Του Γεώργιου Ε. Σέκερη

Ο επαναστατικός πυρετός στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο κατέλαβε τη Δύση εξαπίνης.  Επί μακρόν οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, με κριτήριο τα στρατηγικά, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά τους συμφέροντα, ανέπτυσσαν σχέσεις συνεργασίας ή αντιπαλότητας με τα αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής – τα οποία άλλωστε, με μόνη εξαίρεση το Ισραήλ και σε περιορισμένο βαθμό και την Τουρκία, ήταν και τα μόνα υπαρκτά. Η καθεστωτική, όμως, ανατροπή του Ιανουαρίου στην Τυνησία πυροδότησε μια ευρύτερη αμφισβήτηση του μεσανατολικού αυτού πολιτικού στάτους κβο, ταχύτατα επεκταθείσα, με ποικίλλουσα ένταση και αποτελεσματικότητα, σε Αίγυπτο, Λιβύη, Υεμένη, Μπαχρέιν, Συρία, και Ιράν – και ήδη ρίπτουσα τη σκιά της και στις μοναρχίες της Ιορδανίας και αυτής της Σαουδικής Αραβίας. [i]

Καθώς γράφονται οι γραμμές αυτές, η έκβαση της «αραβικής άνοιξης» παραμένει αβέβαιη. Θα επιτευχθεί εκδημοκρατισμός δυτικού τύπου, όπως πιστεύουν οι αισιόδοξοι; Θα σημειωθεί επιστροφή στον αυταρχισμό, ενδεχομένως υπό νέα πρόσωπα ή και ιδεολογικά περιβλήματα, όπως προειδοποιούν άλλοι; Ή ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες – μεγάλως διαφέρουσες από χώρα σε χώρα – θα πραγματοποιηθούν βήματα προς ένα περιορισμένο, αλλά ευπρόσδεκτο, πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό, όπως πιο ρεαλιστικά ίσως μπορεί κανείς να ελπίζει; Οι όποιες προβλέψεις πάντως αυτή τη στιγμή είναι πρόωρες και παρακινδυνευμένες. Προφανή αντιθέτως είναι τόσο το δυτικό διακύβευμα, όσο και η συναφής πολιτική των δυτικών κυβερνήσεων και οργανισμών. [ii]

ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Τα δυτικά συμφέροντα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν ως ακολούθως: Διασφάλιση της ροής των ενεργειακών πόρων – πρωτίστως του Περσικού Κόλπου, αλλά επίσης και του Μαγκρέμπ. Καταπολέμηση της τρομοκρατικής εκδοχής του Ισλάμ και γενικότερα έλεγχος των αντιδυτικών δυνάμεων. Ανάσχεση της επιρροής του Ιράν. Και, αναφορικά ιδίως με τις αμερικανικές στοχεύσεις, κατοχύρωση της ασφάλειας του Ισραήλ.

Τα συμφέροντα αυτά οι Αμερικανοί και οι κύριοι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των, χωρίς να παύουν να κηρύσσουν το ευαγγέλιο του εκδημοκρατισμού, προήγαγαν επί δεκαετίες συναλλασσόμενοι με τους κατά τόπους προσφερόμενους αυταρχικούς κυβερνήτες – χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες τους και σε αντάλλαγμα στηρίζοντάς τους. Κατ’ ανάγκην, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς. Με το δούναι και λαβείν, πάντως, αυτό να υπερβαίνει ενίοτε τα εσκαμμένα και να εγγίζει τα όρια του κυνισμού – όπως στην περίπτωση της μεγαλοπρεπούς υποδοχής του Καντάφι στο Παρίσι, της μεθόδευσης από τις βρετανικές αρχές της αποφυλάκισης του καταδικασθέντος για την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση του Λόκερμπι Λίβυου πράκτορα Αμπντελμπασέτ αλ Μεγκράχι, ή της παράδοσης από την Ουάσιγκτον τρομοκρατών προς «ανάκριση» σε μεσανατολικές μυστικές υπηρεσίες, ευρύτατα γνωστές για τη συστηματική χρησιμοποίηση βασανιστηρίων απαγορευμένων από την αμερικανική νομοθεσία.

