Με αφορμή την υπόθεση Wikileaks και τη δημοσίευση χιλιάδων απόρρητων εγγράφων, το καλοκαίρι για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και πριν από λίγες ημέρες για τον πόλεμο στο Ιράκ, ο βετεράνος δημοσιογράφος του CNN Πίτερ Αρνέτ, ο οποίος σήμερα διδάσκει δημοσιογραφία σε πανεπιστήμιο της Κίνας, μιλάει για τις κυβερνητικές πιέσεις που ασκούνται στους ρεπόρτερ των μεγάλων αμερικανικών μίντια σε περίοδο πολέμου και εξηγεί πώς ο ίδιος, παρ’ ότι διάσημος, κατέληξε να γίνει «το μαύρο πρόβατο» της αμερικανικής δημοσιογραφίας.

 Μπροστά στο κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς παλάτι του Σαντάμ Χουσέιν. Μια υπόθεση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Wikileaks της δεκαετίας του ’70» ήταν εκείνη των Pentagon Papers που συγκλόνισε την Αμερική. Θυμάστε κάτι από τότε;

 

Είχα αναμειχθεί προσωπικά στην ιστορία των Pentagon Papers το 1971, επειδή γνώριζα τον αξιωματούχο που είχε διοχετεύσει τις πληροφορίες, τον Ντάνιελ Ελσμπεργκ, και δέχθηκα ένα αντίγραφο των φακέλων από εκείνον για να το χρησιμοποιήσω στο Associated Press, αφού οι «New York Times» είχαν αντιμετωπίσει με το θέμα της δημοσίευσης νομικά προβλήματα. Οι Φάκελοι του Πενταγώνου ήταν η μυστική ιστορία του υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ στο θέμα της πολιτικο-στρατιωτικής ανάμειξης της Αμερικής στον πόλεμο του Βιετνάμ και αποκάλυπταν ότι ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ψευδόταν συστηματικά απέναντι στους αμερικανούς πολίτες. Η δημοσίευση των Φακέλων του Πενταγώνου τελικά εγκρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Νίξον να εμποδίσει τη δημοσίευσή τους. Η συγκεκριμένη υπόθεση αποτέλεσε ορόσημο για την ελευθερία της πληροφόρησης στην Αμερική. 

