«Σε κλαίνε χώρες και χωριά  Σε κλαίνε βιλαέτια  Σε κλαίει κι η Ντρομπολιτζά 

μαζί με την Αθήνα»


«Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις το 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμοβούνι». Διαβάζεις αυτά τα δωρικά λόγια και ανασαίνεις τον μoσχοβόλο και λεύτερο αέρα της Κλεφτουριάς. Είναι του αθάνατου ήρωά μας, του Θοδωρή Κολοκοτρώνη. 4 Φεβρουαρίου του 1843 ο ένδοξος στρατηγός αφήνει, «εν μέσω γενικών δακρύων», την τελευταία του πνοή. Θρηνούν και μοιρολογούν οι Πανέλληνες «μαζί και η Αθήνα», η σύγχρονη Βαβυλώνα. Αυτή η Αθήνα, η πόλη που βροντούσε τότε το σπαθί του Κολοκοτρώνη, μαγαρίζεται τώρα από τους Αγαρηνούς, ποδοπατιέται από τα «ταγκαλάκια» του Iσλάμ, κοπρίζεται από τα γραικυλοκάναλα που σβήνουν την αιματογραμμένη ιστορία μας, ξαναγράφοντάς την με τα αργύρια της προδοσίας….

Παράξενα, παρανοϊκά, πράγματα συμβαίνουν. Θαρρείς πως όλος ο λαός ήπιε το «τρελό νερό» που έλεγε ο Κόντογλου. Η χρόνια ηθική παραλυσία, ο παρασιτικός καταναλωτισμός, η καλπάζουσα θεομαχία και εκκλησιομαχία τον μεταμόρφωσαν, ωσάν τους χοίρους της Κίρκης, σε μαλθακή μάζα που καταπίνει συνεχείς εξευτελισμούς. Ποιος θα το πίστευε; Στην πόλη που αναπαύονται τα κόκκαλα τα αγιασμένα του Οδυσσέα, του γερο- Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του μπουρλοτιέρη του Αγώνα, οι απόγονοι των γενοκτόνων μας, του Κιoυτάγια και του Ιμπραΐμη, παρελαύνουν προκλητικά, κορδωμένοι, εκβιάζοντας τα «κωλόπανα της φατρίας» (Μακρυγιάννης), τους νάνους και τους αρλεκίνους που δήθεν κυβερνούν. Βγαίνει και η ιστοριογραφική τσαραλατανιά, τα αργυρώνητα τσιράκια του νεοοθωμανισμού, και επαναφέρουν το ρεπούσειο κουρελούργημα: Η Τουρκοκρατία ήταν ευλογία για το Γένος. Οι παπάδες φταίνε για όλα… 

Στο βιβλίο οι πανηγυρικοί της Ακαδημίας για την επέτειο του ’21, που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Πέτρος Χάρης, διαβάζουμε στον λόγο που εκφώνησε στις 24 Μαρτίου του 1967, ο σπουδαίος καθηγητής Σπ. Μαρινάτος, μετάφραση της άδειας ταφής χριστιανού που έδιναν οι Τούρκοι. Το παραθέτω: «Συ ο παπάς, του οποίου το μεν ένδυμα είναι μαύρο ως πίσσα, το δε πρόσωπο ως το του σατανά, συ ο ιερεύς των μιαρών, ου ο έλκων την καταγωγήν από τον άπιστον Ιησούν, διατάσσεσαι: Τον εις τον έθνος σου ανήκοντα άπιστον Γρηγόριον, ο οποίος εψόφησε σήμερον, αν και την μεν ψυχήν του παρέδωκεν εις τον σατανά, το δε βρωμερόν πτώμα του δεν το δέχεται το χώμα, έξω και μακράν της πόλεως ανοίξατε λάκκο και διά λακτισμάτων ρίψατε αυτόν, εντός τούτου» (σελ. 774). Αυτά έλεγαν οι ακαδημαϊκοί, πριν ενσκήψει η «προοδευτική λαίλαπα». Χαρά που το ‘χουν τα βουνά/ που βλέπουν διάκους με σπαθιά/ παπάδες με ντουφέκια» τραγουδούσαν οι ηρωικοί ραγιάδες, γιατί αυτά έβλεπαν. Δεν διάβαζαν τα «έγκυρα» αρχεία της Τουρκιάς… 