Η αμηχανία και τα καθυστερημένα ανακλαστικά της Δύσης έναντι των μεσανατολικών εξεγέρσεων εξηγούνται άρα ευχερώς. Η αναπροσαρμογή μιας πάγιας πολιτικής δεκαετιών υπό την πίεση απρόβλεπτων εξελίξεων δεν ήταν εύκολη. Τόσο μάλλον που οι περί ων ο λόγος μεσανατολικές χώρες παρουσιάζουν ιδιομορφίες, τόσο ως προς την ταυτότητα και – στο μέτρο που είναι διαφανείς – τις προθέσεις των αμφισβητιών της κρατούσης τάξης, όσο και ως προς τις δυνατότητες ειρηνικής, ή έστω σχετικά αναίμακτης, μεταρρύθμισης των καθεστώτων τους. Χαρακτηριστικές οι αντιθέσεις – μέχρι στιγμής, τουλάχιστον – μεταξύ των εξελίξεων στην Τυνησία και στην Αίγυπτο, από τη μια, και στη Λιβύη ή στη Συρία από την άλλη. Ενώ η σημασία των χωρών αυτών για τη Δύση ποικίλλει ανάλογα με το στρατηγικό, οικονομικό και γεωπολιτικό βάρος εκάστης και με τα κατά περίπτωση συμφέροντα μιας ή περισσότερων δυτικών δυνάμεων – οι οποίες αναλόγως χαράσσουν και την πολιτική τους. [iii]

Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ιδιαίτερα συγκρατημένες υπήρξαν οι πρώτες αντιδράσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, προς τις οποίες, ως μόνη δύναμη σε θέση να επέμβει αποτελεσματικά, εστράφησαν ευθύς εξ αρχής τα παγκόσμια βλέμματα. Με τη διστακτικότητα αυτή, ήδη έκδηλη στην περίπτωση της Αιγύπτου, να αποκορυφώνεται σε σχέση με την εξέγερση στη Λιβύη. Και με τον πρόεδρο Ομπάμα να παρουσιάζει, με την ευκαιρία ομιλίας του σε πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και εξ αφορμής του Λιβυκού, τους κεντρικούς άξονες της πολιτικής του για «τη χρησιμοποίηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος και τον ευρύτερο ηγετικό ρόλο της Αμερικής στον κόσμο» – «Δόγμα Ομπάμα» τους αποκάλεσαν αρκετοί παρατηρητές – απαντώντας έτσι και στις επικρίσεις για έλλειμμα στρατηγικών και ιδεολογικών σταθερών που του απευθύνονται και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. [iv]

Πρόκειται για μία στρατηγική που – παρά την αντίθετη άποψη ορισμένων έγκυρων σχολιαστών –[v] δεν φαίνεται να απομακρύνεται ως προς τα ουσιώδη από την πρακτική των προκατόχων του σημερινού προέδρου. Ο οποίος διακρίνει την υπεράσπιση των «ζωτικών συμφερόντων» [core interests] της υπερδύναμης, επικεντρωμένων στην «ασφάλεια» του έθνους και των «συμμάχων» του, από τη στήριξη των λοιπών «συμφερόντων και αξιών» της. Και ως προς μεν την πρώτη περίπτωση, στην οποία συμπεριλαμβάνει ρητώς την «μάχη στο Αφγανιστάν» και την «καταδίωξη της αλ Κάιντα», τονίζει ότι «δεν θα διστάσω ποτέ να χρησιμοποιήσω τις ένοπλες δυνάμεις μας ταχέως, αποφασιστικά και, εφόσον αναγκαίο, μονομερώς», ενώ σε σχέση με την τελευταία διευκρινίζει ότι «δεν πρέπει να φοβούμεθα να δράσουμε – πλην όμως το βάρος της δράσης δεν πρέπει να το φέρει μόνη η Αμερική».

