Του Κώστα Γεννάρη

 

Μιλώντας με έναν Τ/κ δημοσιογράφο, τον Μετίν Μιουνίρ, ο οποίος έκανε μεγάλη και διεθνή καριέρα εργαζόμενος στην Τουρκία (εργάστηκε σε όλες τις μεγάλες τουρκικές εφημερίδες και συνεργάστηκε με έντυπα όπως η Γκάρντιαν, η Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, Νιου Υορκ Τάιμς, ΒΒC, κ.λπ.) μου εξέφρασε τη συγκλονιστική, όπως τη χαρακτήρισε, διαπίστωσή του ότι οι Ε/κ είναι «άθλια ενημερωμένοι» για όσα συμβαίνουν στην Τουρκία, «παρά το γεγονός ότι η χώρα αυτή επηρεάζει το μέλλον τους».


Η στάση των Ε/κ απέναντι στην Τουρκία καθορίζεται περισσότερο από συναισθηματικά κριτήρια και λιγότερο από την ψυχρή λογική και ορθολογιστική προσέγγιση. Με αποτέλεσμα, όχι μόνο να είναι σωστή η διαπίστωση του Μιουνίρ, αλλά και να ενεργούν οι Ε/κ μέσα σε ένα κενό, να αναφέρονται στην Τουρκία με όρους που δεν έχουν σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα και κατά συνέπεια να αυξάνουν δραματικά τις πιθανότητες λάθους. Με οποιεσδήποτε προεκτάσεις και συνέπειες μπορεί αυτό να προκαλεί στην Κύπρο και το μέλλον της.

Η Τουρκία μεταμορφώνεται και αυτή η μεταμόρφωση πιστοποιείται και από τους αριθμούς και τα στοιχεία. Αυτή τη μεταμόρφωση θα πρέπει να παρακολουθούν στενά και καθημερινά οι Ε/κ, να την αναλύουν σχολαστικά για να μπορούν να διαβάζουν σωστά και τις προθέσεις της Άγκυρας και τους στόχους της πολιτικής της.

Πριν από 20 χρόνια η Τουρκία βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης. Δέχθηκε τις παρεμβάσεις και την επιτήρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου 18 συνολικά φορές. Πολιτικά βρισκόταν σε μια κατάσταση διαρκούς αστάθειας. Σήμερα θεωρείται μια από τις αναδυόμενες ισχυρές οικονομίες στον κόσμο, με ρυθμό ανάπτυξης τον μεγαλύτερο στον κόσμο μετά την Κίνα. Και την Ινδία. Με μέσο όρο ηλικίας του πληθυσμού της τα 29 χρόνια – έναντι των 49 της Ευρώπης.

Μεταξύ του 2002 και 2007 η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν κατά μέσο όρο 7% το χρόνο. Οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί από 36 δισεκατομμύρια δολάρια το 2002, στα 132 δισεκατομμύρια το 2008. Ο πληθωρισμός μειώθηκε από το 45% το 2003 στο 9,5% το 2009. Οι ξένες επενδύσεις που κυμαίνονταν μεταξύ ενός και δύο δισεκατομμυρίων το χρόνο για δεκαετίες ολόκληρες ανήλθαν στα 5,8 δισεκατομμύρια μέχρι το 2005 και στα επόμενα τρία χρόνια έφτασε στα 20 δισεκατομμύρια.

Σημαντικές είναι, επίσης, οι εσωτερικές μεταμορφώσεις κυρίως εκείνες οι οποίες σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Η πορεία προς την Ευρώπη οδήγησε σε γιγαντιαίες προσπάθειες καλλιέργειας μιας εντελώς διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής κουλτούρας, η οποία συντηρεί μια δυναμική συνεχούς «εξευρωπαϊσμού», σε κάποιο βαθμό, της χώρας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία κατόρθωσε να ξεφύγει από τον εναγκαλισμό κεμαλικών-εθνικιστικών και άκρως αναχρονιστικών κέντρων εξουσίας. Η αντιπαράθεση με τέτοια κέντρα παραμένει το ίδιο έντονη όπως και πριν, με τη μόνη διαφορά ότι σε κάποιο βαθμό οι όροι της αναμέτρησης διαφοροποιούνται.

Οι ισλαμικές καταβολές της διακυβέρνησης Ερντογάν προκαλούν φοβίες και ανησυχίες στη Δύση και κυρίως επιτρέπουν παράλληλα και την ανάπτυξη νεοθωμανικών θεωριών, όπως αποκαλούνται, καθώς και υπερβολικών προσδοκιών και φιλοδοξιών της Άγκυρας ως προς τον ρόλο της στην περιοχή, τις σχέσεις της με τη Δύση και βεβαίως το ρόλο της στην παγκόσμια σκακιέρα. Ήδη οι συσχετισμοί στην περιοχή μεταβάλλονται σε κάποιο βαθμό ως αποτέλεσμα της μεταμόρφωσης και των φιλοδοξιών της Τουρκίας.

Μέσα στη γενικότερη γεωστρατηγική αναδιάταξη στην περιοχή, η Τουρκία απέκτησε μια διαφορετική αξία για όλους. Για την Ευρώπη, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τον ισλαμικό κόσμο και για την ίδια ακόμα την Τουρκία. Πώς αξιοποιείται και προς ποια κατεύθυνση αυτή η αξία θα πρέπει να είναι αντικείμενο συνεχούς μελέτης. Για να καταστεί δυνατή η εκτίμηση των επιπτώσεων στην πορεία του Κυπριακού και κατά συνέπεια η διαμόρφωση ανάλογης πολιτικής προστασίας των συμφερόντων του τόπου.

Η αλήθεια είναι ωστόσο οδυνηρή: Πόση σχέση έχει ο όποιος διάλογος διεξάγεται σήμερα στην Κύπρο για το Κυπριακό και τους χειρισμούς του με τα νέα δεδομένα όπως διαμορφώνεται μέσα από τις εξελίξεις περί την Τουρκία; 

Τα σημεία αναφοράς του διαλόγου αυτού έχουν σχέση με τις πραγματικότητες όπως διαμορφώνεται γύρω από την Κύπρο και κατά συνέπεια στα μεγάλα κέντρα πολιτικής, όπως για παράδειγμα στις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον; 

Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να επηρεάσει η Κύπρος τις θεωρήσεις στα κέντρα αυτά αν και όταν οι προσεγγίσεις της δεν σχετίζονται με αυτά τα δεδομένα που καθορίζουν τις στάσεις των μεγάλων και ισχυρών; 

Αυτοί που καθορίζουν τους όρους του διαλόγου στον τόπο δεν φέρουν ευθύνη για όπου μας οδηγεί αυτός ο διάλογος και για από όπου μας απομακρύνει η μη συσχέτισή του με τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στην περιοχή;
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