Του Μάριου Ευρυβιάδη

Στην Κύπρο η προσφυγοποίηση του πληθυσμού το 1974 δεν προέκυψε λόγω μιας πολεμικής σύγκρουσης, όπως συμβαίνει παραδοσιακά όταν ξεσπούν πόλεμοι. Στην περίπτωση της Κύπρου η προσφυγοποίηση του πληθυσμού ήταν συνέπεια του πολιτικού σχεδιασμού της εισβολής. Η εισβολή είχε ένα διττό στόχο. Την κατάλυση του κράτους και την ταυτόχρονη εθνοκάθαρση του ελληνοκυπριακού πληθυσμού από τις βόρειες περιοχές της Κύπρου  πλησιέστερα προς τις τουρκικές ακτές. Μέχρι το καλοκαίρι του 1974 η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί γιατί συγκρούονταν με δυο πραγματικότητες στο έδαφος και μια τρίτη, τη διεθνή έννομη τάξη.

Οι δυο πραγματικότητες ήταν η καταπληκτική αριθμητική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων έναντι των Τουρκοκυπρίων και το γεγονός ότι πουθενά, σε καμία περιοχή της Κύπρου ακόμη και με τα γεγονότα 1963-64, δεν υπήρχε συμπαγής γεωγραφικός χώρος πάνω στο οποίο μπορούσε να οικοδομηθεί πολιτικά οτιδήποτε που θα μπορούσε να απειλήσει υπαρξιακά την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα περί διχοτόμησης της Κύπρου το 1964, επειδή υπήρχαν κάποιοι τουρκοκυπριακοί θύλακες εδώ και εκεί, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα που να μην μπορούσε να ελέγξει το κράτος, αποτελούν πολιτικές φαιδρότητες. Ακόμη και το πολιτικό σύστημα Ντενκτάς του 1964 – 68 άρχισε να καταρρέει ειδικά μετά το 1968 κυρίως λόγω της οικονομικής τουριστικής ανάπτυξης

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται όχι μόνο από την σταθερή και εθελοντική έξοδο των Τουρκοκυπρίων από τον απομονωτισμός  που τους επέβαλλε η τρομοκρατία Ντενκτάς, αλλά και από τις επανειλημμένες και απελπισμένες εκκλήσεις των Τουρκοκυπρίων  «μαχητών» προς την Άγκυρα, για πολιτική στήριξη που καταγράφονται την περίοδο μετα το 1968.

Το προδοτικό πραξικόπημα επέτρεψε στην Άγκυρα να θεραπεύσει ένα από τα τρία ανυπέρβλητα εμπόδια που αντιμετώπιζε η στρατηγική της έναντι της Κύπρου. Κατάφερε μέσω της εθνοκάθαρσης να δημιουργήσει, ντε φάκτο, μια συμπαγή γεωγραφική περιοχή χωρίς ελληνοκυπρίους.

Πολιτικά, η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής είχε αποτύχει. Απέτυχε διότι το γεωγραφικό τρίγωνο στην ευρύτερη περιοχή Κερύνειας – Λευκωσίας, που κατάφερε να κατακτήσει η Άγκυρα, δεν της επέτρεπε να υλοποιήσει τον γεωγραφικό διαμελισμό της Κύπρου. Νομοτελειακά έπρεπε να ακολουθήσει και η δεύτερη εισβολή, αυτή της 14ης Αυγούστου και μαζί της η εθνοκάθαρση των Ελληνοκυπρίων.

Η Τουρκία και οι απολογητές της, δικαιολόγησαν την δεύτερη εισβολή με τα επιχειρήματα ότι οι προτάσεις της Τουρκίας στη Γενεύη περί καντονίων (πρόταση Γκιουνές) είχε απορριφθεί και ότι μια περαιτέρω καθυστέρηση θα δημιουργούσε κινδύνους για τον τουρκικό στρατό και τους περικυκλωμένους Τουρκοκυπρίους. Και τα τρία επιχειρήματα ήταν προσχηματικά. Αποδοχή του Σχεδίου Γκιουνές θα σήμαινε την εξ’ ορισμού κατάλυση του κυπριακού κράτους, που παρέμενε ο μείζων ο στρατηγικός στόχος της Άγκυρας. Κίνδυνος για τον τουρκικό στρατό δεν μπορούσε να υπάρχει έστω και υποθετικά, αφού η περικύκλωσή του ήταν αδύνατη λόγω της ανοιχτής πρόσβασης του προς την θάλασσα.

Είναι, ωστόσο, στο ζήτημα της απειλής για τους περικυκλωμένους Τουρκοκυπρίους που αποκαλύπτεται η πραγματικότητα των τουρκικών κινήτρων και της όλης στρατηγικής της Άγκυρας.