7 Οκτωβρίου 1838 ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, παραβίασε, ζωσμένος με τις ασημοκαπνισμένες μπιστόλες του, το άσυλο του μοναδικού τότε Γυμνασίου των Αθηνών. «Ενθουσιασθείς από την παράδοσιν του πεπαιδευμένου Γυμνασιάρχου κ. Γενναδίου συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήσει, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς», γράφει ο Τσερτσέτης. (Τσερτσέτη «Άπαντα» τόμ. Γ΄, σελ. 279, εκδ. «Βαλέτα»). Ο λόγος εκφωνήθηκε την «επιούσαν ημέραν» στην Πνύκα. Ένας λόγος ρατσιστικός, σκοταδιστικός, έμπλεος θρησκοληψίας, όπως θα τον χαρακτήριζε η νεοταξική λίγδα των πανεπιστημιακών εδρών. Μίλησε για την όλο καλοσύνη και ευγένεια συμπεριφορά των Τούρκων έναντι των «Ελληνόφωνων» (όπως τους ονομάζει ο κυρ- Βερέμης). Αντιγράφω. «Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρόν πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπέταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον σταυρόν του έκαμε…». Παρένθεση. Το βιβλίο Γλώσσας Στ΄ Δημοτικού, γ΄ τεύχος, σελίδα 105, φιλοξενεί απόσπασμα του λόγου στην Πνύκα. Το κείμενο λογοκρίθηκε από το σημείο που λέει ο Γέρος του Μοριά «Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι» …. ένας τον σταυρόν του έκαμε». 

Πού να ‘ξερε ο καπετάνιος ότι τα τωρινά απολειφάδια θα υπέγραφαν προσκυνοχάρτι – μνημόνια καλής συνεργασίας με τους Μεμέτηδες. Παρακάτω θα πει ο Κολοκοτρώνης, τις θρησκοληψίες του, όπως θα έλεγε η «Μη Κυβερνητική Οργάνωση» που θέλει να μαγαρίσει και να κόψει «σύρριζα» το ιστορικό μας παρελθόν. 

«Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος». Συνεχίζει η φωνή της ματοκυλισμένης πατρίδας, λέει των μαθητών: «Η προκοπή σας και η μάθησί σας να μην γίνει σκερπάνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κυττάζη το καλό της Κοινότητας, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας». 

Εδώ επαναλαμβάνει ο Γέρος τον παππού Θουκυδίδη, στη Β΄ 60, 3: «Καλός μεν γαρ φερόμενος ανήρ τα καθ’ εαυτόν διαφθειρομένης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δε εν ευτυχούσι πολλώ μάλλον διασώζεται». Μεταφράζει ο Ελ. Βενιζέλος – την εποχή του οι πρωθυπουργοί μελετούσαν τον Θουκυδίδη, τώρα «επιδίδονται» σε κουμπαριές και ζεμπεκιές- «διότι ο άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφεί χάνεται κι αυτός μαζί της, ενώ είναι πολύ πιθανόν ότι θα σωθεί, εάν κακοτυχεί μεν ο ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχεί». Ας το ξέρουν αυτό οι σημερινοί χρυσοκάνθαροι με το κλεφτοκατσικάδικο ήθος. Ήλθε ο Ιμπραΐμης, η συμφορά του Μοριά, «κιντύευε η πατρίς». Ήταν η μοναδική φορά που φοβήθηκε ο Γέρος. Όχι από τους Τουρκοαιγύπτιους. Αλλά από το προσκύνημα, την τότε «ελληνοτουρκική φιλία». «Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον διά την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήλθε με τριάντα χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε τότε. Μόνο εις το προσκύνημα εφοβήθηκα». Τότε βροντοφώναξε ο στρατηγός το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Το έκαμε και σώθηκε η Πατρίς. Και σήμερα φόβος, όχι τόσο για τα χιλιάδες παράνομα «στρατεύματα» του Ισλάμ που πολιορκούν την Αθήνα, αλλά για τους προσκυνημένους που «έπιασαν όλα τα πόστα». Ο αρχιστράτηγος του Μοριά, από τα βάθη της ιστορίας, βροντοφωνάζει για να ακούσει το Γένος: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Έτσι σώζονται οι πατρίδες. 

Αιωνία η μνήμη…. 

Νατσιός Δημήτρης 

Δάσκαλος-Κιλκίς

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 – 1843)

Ο καπετάνιος και στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά. Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια κλεφταρματολών. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τζεργίνη, αλλά η σωματική διάπλαση του προ-πάππου του (άντρας γεροδεμένος με έντονους γλουτούς) τού έδωσε το χαρακτηρισμό στα ελληνικά “Κολοκοτρώνη”. 
 Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη (εκεί κατέφυγαν οι δυο τους, μετά το θάνατο του πατέρα). Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερσηπου υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β’ της Ρωσίαςτο 1770, και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους. Ο ΘεόδωροςΚολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών τηςΠελοποννήσου και στα 15 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τορωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε – μαχόμενος – να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα Ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων.
Το
1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στηνΚαλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821.Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαίου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), κατά την οποία έγινε και η σφαγή της Τριπολιτσάς, όπου σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 άμαχοι Τούρκοι καιΕβραίοι, στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαληστα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμουπολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν.
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμαποβιβάστηκε το1825 στην Πελοπόννησο. ΗΣφακτηρία και τοΝαυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ τηςΓαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.
O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές – ζωοτροφές) του αντιπάλου καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνωνκτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης.
Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής τουΚαποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέστο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαίου 1834 μαζί με τονΠλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στονΓεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη
Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτεκανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Παιδιά του ήταν ο Γιάννης,
που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, οΠάνος, που δολοφονήθηκε το 1829, και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά).