παραχθεί υπεραξία ικανή να καλύψει το δανεισμό και να δημιουργήσει δυνατότητες αυτοτελούς ανάπτυξης για τη χώρα;

Η απάντηση είναι σε καμία περίπτωση!  Δεν υπήρξε σοβαρός σχεδιασμός σε κανένα τομέα της οικονομίας μας.  Μήπως υπήρξε σχέδιο στα αγροτικά;  Κανένα!  Μήπως υπήρξε σαφές σχέδιο για τον τουρισμό; Κανένα!

Από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε στην τότε ΕΟΚ, έπρεπε να λειτουργεί διαφορετικά. Έπρεπε δηλαδή να οριοθετήσει τις παραγωγικές της επιλογές και προτεραιότητες, σύμφωνα με τις δυνατότητές της, αλλά και τα πλεονεκτήματά της. Η ανάπτυξη δεν είναι πολλή διαφορετική από την παραδοσιακή αγροτική λογική!  Φυτεύουμε ότι ευδοκιμεί! Όπως ευδοκιμούν τα εσπεριδοειδή στη Μεσόγειο και όχι στη Γερμανία ή στη Δανία, έτσι θα έπρεπε όλη η ελληνική αναπτυξιακή λογική να βασίζεται στην εξειδίκευση.

Ποιο είναι το καλό της Ενωμένης Ευρώπης για τους λαούς της; Υποτίθεται ότι καταργήθηκαν σύνορα, δασμοί, εμπόδια στη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών.  Και ποια είναι η συνεισφορά των Ελλήνων;  Ή καλύτερα ποια θα μπορούσε να είναι η συνεισφορά των Ελλήνων; Φαντάζομαι ότι αυτοί που δημιούργησαν την Ενωμένη Ευρώπη είχαν στο μυαλό τους να συνεισφέρει ο κάθε λαός με αυτά που παρήγαγε καλύτερα από τους άλλους λαούς.  Μία πολλή γρήγορη σκέψη για την Ελλάδα είναι λάδι, φρούτα, κηπευτικά, ελιές, κρασί.  Και βέβαια ήλιος, ουρανός, θάλασσα, αρχαία κληρονομιά, πολιτισμός, ελληνοχριστιανική παράδοση, τέλος. Χιλιάδες χιλιόμετρα ακτών, χιλιάδες ώρες ηλιοφάνειας, χιλιόμετρα οργανωμένων παραλιών, εκατοντάδες νησιών.

Σκέφτεται κανείς κάτι άλλο; Μήπως υπήρξε ποτέ η Ελλάδα χώρα βιομηχανική και δεν το πήραμε χαμπάρι; Όσες προσπάθειες και αν έγιναν για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας απέτυχαν παταγωδώς, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.

Αν λοιπόν η επιλογή των Ελληνικών Κυβερνήσεων ήταν η συστηματική ανάπτυξη των τουριστικών υποδομών, αλλά με αυστηρά επιχειρηματικά κριτήρια, χωρίς χαριστικές επιδοτήσεις, πολεοδομικές παραβάσεις, καταπατήσεις αιγιαλών, απλά, ήρεμα, σοβαρά, νοικοκυρεμένα και οργανωμένα. Όποιος έχει επισκεφθεί τις υπόλοιπες χώρες που θέλουν να λέγονται τουριστικές όπως η Ελλάδα, έχει με τα μάτια του δει ότι η Ελλάδα υπερέχει, καταρχήν στο φως, στη λάμψη που την περιλούζει, στη θάλασσα, στο κλίμα, στον αέρα.