Για να φτάσουμε εν έτει 2010 στις δημοσιεύσεις του Wikileaks.
Με το υπόβαθρο των Pentagon Papers, η αποτυχία της αμερικανικής κυβέρνησης να σταματήσει τη δημοσίευση των χιλιάδων εγγράφων από το Wikileaks για τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μπορεί να γίνει πιο εύκολα κατανοητή. Μία από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο υποθέσεων, των Pentagon Papers και του Wikileaks, είναι ότι τα χιλιάδες ντοκουμέντα του Wikileaks δημοσιεύτηκαν μεμιάς, ενώ στους «Ν.Υ. Times» πήρε εβδομάδες να δημοσιεύσουν ένα μέρος μόνο των εγγράφων εξαιτίας της έκτασής τους. Προσωπικά, είμαι πάντοτε υπέρ της δημοσίευσης, αφού και μόνο το ότι τα έγγραφα αυτά έχουν περάσει στα χέρια των δημοσιογράφων σημαίνει ότι η ασφάλεια γύρω τους έχει ήδη διαρραγεί. 
Πόση αλήθεια «βγήκε» στην επιφάνεια για τους πολέμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν σε σχέση με αυτόν του Βιετνάμ;
Η σύντομη απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι ότι σύγκριση δεν μπορεί να γίνει. Δεν υπήρχε λογοκρισία των μίντια και τους 13 χρόνους του πολέμου στο Βιετνάμ και μπορούσαμε να γράψουμε αυτό που βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Μας επιτρεπόταν να συνοδεύσουμε αμερικανούς και νοτιοβιετναμέζους στρατιώτες στις περισσότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις και να φωτογραφίζουμε ελεύθερα ή να παίρνουμε συνεντεύξεις. Εγραψα πάνω από 3.000 ιστορίες για το ΑΡ στα 13 μου χρόνια στο Βιετνάμ και είδα να δημοσιεύονται πολλές φωτογραφίες μου. Μόνο μία από τις ιστορίες μου λογοκρίθηκε από το ΑΡ το 1972, και ο πρόεδρος του οργανισμού μού ζήτησε αργότερα συγνώμη γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα, ο Κένεντι, ο Τζόνσον και ο Νίξον δεν ήταν ευτυχείς με τη δική μου ή τις ιστορίες των άλλων ρεπόρτερ και προσπαθούσαν να επηρεάσουν τους εργοδότες μας να μας περιορίσουν. Αλλά αυτές ήταν προφορικές υποδείξεις, οι οποίες ποτέ δεν πετύχαιναν επειδή τα αφεντικά μας εκείνες τις ημέρες ήταν βετεράνοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πίστευαν απόλυτα στα δικαιώματα για την αξία των οποίων είχαν πολεμήσει. 
Υποθέτω ότι στους πολέμους της κυβέρνησης Μπους Τζούνιορ, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Στους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ επιβλήθηκε αυστηρή λογοκρισία σε όλους τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις. Οι κανόνες, και στους δύο πολέμους, επιβλήθηκαν νωρίς, απαιτώντας την παρουσία αξιωματικών σε όλες τις συνεντεύξεις και αυστηρό έλεγχο των φωτογραφιών. Αυτό σήμαινε ότι οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης Μπους για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ του Σαντάμ δεν συναντούσαν σοβαρή αμφισβήτηση, όπως και τα σοβαρά λάθη της αμερικανικής πολιτικής π.χ. η απόλυση όλου του ηττημένου στρατού του Σαντάμ και η τοποθέτηση μιας εικονικής κυβέρνησης στη Βαγδάτη. Οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να πάρουν συνεντεύξεις από Ιρακινούς κατά βούληση και κάποια από τα καλύτερα ρεπορτάζ ήρθαν από αυτές τις πηγές, αλλά πληροφορίες-κλειδιά για τις αμερικανικές στρατιωτικές προσπάθειες δεν ήταν διαθέσιμες. 
Κάποιες φορές τίθεται το θέμα, σχεδόν αποκλειστικά από τις κυβερνήσεις, ότι όταν το ρεπορτάζ ενός δημοσιογράφου αποκαλύπτει κρατικά μυστικά αποτελεί εθνική προδοσία, βλάπτει την πατρίδα του.
Το θέμα της αλήθειας κόντρα στην αφοσίωση στην χώρα σου είναι ψεύτικο. Ολοι οι αμερικανοί ρεπόρτερ γνωρίζουν ότι υπάρχουν ευαίσθητες πληροφορίες ασφαλείας, όπως οι κινήσεις των στρατευμάτων και ο σχεδιασμός μυστικών επιχειρήσεων που δεν πρέπει να αποκαλυφθούν. Είναι στις άλλες ιστορίες που είναι σημαντικές να ειπωθούν, σχετικά με την τραχύτητα συμπεριφοράς των αξιωματικών και των στρατιωτών, όπου το θέμα της αφοσίωσης στην πατρίδα σου συχνά ανακύπτει. Για παράδειγμα, εάν ένας ρεπόρτερ αποκαλύψει ότι ένα γκρουπ αμερικανικών στρατευμάτων βίασε και σκότωσε κάποια ντόπια κορίτσια, όπως έγινε στο Βιετνάμ, η κυβέρνηση θα υποστηρίξει ότι ένα τέτοιου είδους ρεπορτάζ «βλάπτει την υπόληψη της χώρας» και γι’ αυτό δεν πρέπει να αποκαλυφθεί. Η άποψή μου, όπως και εκείνη πολλών ρεπόρτερ που αισθάνονται το ίδιο, είναι ότι ο στρατός μας θα πρέπει να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο ηθικής όπως και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι οποιαδήποτε απόκλιση από αυτό αποδυναμώνει όχι μόνο το στράτευμα αλλά και την υπόληψη της χώρας. Η αποκάλυψη παρόμοιων ιστοριών βελτιώνει τη συμπεριφορά του στρατού, κάτι το οποίο τελικά ενδυναμώνει τη χώρα. 

