Άρθρο του βουλευτή Μαγνησίας, Θανάση Νάκου

Σε οποιαδήποτε αστική δημοκρατία το κεντρικό ζητούμενο είναι η υπεράσπιση της ποιότητας ζωής των πολιτών της μέσα από ένα δυναμικό παραγωγικό μοντέλο. Με μια εξαίρεση. Αυτή της  ιδιότυπης παραλλαγής την οποία υλοποίησε με τεράστια επιτυχία το ΠΑΣΟΚ από το ‘81 και μετά, καταστρέφοντας το διοικητικό μοντέλο που θα μπορούσε να δώσει μια συνέχεια και μια αξιοπιστία στο κράτος – θυμίζω μόνο τη κατάργηση των γενικών διευθυντών στα υπουργεία –  και παράλληλα υποστηρίζοντας τις κρατικοποιήσεις με βολικό τρόπο για την πολιτική του ηγεμονία. Έφτιαξε έτσι σε πολύ μεγάλο βαθμό τους όρους του παιγνιδιού, το οποίο σήμερα διατείνεται ότι παλεύει να αντιστρέψει, ενάντια στην συγκυρία και στους κακούς «αντιδραστικούς που δεν συναινούν». Του παιγνιδιού στο οποίο κέρδιζε όποιος παραβίαζε τους κανόνες, όποιος δεν πίστευε στην πραγματική ιδιωτική πρωτοβουλία παρά μόνο αν χρηματοδοτούνταν από το κράτος, στον εκμαυλισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας στο να «ζυμώνεται» ατελείωτα αλλά να μην «ψήνει» ποτέ.

 

Προφανώς όλοι όσοι διαχειριστήκαμε εξουσία, – την όποια εξουσία- , έχουμε ευθύνες για την επικράτηση αυτού του μοντέλου. Άλλοι γιατί αυτό ήθελαν, άλλοι γιατί δεν αντιστάθηκαν αρκετά, άλλοι γιατί το μιμήθηκαν και δεν άλλαξαν την ατζέντα, όσο ακόμη είχαν κάτι ουσιαστικό να πούνε.  Όμως τώρα είμαστε εδώ που είμαστε και οι απολογισμοί θα είχαν μόνο αξία εκτόνωσης αν τα όσα περιγράφουν είχαν ξεπεραστεί. Δυστυχώς δεν είναι έτσι.

Η κυβέρνηση υπερασπίζεται καταφανώς πολιτικές που πνίγουν την ιδιωτική πρωτοβουλία παρ ότι δεν  πιστεύει ότι μόνο με αυτές μπορεί να έρθει το αποτέλεσμα που περιγράφει το μνημόνιο. Αποτέλεσμα στο οποίο ούτως ή άλλως συναινούμε όσοι πιστεύουμε στην ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας και στην ανάγκη να κάνουμε τις κινήσεις – πχ αποκρατικοποιήσεις –  που στο λεξικό της μεταπολίτευσης που συνέγραψε το ΠΑΣΟΚ ισοδυναμούσαν με πολιτικό στίγμα. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται καν την διαμόρφωση συνθηκών για να μπορέσει να κινηθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, – γιατί αυτό ζητάει η Ν.Δ, αυτό λέει ο Αντώνης Σαμαράς με την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου –  η μικρή και μεσαία επιχείρηση, η δημιουργικότητα όσων ακόμη έχουν μια επιχειρηματική δομή και ελπίδα ότι θα τα καταφέρουν, είναι ότι δεν την πιστεύει. Η κυβέρνηση, ασχέτως με το αν το κάνει καλά ή όχι, – κατά τη γνώμη μου το κάνει χείριστα – κάνει τελικά αυτό που ξέρει. Αυτό που της επιβάλλει η ιδεολογική της γονιδιακή καταβολή, οι άνθρωποι και οι μηχανισμοί με τους οποίους έγινε το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο κόμμα, αλλά και σύστημα εξουσίας. Ακόμη και χωρίς να το θέλει, συμπεριφέρεται όπως ο σκορπιός που τσιμπάει το βάτραχο την ώρα που τον μεταφέρει στην άλλη άκρη της λίμνης, ενώ ξέρει ότι θα πνιγεί μαζί του.  «Πνίγει» την ιδιωτική πρωτοβουλία με τα μέτρα που υιοθετεί και μαζί με αυτή και την πραγματική προοπτική να διαμορφώσει η χώρα άλλο τρόπο για να δουλεύει. Το κυρίαρχο ερώτημα κατά συνέπεια  είναι αυτό: Μπορεί κάποιος να φτιάξει ένα παραγωγικό μοντέλο βασισμένο στην αγορά και στην δημιουργικότητα των ανθρώπων, μακριά από το δυσλειτουργικό άρρωστο κράτος, όταν ακριβώς αυτό είναι η «φυσική του απέχθεια»