Κάναμε λάθος στον τρόπο της τουριστικής ανάπτυξης.  Έπρεπε να τη δούμε πιο ορθολογικά.  Έπρεπε να δούμε την οπτική της ενιαίας οικονομίας.  Αν όχι τη στιγμή της εισόδου στην ΕΟΚ, αλλά τουλάχιστον στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ενιαίου νομίσματος. Κυριάρχησε στο μυαλό μας η ρήση των δημιουργών της αλλαγής δε θα γίνει ο Έλληνας σερβιτόρος. Λες και ο τουρισμός είναι οι σερβιτόροι.  Αντί αυτού που οδήγησαν τους Έλληνες; Τι έγιναν οι Έλληνες;  Δημόσιοι υπάλληλοι, ή και άνεργοι πτυχιούχοι.  Του είπαν να μη γίνει σερβιτόρος, λες και ο τουρισμός  είναι ένα καφενείο, ένα bar, ένα εστιατόριο.  Όλοι μας ξέρουμε ότι ο τουρισμός δεν είναι εύκολη υπόθεση, χρειάζεται υποδομές, σοβαρή δουλειά και διαφήμιση σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Λες και η τουριστική υποδομή είναι μικρομάγαζο και δε χρήζει εξειδίκευσης.  Μίλησαν κάποιοι για πώληση νησιών, πολύ εύκολα θα μπορούσε να είναι αξιοποίηση.  Με όποιο τρόπο μπορεί κανείς να σκεφθεί, με συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με τη μέθοδο ΒΟΤ με την εκχώρηση δικαιωμάτων για κάποια χρόνια.

Εύκολο είναι να καταλάβει λοιπόν κανείς την ανάγκη προβολής του τουριστικού προϊόντος.  Τη συνεχή προβολή του και όχι μόνο στις δύσκολες εποχές.  Θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο να ενώσει τη φωνή του με όλους αυτούς που παίρνουν πρωτοβουλίες και πρώτοι εμείς εδώ στο Greek American News Agency, που έχουν σα στόχο να πείσουν τους Έλληνες ανά την υφήλιο, να είναι εκείνοι που σθεναρά θα δείξουν το δρόμο για να επισκεφθεί όλη η υφήλιος την Ελλάδα, μα όχι μόνο φέτος.

Σε αυτό πρέπει να συμβάλλουν και οι εδώ Έλληνες.  Πρέπει να εκλείψει η αρπαχτή, πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία που θεωρεί τους εργαζόμενους στον τουρισμό δούλους και υποτακτικούς, επονομαζόμενους όλους με το όνομα σερβιτόρους της Ευρώπης, λες και υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό, όπως επεκράτησε να θεωρείται μεμπτή κάθε χειρωνακτική εργασία, που ο Έλληνας παλαιότερα έκανε, με χαρά, μεράκι και μαστοριά.

Δεν είναι θέμα τίτλου λοιπόν.  Είναι θέμα ειδίκευσης.  Τι προτιμά ο Έλληνας να βγάζει χρήματα εκμεταλλευόμενος τη θέση της χώρας τον πολιτισμό της, την κληρονομιάς της ή να επιδιώκει την «αγωνιστικότητά» του, κρεμώντας ηλίθια πανώ στο Παγκόσμιο Μνημείο του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, ή αποκλείοντας τουρίστες στα λιμάνια.

Το τουριστικό προϊόν της Ελλάδας έπρεπε να έχει διαφυλαχθεί και αναπτυχθεί περαιτέρω.  Αν λοιπόν αποτελεί δήλωση το ότι οι Έλληνες δε θα γίνουν σερβιτόροι τότε εγώ απαντώ: Τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή δε θα είχε ο λαός μας ανάγκη από πολιτικούς – επαίτες που στο όνομά του γυρνούν την υφήλιο επαιτώντας δανεικά, δανεικά και πάλι δανεικά!  Για να πληρώσουν και να αποπληρώσουν την επιλογή που έκανε η «αλλαγή» να καταστήσει τους Έλληνες χρεωκοπημένους, τους μισούς δημόσιους υπαλλήλους-πελάτες και τους άλλους μισούς ομήρους του πολιτικού συστήματος.

Ποιος μπορεί λοιπόν να απαντήσει το δίλημμα:  «Σερβιτόροι» ή επαίτες;