Για να διασφαλιστούν οι Τουρκοκύπριοι, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων διέμεναν νοτίως της Λευκωσίας και κυρίως στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου, οι τουρκικές δυνάμεις έπρεπε να εκδηλώσουν την επίθεση της 14ης Αυγούστου με κατεύθυνση την Λεμεσό και την Πάφο. Αντίθετα, οι τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν ανατολικά προς την Αμμόχωστο και δυτικά προς Μόρφου  σε μια οριζόντια και όχι κάθετη κατεύθυνση. Ο στόχος δηλαδή ήταν πολιτικός και όχι στρατιωτικός. Ήταν ο οριζόντιος διαμελισμός της Κύπρου που θα δημιουργούσε την γεωγραφική βάση της διχοτόμησης που δεν υπήρχε μέχρι το 1974. Όμως η συνθήκη αυτή δεν ήταν αρκετή. Έπρεπε να εκδιωχθεί και ο αυτόχθονος πληθυσμός της περιοχής. Χωρίς την εθνοκάθαρση των Ελληνοκυπρίων, γύρω στις 200,000, ακόμη και εάν ολόκληρος ο πληθυσμός του Τουρκοκυπρίων  (115,000) να είχε μετακινηθεί στην περιοχή, η αναλογία τους θα ήταν σε αναλογία 1 προς 2 με τους γηγενής. Οι Τουρκοκύπριοι δηλαδή θα συνέχιζαν να μειοψηφούν αριθμητικά. Συνεπώς, έπρεπε ταυτόχρονα με την δεύτερη εισβολή  να συντελεστεί και η εθνοκάθαρση. Και έπρεπε να εκδιωχθούν και οι 25 χιλιάδες Καρπασίτες που δεν διέφυγαν από το «παράθυρο» που οι Τούρκοι εισβολείς άφησαν εσκεμμένα ανοικτό για λίγες μέρες, ωστε να διαφύγουν εθελοντικά απο τις εστίες τους. Διότι ακόμη και οι μέχρι το 1975 (συμφωνία Κληρίδη – Ντεκτάς οπου ο δεύτερος κυριολεκτικά ξεγέλασε και εξέθεσε τον πρώτο) εναπομείναντες 25 χιλιάδες εγκλωβισμένοι Καρπασίτες, θα αποτελούσαν το 25% του συνολικού πληθυσμού της κατακτηθείσας περιοχής. Το ποσοστό αυτο θα ήταν μεγαλύτερο του 18% των Τουρκοκυπρίων βάσει του οποίου η Αγκυρά αξιώνε το γεωγραφικο διαμελισμό της Κύπρου.

Επαναλαμβάνω, η προσφυγοποίηση του 1974 δεν προέκυψε λόγω της συγκυρίας ενός πολέμου αλλά λόγω του πολιτικού σχεδιασμού της εισβολής. Η εθνοκάθαρση ήταν προμελετημένη και πολύ καλά οργανωμένη.

Πολλά πολλά χρόνια αργότερα, το 1988 ή 1989 (δεν θυμάμε ακριβώς) , ο Πρόεδρος Βασιλείου είχε μια από τις πρώτες του συναντήσεις με τον Ντενκτάς στα Ηνωμένα Έθνη. Θυμάμαι πολύ καλά έναν Βασιλείου ξεκοκκινισμένο από τον θυμό, να επιστρέφει στο ξενοδοχείο και να μας δηλώνει σε έξαλλο ύφος,  «Ο Ντενκτάς και οι Τούρκοι δεν θέλουν λύση. Δεν θέλουν ούτε έναν πρόσφυγα να επιστρέψει σπίτι του»

Λόγω του προδοτικού πραξικοπήματος οι Τούρκοι ακύρωσαν ένα από τα τρία στρατηγικά τους μειονεκτήματα. Την καταπληκτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, ωστόσο, δεν μπορούν να ακυρώσουν όσο και να προσπαθούν αυτοί και οι λογής λογής πάτρωνές τους. Ούτε και μπορούν να ακυρώσουν τη διεθνή έννομη τάξη, καταλύοντας ετσιθελικά το κράτος του 1960. Και ας έχουν οι Τουρκαλάδες όσο στρατηγικό βάθος σηκώνουν και όσο ενδομύχως επιδιώκουν αυτοί και ο κάθε Νταβούθτογλου και το συνάφι του. Η λησταρχία που οι Τούρκοι ασκούν εναντίον της Κύπρου και αλλού, ακόμα και μέσα στην ίδια τους τη χώρα, δεν είναι πολιτική. Και ο κάθε λήσταρχος, λήσταρχος παραμένει όσα οφφίκια και αν φόρα,  όσα και να του δώσουν.