του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου, ειδική συνεργασία με την εφημερίδα “Αποκαλύψεις”

Βουλευτής, μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο Siemens εξεμάνη, το βράδυ της Πέμπτης, κατά τηλεοπτικού σχολιαστή, όταν ο τελευταίος αποκάλεσε «καραγκιοζιλίκια» τα πορίσματα των δύο μεγάλων κομμάτων και το άγριο παζάρι που, απ’ ό,τι φαίνεται, προηγήθηκε.

Μπορεί ο εν λόγω βουλευτής να μην είχε άδικο όταν -ανταπαντώντας- έκανε λόγο για «τηλεοπτικούς καραγκιόζηδες» (υπάρχουν και δαύτοι που υποδαυλίζουν κοινωνικές αντιθέσεις ή λειτουργούν ως κυβερνητικές ντουντούκες), είναι, ωστόσο, σαφές πως η πολυδιαφημισμένη διερεύνηση του μεγαλύτερου σκανδάλου της μεταπολίτευσης καταλήγει σε κοινοβουλευτικό και πολιτικό φιάσκο.

Προσπερνώ την κωμικοτραγική απόδοση ευθυνών από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Αυτό σχεδόν εξαντλήθηκε από τους λαϊκούς εισαγγελείς (πολιτικούς και δημοσιογράφους). Και εμπίπτει, πλέον, στη δικαιοδοσία των γελοιογράφων.

Προσπερνώ και τη βιασύνη των κυβερνητικών βουλευτών να εντοπίσουν ευθύνες σε γαλάζιους υπουργούς και την αστεία στάση της ΝΔ, η οποία δεν βρήκε ούτε έναν δικό της που να φέρει ευθύνη για κάποια πτυχή του σκανδάλου.

Ολα αυτά θα τα πληρώσουν, όταν η υπομονή του κόσμου θα φτάσει στο «ως εδώ και μη παρέκει» –άραγε, δεν το βλέπουν να έρχεται;

Εκείνο που θεωρώ πως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η άκρως υποτελής στάση της ελληνικής πολιτείας έναντι της πολυεθνικής Siemens και της γερμανικής κυβέρνησης.

«Τοις του Μνημονίου ρήμασι πειθόμενη», η κυβέρνηση Παπανδρέου απαλλάσσει Siemens και Βερολίνο από τις τεράστιες ευθύνες τους για ό,τι συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και μιλώ για το όργιο των υπερτιμολογήσεων στα έργα και τις προμήθειες του Δημοσίου, που, μέσω μιζών οι οποίες αγγίζουν τα 100.000.000 ευρώ, πήρε η γερμανική πολυεθνική από τις κυβερνήσεις (κυρίως) του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Είναι αποδεδειγμένο μέχρι κεραίας πως επίορκοι πολιτικοί, είτε διά της ανοχής τους είτε επειδή χρηματίσθηκαν αυτοί ή το περιβάλλον τους, επέτρεψαν αυτό το φαγοπότι που βούλιαξε έτι περαιτέρω την ελληνική οικονομία.

Τα πράγματα είναι απλά: οι Γερμανοί έδιναν πολιτικές μίζες και έπαιρναν έργα τα οποία σε μία διάφανη και ανταγωνιστική αγορά είναι πιθανό να μην κατόρθωναν να πάρουν. Το ελληνικό δημόσιο ζημιωνόταν διπλά: αφενός γιατί πλήρωνε πολύ περισσότερο προμήθειες και υπηρεσίες και, αφετέρου, διότι δανειζόταν ολοένα και περισσότερο για να καλύψει τα ελλείμματα που δημιουργούνταν.

Αλλες σοβαρές χώρες, από τις περίπου 40 όπου η Siemens διέπραξε τα ίδια ποινικά αδικήματα, όπως η (κακώς χαρακτηριζόμενη ως τριτοκοσμική) Νιγηρία, απαίτησαν και εισέπραξαν αποζημιώσεις από τη γερμανική εταιρεία. Οι ίδιες χώρες απέδωσαν πολιτικές και ποινικές ευθύνες στους πολιτικούς τους που συναλλάχθηκαν παρανόμως με τους Σίκατσεκ, Κουτσενρόιτερ και άλλους.

Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι Νιγηρία. Παρά το γεγονός ότι, προ έτους περίπου, ο τότε υπουργός Επικρατείας Χάρης Παμπούκης (εκτελώντας εντολή πρωθυπουργού, όπως μας είχαν πει) απέστειλε επιστολή-διάβημα προς το Γερμανό πρέσβη, κανένα απολύτως αίτημα αποζημίωσης δεν έχει έκτοτε υποβληθεί.

Ούτε καμία απόφαση αποκλεισμού της γερμανικής πολυεθνικής από «δουλειές» του ελληνικού δημοσίου έχει ληφθεί –το ίδιο συμβαίνει και με το περίφημο κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις.

Η απάντηση γι’ αυτή την εγκληματική αδράνεια κρύβεται, πιθανότατα, στο γεγονός ότι η (παρά τις διαψεύσεις ένθεν κακείθεν) πορεία προς την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους περνά από την ΕΚΤ και το γερμανικό παράγοντα. Ο πρωθυπουργός έχει, λοιπόν, αποφασίσει, προφανώς, πως παρά την κατά καιρούς κριτική του στην κυρία Μέρκελ, δεν μπορεί να κουνήσει το δάκτυλο στο Γερμανό μεγαλοδανειστή.

Ας μας το πουν, λοιπόν. Κι ας μη θυμώνουν -δήθεν- όταν κάποιοι λένε πως η χώρα βρίσκεται υπό την ιδιότυπη κατοχή των δανειστών της.

Συμπέρασμα; Ούτε κάθαρση θα επέλθει -αντιθέτως «κουκούλωμα»- ούτε θα πάρουμε πίσω έστω και λίγα από τα χρήματα που μας έφαγαν οι Χριστοφοράκοι, οι Γερμανοί «ταμίες» και οι επίορκοι πολιτικοί.

Οι τελευταίοι, μάλιστα, μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι να απολαμβάνουν τους… κόπους τους, αφού κάθε αδίκημα έχει οριστικά και αμετάκλητα παραγραφεί. Αίσχος!