Υπήρξαν γεγονότα στα οποία ήσασταν μάρτυρας εσείς;

Στον πόλεμο του Βιετνάμ, τον οποίο κάλυψα από το 1962 έως το 1975, είδα πολλά προβληματικά πράγματα. Φωτογράφισα έναν βουδιστή μοναχό να αυτοπυρπολείται στη Σαϊγκόν τον Αύγουστο του 1963. Είδα χωριά να αναλώνονται από βόμβες και οβίδες πυροβολικού. Είδα φυτείες καουτσούκ να έχουν μεταμορφωθεί σε πεδία μάχης και να είναι καλυμμένες από τα κορμιά των νεκρών κομμουνιστών στρατιωτών. Είδα πτώματα αμερικανών στρτατιωτών, γδυμένα από τις στολές τους και τα όπλα τους, να σαπίζουν σε βουνίσια δάση στα βιετναμέζικα χάιλαντ. 
Στο Ελ Σαλβαδόρ, στην κεντρική Αμερική, τη δεκαετία του ’80 είδα πτώματα κομμένα σε κομμάτια από τα κυβερνητικά «αποσπάσματα θανάτου» και αφημένα έξω από το ξενοδοχείο μας ως προειδοποίηση για την κριτική μας στην κάλυψη των γεγονότων. Στη Σιέρα Λέονε, αρκετά χρόνια αργότερα, με σταμάτησαν σε μπλοκ στο δρόμο αντάρτες οι οποίοι είχαν διακοσμήσει το σημείο φρούρησής τους με φρέσκα ανθρώπινα κεφάλια. Κι αυτά είναι μόνο κάποια από τα σοκαριστικά πράγματα που οι ρεπόρτερ βλέπουν κατά την εκτέλεση της δουλειάς τους. 
Ημουν πάντοτε περήφανος για τον ρόλο μου ως «αυτόπτη μάρτυρα» της πραγματικότητας μιας σύγκρουσης και ήμουν τυχερός καθώς γενικά είχα την ευκαιρία να μεταφέρω αυτά που έβλεπα, χωρίς λογοκρισία. Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί για τους οποίους δούλεψα δημοσίευαν την επίσημη άποψη των κυβερνήσεων, αλλά πάντοτε υπήρχε χώρος και για τα ρεπορτάζ μου από τα πεδία μαχών του κόσμου. Ηταν αυτή η υποστήριξη από τους εργοδότες μου που μου επέτρεψε να επιδιώκω την αποστολή μου ως αυτόπτη μάρτυρα καθόλη τη ζωή μου. Πίστευα ότι τα ρεπορτάζ μου όχι μόνο θα έφερναν καλύτερη κατανόηση αυτών των συγκρούσεων αλλά επίσης θα βοηθούσαν στην εξεύρεση μιας ταχύτερης λύσης. Ηταν αυτή μου η πεποίθηση που έκανε υποφερτά κάποια από αυτά που είδα. 
Στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου που όλοι σάς θυμόμαστε να μεταδίδετε ζωντανά από τη Βαγδάτη, ήταν τα πράγματα διαφορετικά; Ή δεχθήκατε και τότε πιέσεις;
Το CNN, για το οποίο εργαζόμουν ως πολεμικός ανταποκριτής τότε, είχε προσκληθεί από τον ιρακινό ηγέτη Σαντάμ Χουσέιν να μείνει και να καλύψει τον πόλεμο από τη δική του πλευρά. Καθώς ο πόλεμος πλησίαζε, ο πρόεδρος Μπους ζήτησε από όλους τους Αμερικανούς των μίντια να φύγουν από τη Βαγδάτη, υποστηρίζοντας ότι η Εθνική Ασφάλεια θα επλήττετο με την ύπαρξη αμερικανικών μίντια που κάνουν ρεπορτάζ από την πλευρά του εχθρού. Διαφώνησα με αυτή την οπτική επειδή δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσα να δω ως ρεπόρτερ στη Βαγδάτη που θα έβαζε σε κίνδυνο την πολεμική προσπάθεια της Αμερικής. Ο πρόεδρος Μπους ήθελε ξεκάθαρα να καλυφθεί πολιτικά απέναντι σε αξιόπιστες ειδήσεις σχετικές με την αρνητική πλευρά των αμερικανικών βομβαρδισμών. Ετσι η κυβέρνησή του μού επιτέθηκε από την πρώτη ημέρα, υποστηρίζοντας ότι η κάλυψή μου ήταν προπαγάνδα του Σαντάμ Χουσέιν. Αλλά υπήρξε μια συγκεκριμένη ιστορία που κάλυψα η οποία προκάλεσε τον θυμό του προέδρου Μπους και οδήγησε στους επανειλημμένους του ισχυρισμούς ότι ήμουν ψεύτης. 
Αυτή η ιστορία αφορούσε τον βομβαρδισμό ενός εργοστασίου παραγωγής γάλακτος για μωρά. Είχα οδηγηθεί εκεί από ιρακινούς επισήμους που μου έδειξαν την πλήρη καταστροφή του κτιρίου. Δεκάδες πακέτα σκόνης παιδικού γάλακτος ήταν σκορπισμένα στο έδαφος. Ανέφερα την ιστορία, σημειώνοντας ότι πηγές μου ήταν οι ιρακινοί επίσημοι, προσθέτοντας ότι υπήρξα και αυτόπτης μάρτυρας. Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι έλεγα ψέματα και ότι το εργοστάσιο ήταν μια «εγκατάσταση για την παραγωγή βιολογικών όπλων». Οι αμερικανοί επίσημοι είχαν υποσχεθεί ότι κατά τον βομβαρδισμό της Βαγδάτης δεν θα πλήττονταν στόχοι πολιτών και η καταστροφή ενός εργοστασίου που παρήγαγε τροφή για μωρά αποτέλεσε πηγή τεράστιας αμηχανίας. 
Ιστορικά, η κάλυψή μου από τη Βαγδάτη σηματοδότησε την άφιξη της ζωντανής τηλεοπτικής κάλυψης πολέμου στην παγκόσμια σκηνή. Το 1991 στη Βαγδάτη ήμουν ο μόνος τηλεοπτικός ρεπόρτερ παρών στην πόλη για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου. Στην ίδια πόλη, το 2003, υπήρχαν κατά τον βομβαρδισμό της 40 τηλεοπτικές μονάδες αναμετάδοσης παρούσες. 
Επειτα από όλη αυτή την μακρά πορεία σας, έχετε απωθημένα, έχετε μετανιώσει για κάτι;
Σε προσωπικό επίπεδο δεν έχω ιδιαίτερα απωθημένα. Σε επαγγελματικό επίπεδο, έχω κάποια «θέματα». Οι συνάδελφοί μου κι εγώ πιστεύαμε ότι τα υψηλά στάνταρντ της δημοσιογραφίας που είχαμε θέσει κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ θα αποτελούσαν το μοντέλο για την κάλυψη μελλοντικών συγκρούσεων. Αυτό δεν συνέβη, αντίθετα τα μέινστριμ μίντια της Αμερικής προτίμησαν να συμβιβαστούν με μια πιο συνεργάσιμη στάση απέναντι στην επίσημη πολιτική παρά να αμφισβητήσουν εσφαλμένες αποφάσεις που ελήφθησαν στον Λευκό Οίκο και στα πεδία των μαχών. 
Αρχίζω και καταλαβαίνω στα πολλά χρόνια μου έντυπης και τηλεοπτικής δημοσιογραφίας ότι παρά το ότι κάποιες φορές βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων που κινδυνεύουν και αλλάζουν τις επικίδυνες περιστάσεις στις οποίες εκείνοι έχουν βρεθεί, γενικά τα μίντια έχουν μικρό άμεσο αντίκτυπο στα σημαντικά γεγονότα του κόσμου. Οι αποφάσεις για τον πόλεμο και την ειρήνη δεν επαφίενται στα χέρια των μίντια, αλλά των κυβερνήσεων. Εμείς, οι ρεπόρτερ, είμαστε πολύ συχνά ο χορός σε μια όπερα στην οποία πρωταγωνιστούν οι εξέχοντες ηγέτες της εποχής μας… 

Οι ρεπόρτερ που έγιναν «μαύρα πρόβατα»

Μια συνέντευξη που δώσατε στην ιρακινή τηλεόραση το 2003 προκάλεσε την απόλυσή σας από το NBC. Γίνατε το «μαύρο πρόβατο» για τα μεγάλα μίντια ύστερα από αυτό;
Πολλοί από τους καλύτερους φίλους μου είναι αυτό που λέτε «μαύρα πρόβατα». Είναι η γενιά των διεθνών ανταποκριτών του Βιετνάμ, η οποία, για να ονομάσω λίγους, περιλαμβάνει τον πρώην άνκορμαν του CBS Νταν Ράδερ, τον ερευνητή ρεπόρτερ Σέιμουρ Χερς, τον ρεπόρτερ και ιστορικό Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ, τον ρεπόρτερ της υπόθεσης Pentagon Papers Νιλ Σίχαν, τον Μάικ Γουάλας και τον Μόρλεϊ Σάφερ των «60 Minutes» κ.ά., ακόμα και την Ελεν Τόμας, πρώην του UPI, η οποία έκανε κόλαση τη ζωή των αμερικανών προέδρων στις συνεντεύξεις τύπου μέχρι που πρόσφατα αποκαθηλώθηκε εξαιτίας ενός σχολίου που έκανε σε έναν επίμονο περαστικό. Οπως κι εγώ, όλοι τους είχαν μακρόχρονες καριέρες σε μεγάλους αμερικανικούς μέινστριμ οργανισμούς και κάλυψαν τα μεγαλύτερα θέματα στον κόσμο. Και όλοι τους υπέφεραν από εκρήξεις κριτικής από «εκνευρισμένες» κυβερνήσεις και ακόμη περισσότερο από συντηρητικούς πολιτικούς και δεξαμενές σκέψης της Ουάσιγκτον που θεωρούν ότι το να αμφισβητείς την εξωτερική αμερικανική πολιτική είναι προδοτική πράξη – εκτός αν το κάνουν οι ίδιοι! 
Τα περισσότερα από τα χρόνια μου στο ΑΡ τα πέρασα καλύπτοντας τον πόλεμο του Βιετνάμ υπό τα πυρά του Λευκού Οίκου και την εχθρότητα του Κογκρέσου. Τα χρόνια μου στο CNN ήταν επίσης συγκρουσιακά εξαιτίας της κάλυψής μου της αμερικανικής πολιτικής στην κεντρική Αμερική, την Αφρική και Μέση Ανατολή. Μετά ήρθε ο Πόλεμος του Κόλπου Νο2 και η δύο εβδομάδων συνεργασία μου με το NBC. 
Η συνέντευξή μου στην ιρακινή τηλεόραση ήταν μία από τις πολλές που έδωσα εκείνη την περίοδο ενώ η ίδια τηλεόραση μου είχε πάρει συνέντευξη και στο παρελθόν, κατά τις επισκέψεις μου στην περιοχή στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Στον Πόλεμο του Κόλπου Νο2, το NBC αρχικά στήριξε την απόφασή μου να δώσω συνέντευξη με μια δήλωση στην οποία ανέφεραν ότι δεν είχαν κάποιο πρόβλημα με αυτό. Αλλά μετά είδα ότι κάτι βασικό άλλαξε στην πορεία των χρόνων από τον πόλεμο του Βιετνάμ και μετά. Το ΑΡ πάντοτε με υποστήριζε σθεναρά στο Βιετνάμ. Το ίδιο έκανε και το CNN στη Μέση Ανατολή. Η κάλυψη που αρχικά μού παρείχε το NBC κατέρρευσε υπό το κράτος μιας χιονοστιβάδας κριτικής από τα συντηρητικά μίντια και τους πολιτικούς. Η «αντι-Αρνέτ υστερία» έγινε τόσο μεγάλη, ώστε συμφώνησα να απαντήσω στο καθημερινό πρόγραμμα του NBC με μια απολογία για να αποφύγω την ατελείωτη αντιπαράθεση.

ΕΝΕΤ