Στη δεύτερη δε αυτή κατηγορία – ησσόνων θα μπορούσε κανείς, με κάποια υπερβολή, να συμπεράνει – αμερικανικών συμφερόντων ο κ. Ομπάμα εντάσσει ειδικότερα το Λιβυκό. Διασαφηνίζοντας ότι τον απασχολεί πρωτίστως ως ζήτημα προστασίας άμαχου πληθυσμού και αποτροπής μιας ανθρωπιστικής τραγωδίας, αλλά και, λόγω προσφυγικού, ως απειλή αποσταθεροποίησης της Αιγύπτου και της Τυνησίας. Και επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή του «ότι ο αμερικανικός ρόλος θα είναι περιορισμένος, ότι δεν θα αναπτύξουμε χερσαίες δυνάμεις στη Λιβύη, ότι θα επικεντρώσουμε τις μοναδικές μας δυνατότητες στην πρώτη φάση της επιχείρησης, και ότι θα μεταφέρουμε ευθύνες στους συμμάχους και εταίρους μας».

Η διατύπωση, ωστόσο, ενός δόγματος εξωτερικής πολιτικής είναι κατά κανόνα ευκολότερη από την υλοποίησή του. Βέβαια, η αμερικανική διπλωματία επέτυχε να μεθοδεύσει στα Ηνωμένα Έθνη μια απόφαση ιδιαίτερα εξυπηρετική των στοχεύσεών της, καθώς το Ψήφισμα 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ εξουσιοδοτεί «τα μέλη» του OHE να επέμβουν για την προστασία του λιβυκού πληθυσμού, μεταξύ άλλων με την επιβολή «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων», αποκλείει ρητώς την ανάπτυξη ξένων χερσαίων δυνάμεων στο λιβυκό έδαφος. Η επιλογή όμως της χρήσης περιορισμένων στρατιωτικών μέσων για την επίτευξη περιορισμένων στόχων, ανθρωπιστικής κυρίως φύσης, δίνει ήδη λαβή σε μια σειρά από αβεβαιότητες και διλήμματα – τα οποία, υπό κάποια μορφή, είναι πιθανόν να προκύψουν εκ νέου από παρεμφερείς κρίσεις στο μέλλον.

Ειδικότερα: Ενώ η απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού έχει ως μοναδικό αντικείμενο την προστασία των αμάχων, οι κύριες δυτικές πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένης και της Ουάσιγκτον, τοποθετήθηκαν επί πλέον ανοικτά υπέρ της απομάκρυνσης του Καντάφι από την εξουσία. Και το μεν λιβυκό καθεστώς δεν αποκλείεται και υπό την περιορισμένη παρούσα διεθνή πίεση να καταρρεύσει. Εάν όμως, όπως φαίνεται όλο και πιθανότερο, επωφελούμενο και της πολιτικο-οργανωτικής ανεπάρκειας και στρατιωτικής απειρίας των επαναστατών, αντέξει – τι στάση θα τηρήσει η αμερικανική ηγεσία; Θα επιδιώξει την ανατροπή του Λίβυου δικτάτορα με την εμπλοκή αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων – οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι είναι άκρως αμφίβολο να το αποτολμήσουν καν με μόνες τις δικές τους δυνάμεις – παρά τις δεσμεύσεις της περί του αντιθέτου, τις αναπόφευκτες σε μια τέτοια περίπτωση αντιδράσεις Ρωσίας, Κίνας, μεγάλου μέρους του αραβομουσουλμανικού κόσμου, και της ίδιας της αμερικανικής κοινής γνώμης, και τις παγίδες της έξωθεν επιβολής «καθεστωτικής αλλαγής», επαρκώς γνωστές από το αφγανικό και ιρακινό προηγούμενο; Θα στηρίξει με άλλα, λιγότερο δραστικά μέσα τους αντικαθεστωτικούς, π.χ, εκπαιδεύοντας και εξοπλίζοντάς τους – συντελώντας έτσι στην παράταση μιας εμφύλιας σύγκρουσης εγκυμονούσης, εκτός από τη διχοτόμηση της χώρας, και τον κίνδυνο ανάδυσης ακραίων αντιδυτικών στοιχείων στις τάξεις αμφοτέρων των αντιπάλων; [vi] Ή θα αναζητήσει μια συμβιβαστική λύση συνεπαγόμενη σχεδόν αναπόφευκτα τη μερική τουλάχιστον επιβίωση του καθεστώτος Καντάφι – και άρα απώλεια γοήτρου για την υπερδύναμη;

Οι απαντήσεις που θα δοθούν στα ερωτήματα αυτά, πέραν του ότι θα κρίνουν τελικώς την έκβαση του λιβυκού εγχειρήματος της Δύσης, θα επηρεάσουν σε ποικίλλοντα βαθμό και τις πολιτικές τύχες, όχι μόνο του Αμερικανού προέδρου – η ήδη εξαγγελθείσα υποψηφιότητα του οποίου για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2012 ενδέχεται να υποστεί τον θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο των εξελίξεων στο ευρύτερο μεσανατολικό μέτωπο – αλλά και αρκετών Ευρωπαίων ηγετών.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ…

Και πρωτίστως του Γάλλου προέδρου. Καθώς άμα τη εκδηλώσει της λιβυκής εξέγερσης, ο κ. Σαρκοζί έσπευσε να της προσφέρει την ενεργό στήριξη του – πρώτο το Παρίσι αναγνώρισε το «Προσωρινό Κυβερνητικό Συμβούλιο» των αντικαθεστωτικών, ενώ οι εχθροπραξίες κατά των δυνάμεων του Καντάφι εγκαινιάσθηκαν από γαλλικά αεροσκάφη – καλώντας συγχρόνως πιεστικά τους κύριους συμμάχους και εταίρους της χώρας του και κυριότατα τον καθοριστικής σημασίας αμερικανικό παράγοντα, [vii] να πράξουν ωσαύτως. Η γαλλική δε αυτή επίδειξη αποφασιστικότητας δεν πρέπει να εκπλήσσει, δοθέντος ότι ο γνωστής κινητικότητας – μεταξύ άλλων από την προ τριετίας δραστηριοποίησή του περί το Γεωργιανό – πρόεδρος Σαρκοζί, συγκρινόμενος με τους προκατόχους του, εμφανίζεται κατ’αρχήν προθυμότερος να στηρίξει την εξωτερική του πολιτική με στρατιωτικά μέσα σε περιοχές σημαντικών γαλλικών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Ενώ, συγχρόνως, φυσικό είναι να επιχειρεί να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις από τους προγενέστερους εγκάρδιους δεσμούς της κυβέρνησής του με τον Λίβυο πρόεδρο – όπως άλλωστε και με τους εκθρονισθέντες ομολόγους του της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Αλλά και να προσδοκά ότι η στιβαρή του στάση θα συμβάλει στη βελτίωση των άκρως δυσμενών αυτή τη στιγμή προοπτικών ενδεχόμενης υποψηφιότητάς του κατά τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. [viii] Η επαπειληθείσα δε ανθρωπιστική τραγωδία στη Βεγγάζη του παρέσχε τον κατάλληλο μοχλό πίεσης επί των λοιπών δυτικών κυβερνήσεων.

Με τις γαλλικές εκκλήσεις να βρίσκουν ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση στο Λονδίνο – παραδοσιακά λιγότερο διστακτικό και αυτό από τις περισσότερες ευρωκοινοτικές πρωτεύουσες σε ό,τι αφορά στη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος. Και το οποίο, έχοντας συγχρωτισθεί με τα αυταρχικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου – του έχει προσαφθεί μεταξύ άλλων η απελευθέρωση του αλ Μεγκράχι έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων – αισθάνθηκε πιθανότατα, όπως και το Παρίσι, την ανάγκη μιας επικοινωνιακής εξιλέωσης. Ενώ, στην αγγλο-γαλλική σύγκλιση πιθανότατα συνέβαλε και η διαφαινόμενη πρόθεση των Βρετανών να επιδιώξουν μια ευρύτερη στρατηγική σύμπραξη με τους Γάλλους στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων ενδο-ευρωπαϊκών συσχετισμών. [ix]

Εκ διαμέτρου απορριπτικό, αντιθέτως, της χρησιμοποίησης στρατιωτικών μέσων κατά του λιβυκού καθεστώτος εμφανίσθηκε, αρχικά τουλάχιστον, το Βερολίνο. Σε σημείο μάλιστα ώστε, κατά την υιοθέτηση του σχετικού ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας – στο οποίο συμμετέχει κατ’ αυτάς ως μη μόνιμο μέλος – να προτιμήσει να απόσχει. Συμπαρατασσόμενο έτσι με τη Μόσχα και το Πεκίνο κατά των τριών μεγάλων συμμάχων του, και προκαλώντας ως εκ τούτου την έντονη δυσαρέσκεια των τελευταίων αυτών, αλλά και την ζωηρή κριτική σημαντικής μερίδας του σοβαρού γερμανικού τύπου.

Η διαφοροποίηση, ωστόσο, αυτή της γερμανικής στάσης, μολονότι ιδιαίτερα θεαματική, δεν αποτελεί καινοτομία ως προς την ουσία. Εντάσσεται σε μια πάγια ειρηνιστική γραμμή του Βερολίνου. Το οποίο – αν εξαιρεθεί η για πολύ συγκεκριμένους λόγους τάση του κατά την αρχική φάση του Γιουγκοσλαβικού – υπό την πίεση της κοινής γνώμης συστηματικά αποφεύγει ή επιχειρεί να ελαχιστοποιήσει την εμπλοκή του σε διεθνή στρατιωτικά εγχειρήματα. Και από την άλλη, και πάλι λόγω λαϊκών αντιδράσεων, στερείται στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να διεξαγάγουν επιχειρήσεις κλίμακος εκτός πατρίου εδάφους. Ενώ ενδέχεται, επί πλέον, η Κυρία Μέρκελ να μη θεωρεί αυτή τη στιγμή την Μεσόγειο υψηλή προτεραιότητα της χώρας της, αλλά και να ενοχλήθηκε από τη διαφανή προσπάθεια του κ. Σαρκοζί να «καπελώσει» το Βερολίνο, κατά το προηγούμενο της προ τριετίας πρότασής του για τη σύσταση Μεσογειακής Ένωσης υπό γαλλική, ουσιαστικά, ηγεσία – μιας πρότασης που, ως γνωστόν, ναυάγησε προσκρούσασα ακριβώς στη γερμανική αντίθεση. Όμως, υπό το κράτος της ενδοστρεφούς και οιονεί φοβικής αυτής νοοτροπίας, ο γερμανικός οικονομικός και δημογραφικός γίγαντας διατρέχει τον κίνδυνο να αυτοπεριορισθεί σε ρόλο γεωπολιτικού νάνου.[x]

Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι διαιρέσεις στις ευρωκοινοτικές τάξεις είχαν ως επακόλουθο την απουσία ουσιαστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα μεσανατολικά και ειδικότερα από τα λιβυκά δρώμενα. Και κατέφεραν έτσι βαρύ, και ενδεχομένως θανάσιμο πλήγμα στην υποτιθέμενη κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική.[xi]

…ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ

Κατά τα λοιπά, οι εσωτερικές αυτές έριδες της Κοινοτικής Ευρώπης και όλως ιδιαίτερα η διεκδίκηση από τους Γάλλους ηγετικού ρόλου – με επίκληση της εικαζόμενης αντίθεσης του αραβικού κόσμου στην ανάθεσή του στην Ατλαντική Συμμαχία – σε συνδυασμό με την απροθυμία της Ουάσιγκτον να συνεχίσει φέρουσα, τουλάχιστον εμφανώς, το κύριο βάρος της επέμβασης στη Λιβύη, συνετέλεσαν καθοριστικά στην ανάληψη του ελέγχου των επιχειρήσεων στη σπαρασσόμενη βορειοαφρικανική χώρα από το ΝΑΤΟ. Συμβάλλοντας, μεταξύ άλλων, στην άρση των αρχικών γερμανικών επιφυλάξεων και τουρκικών αντιρρήσεων κατά της εμπλοκής της Συμμαχίας. Καθώς οι Γερμανοί, πάντοτε ανήσυχοι για τις «ακραίες» τοποθετήσεις και ηγετικές φιλοδοξίες του Παρισιού, αλλά και αποβλέποντας στην βελτίωση της πληγείσης εικόνας τους ως συμμάχου μέσω μιας περιορισμένης, μη ευθέως στρατιωτικής, συμμετοχής τους στο λιβυκό εγχείρημα, εστράφησαν προς το νατοϊκό θεσμικό πλαίσιο ως το καταλληλότερο να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις τους.

Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, πιθανότατα τόσο για οικονομικούς λόγους, όσο και σε μια προσπάθεια να εμφανισθούν ως Ηρακλείς μουσουλμανικής χώρας κατά «ιδιοτελών» δυτικών επεμβάσεων, είχαν αρχικά αντιταχθεί στη χρήση βίας κατά του λιβυκού καθεστώτος γενικώς και στην εμπλοκή του ΝΑΤΟ ειδικότερα. Μέχρις ότου, έχοντας εν τω μεταξύ αναθεωρήσει υπό την πίεση των εξελίξεων τη στάση τους και εκδηλώσει επιθυμία να συμμετάσχουν στον υπό συγκρότηση επί τη βάσει του Ψηφίσματος 1973 διεθνή συνασπισμό, διαπίστωσαν ότι, με γαλλική κυρίως πρωτοβουλία – αντανακλώσα και τη γενικότερη πολιτική του Γάλλου προέδρου έναντι της Άγκυρας – κινδύνευαν να μείνουν «εκτός νυμφώνος».[xii] Οπότε, κάνοντας στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, αποδέχθηκαν τον νατοϊκό ρόλο ως το μικρότερο κακό.[xiii]

Κατά ειρωνεία της τύχης, επομένως, οι ηγετικές αξιώσεις των Γάλλων λειτούργησαν τελικώς υπέρ της νατοϊκής λύσης. Της οποίας, όμως, πρέπει τώρα να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα. Σημειωτέον δε, ότι από την έκβαση του λιβυκού αυτού εγχειρήματος – της δεύτερης, μετά το Αφγανιστάν, μείζονος συμμαχικής επιχείρησης εκτός Ευρώπης – θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η μελλοντική εξωευρωπαϊκή δραστηριοποίηση του ΝΑΤΟ.

Συμπερασματικώς: Η κρίση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή διανύει ακόμη το πρώιμο στάδιό της – με απρόβλεπτες αυτή τη στιγμή τις προεκτάσεις της. Ωστόσο, τα διαδραματιζόμενα στον μεσανατολικό χώρο έχουν ήδη ως παράπλευρη απώλεια την υποτιθέμενη κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ, από την άλλη, έχουν προσφέρει τονωτική ένεση στο ΝΑΤΟ – τον επικήδειο του οποίου πολλοί δεν έπαυσαν να εκφωνούν καθ’ όλην την τελευταία εικοσαετία. Κυρίως όμως επαληθεύουν την εκτίμηση της πρώην υπουργού εξωτερικών Κυρίας Όλμπραιτ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν «το απαραίτητο έθνος» – καθώς η αμερικανική υπερδύναμη αποδεικνύεται άπαξ έτι ο κεντρικός άξονας των διεθνών συσχετισμών.

 


[i] Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης».

[ii] Ενδιαφέρον σχετικώς παρουσιάζουν οι απόψεις του ειδικού για θέματα Μέσης Ανατολής Bernard Lewis. Βλ. Barri Weiss, The Tyrannies Are Doomed (συνέντευξη με τον Lewis), “Wall Street Journal”, 2-4-2011.

[iii] Βλ. Gideon Rachman, It’s 1989, but we are the Russians, “Financial Times”, 4-4-2011. Ο γνωστός αρθογράφος επισημαίνει ότι «η στήριξη των δημοκρατικών εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση για τις δυτικές δυνάμεις, σε σύγκριση με τα στρατηγικά και οικονομικά διλήμματα που προκύπτουν στον Περσικό, που είναι η σημαντικότερη πετρελαιοπαραγωγός περιοχή του κόσμου και βάση κλειδί της αλ Κάιντα.»

[iv] Βλ. το κείμενο της ομιλίας του κ. Ομπάμα στην National Defense University, υπό τον τίτλο Text of Obama’s Address On Libya, στην “The Wall Street Journal” της 28ης Μαρτίου 2011

[v] Για μια διαφορετική ανάγνωση των γεγονότων βλ., επί παραδείγματι, Togetherness in Libya, “The Εconomist”, 31-3-2011.

[vi] Καταθέτοντας σε επιτροπή του Κογκρέσου, ο Ανώτατος Σύμμαχος Διοικητής Ευρώπης Αμερικανός ναύαρχος James Stavridis αναφέρθηκε στην παρουσία στοιχείων της αλ Κάιντα στη Λιβύη και ειδικότερα μεταξύ των ανταρτών. Βλ. Charles Levinson, Ex-Mujahedeen Help Lead Libyan Rebels, “Wall Street Journal,” 2-4-2011.

[vii] Σύμφωνα με ένα διακεκριμένο Αμερικανό ιστορικό του πολέμου, αυστηρό – κατά την εκτίμηση του γράφοντος υπερβολικά αυστηρού – επικριτή της πολιτικής Ομπάμα: «Θέλουμε να βοηθήσουμε τους ‘αντάρτες’ αλλά δεν ξέρουμε ποιοι και τι είναι. Κατά τα φαινόμενα, τους προσφέραμε τη βοήθειά μας διότι έδειχναν συμπαθείς και συγχρόνως εκδυτικοποιημένοι στο CNN και επειδή προς στιγμήν φάνηκε πιθανό να επικρατήσουν και να απομακρύνουν τον Καντάφι – και με πρωτοβουλία των Ευρωπαίων, οι οποίοι έχουν σημαντικά πετρελαϊκά συμφέροντα στη Λιβύη.» Βλ. Victor David Hanson, A Middle East Policy in Shambles, “National Review Online”, 6-4-2011.

[viii] Για τα κίνητρα του Γάλλου προέδρου, βλ. επί παραδείγματι: Steven Erlanger, France’s Role in Three Conflicts Displays a More Muscular Policy, “The New York Times”, 5-4-2011.

[ix] Βλ. Philip Stephens, Europe’s not so eternal triangles, “Financial Times”, 31-3-2011.

[x] Ένας γνωστός Γερμανός αρθρογράφος, σε άρθρο υπό τον εύγλωττο τίτλο «Προς τι χρειαζόμαστε έναν υπουργό εξωτερικών;», διαπιστώνει ότι «ο αύξων εκνανισμός της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι προς το συμφέρον της μεγαλύτερης λαϊκής οικονομίας του κόσμου» Βλ. Clemens Wergin, Wozu brauchen wir einen Aussenminister?, “Welt Online”, 5-4-2011..

[xi] Ο Philip Stephens (βλ. προηγούμενη υποσημείωση) παρατηρεί ότι «το ευρύτερο αποτέλεσμα όλων αυτών [των ενδοευρωπαϊκών διαφοροποιήσεων] είναι η πιθανότατα τελειωτική υπονόμευση των ελπίδων της ΕΕ να αναδυθεί ως σοβαρός γεωπολιτικός παράγων…Μια ευρωκοινοτική αμυντική πολιτική είναι ακόμη πιο απομακρυσμένη προοπτική

[xii] Ο κ. Σαρκοζί απέφυγε να προσκαλέσει την τουρκική ηγεσία στη διεθνή συνάντηση της 19ης Μαρτίου στο Παρίσι, κατά την οποία προετοιμάσθηκε το έδαφος για την έναρξη των αεροπορικών επιθέσεων στη Λιβύη. Βλ. Ian Traynor, Turkey and France clash over Libya air campaign, guardian.com.uk, 24-3-2011.

[xiii] Στην προαναφερθείσα συνέντευξή του προς “Wall Street Journal”, ο Bernard Lewis, διεθνώς αναγνωρισμένος τουρκολόγος, επισημαίνει σχετικά με την τουρκική πολιτική ότι: «[η] Τουρκία τείνει όλο και περισσότερο προς την επανισλαμοποίηση». Και εκφράζει τον φόβο ότι σε μια δεκαετία Τουρκία και Ιράν θα ανταλλάξουν θέσεις. Βλ. επίσης. ενδιαφέρουσα ανάλυση των τουρκικών χειρισμών από τον Ι. Ν. Γρηγοριάδη, επίκουρο καθηγητή στο πανεπιστήμιο Μπιλκεντ, σε άρθρο του υπό τον τίτλο Οι μεσανατολικές εξεγέρσεις και η Τουρκία δημοσιευθέν στο φύλλο της 6ης Απριλίου 2011 της “ Καθημερινής”..

πηγή