Του Θεόδωρου Γούλα, Αντιστράτηγου ε.α.

Αρκετά πρόσφατα, στην έγκριτη ημερήσια εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσιεύθηκε άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου κ. Στάμου Ζούλα, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί από έναν ψύχραιμο αναγνώστη ως ρεσιτάλ αντιμιλιταριστικής φρενίτιδος, και πιο συγκεκριμένα φρενίτιδος κατά των μονίμων στελεχών των ενόπλων μας δυνάμεων.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοσιογράφος επιτίθεται κατά των ελλήνων αξιωματικών. Θα έλεγα ότι ο αξιωματικοί των ενόπλων μας δυνάμεων είναι συνηθισμένοι, ιδιαίτερα μετά την επταετία, να δέχονται ποικίλες επιθέσεις, άδικες ή ακόμη και δίκαιες, διότι πολύ εύκολα τα δεινά του τόπου αυτού κάθε κοινωνική τάξη θέλει να τα αποτινάξει από επάνω της και να τα χρεώσει σε μία άλλη.

 

Θα ήταν τραγική αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι ο δημοσιογράφος κ. Ζούλας ξύπνησε ένα πρωί και είπε ότι τώρα θα ασχοληθώ με την επούλωση των πληγών της Ελλάδος. Και, ώ του θαύματος, επέλεξε ως εναρκτήριο επέμβαση της εθνοσωτήριου εκστρατείας του την σωτηρία των ενόπλων μας δυνάμεων. Και, ως ήτο φυσικό, άρχισε από τα μόνιμα στελέχη του στρατεύματος.

Δυστυχώς όμως κανένας δεν είχε ενημερώσει τον κ. Ζούλα ότι πολλές δημοσκοπήσεις φέρουν τον Στρατό και την Εκκλησία ως τους υγιέστερους θεσμούς της ταλαίπωρης αυτής χώρας. Κάποιος διαβασμένος θα έπρεπε να είχε προμηθεύσει τον κ. Ζούλα με την ατέρμονη λίστα των πληγών της Ελλάδος που θα έπρεπε να επουλωθούν εδώ και τώρα. Θα έβλεπε ο κ. Ζούλας ότι στην ατέρμονη αυτή λίστα οι Ένοπλες Δυνάμεις και η Εκκλησία τιμητικά κατέχουν τις δύο τελευταίες θέσεις.

Αλλά, το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ότι είναι αληθές. Ας ομολογήσουμε ότι η καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή που λέγεται ένοπλες δυνάμεις επί δεκαετίες απετέλεσε το πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της πολιτικής εξουσίας για την επικράτησή της. Από το 1974 όμως και μετά το εργαλείο αυτό για «πολλούς» έχασε την αξία του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα είναι αδιανόητη η οποιαδήποτε παρέμβαση των ενόπλων μας δυνάμεων στην πολιτική ζωή του τόπου.

Επί τέλους η χώρα μας μπαίνοντας στην Ενωμένη Ευρώπη άρχισε κατ’ ανάγκην να προσαρμόζεται με τις δημοκρατικές αρχές των πολιτισμένων ευρωπαϊκών κρατών, με άμεση επίπτωση και στην θέση των ενόπλων μας δυνάμεων και κυρίως των στελεχών τους εντός της δημοκρατικής κοινωνίας.

Ευτυχώς για τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, τα στελέχη των δεν είναι απόφοιτοι των ελληνικών …Πανεπιστημίων, αλλά των Στρατιωτικών Σχολών, οι οποίες αποτελούν ότι καλύτερο διαθέτει η χώρα μας στον τομέα της Ανωτάτης Στρατιωτικής Εκπαίδευσης. Από της απόψεως αυτής οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τις αντίστοιχες των λοιπών προηγμένων ευρωπαϊκών και άλλων χωρών. Το γεγονός αυτό είναι γνωστόν σε κάθε καλοπροαίρετο Έλληνα, ο οποίος περιβάλλει με αμέριστη εμπιστοσύνη τα στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων. Δεν υπάρχει Έλληνας ο οποίος έχει υπηρετήσει στο στράτευμα που δεν αναγνωρίζει το τιτάνιο έργο που συντελείται στις ένοπλες δυνάμεις και ταυτόχρονα τις σκληρές επαγγελματικές συνθήκες των Ελλήνων αξιωματικών.

Τότε όμως ανακύπτει το ερώτημα: προς τι οι επιθέσεις κατά των Ελλήνων αξιωματικών;

Στο παρελθόν ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Πάγκαλος επετέθη κατά του σώματος των αξιωματικών χαρακτηρίζοντας αυτούς ως «ένστολους υπαλλήλους». Του διέφευγε μία λεπτομέρεια. Ότι οι αξιωματικοί δεν έχουν συνδικαλισμό. Και όπως είχε ειπεί ο γέρος Καραμανλής, εάν οι αξιωματικοί απαιτούσαν υπερωρίες, δεν θα επαρκούσε ολόκληρος ο προϋπολογισμός.

Τώρα όμως κ. Ζούλας, από των στηλών της «Καθημερινής», βάλλει ανερυθρίαστα κατά των Ελλήνων αξιωματικών. Βέβαια δεν είναι μόνος. Δεν ανέλαβε μόνος το βαρύ έργο της αναθεωρήσεως των στρατηγικών αναγκών της εθνικής μας άμυνας. Απλώς εκπροσωπεί ένα ρεύμα ορατό διά γυμνού οφθαλμού, το οποίο λέει: «Δεν μας χρειάζονται πλέον…Δεν μπορούν να βοηθήσουν σε τίποτε στην πολιτική μας κουζίνα

Οι κύριοι αυτοί είναι της γνώμης ότι η Ενωμένη Ευρώπη θα μας προστατεύσει σε κάθε περίπτωση ενδεχόμενης συγκρούσεως με τους εξ ανατολών ή αλλαχόθεν γείτονας. Ο Σοφοκλής όμως μας το υπενθυμίζει στην Αντιγόνη του: «Τυφλόν τα τε ώτα, τα τε νουν, τα τόμματ’ην».

Δεν θέλω επ’ ουδενί να υπαινιχθώ φόβον του κ. Ζούλα για παρομοιάσει του μπάχαλου του 1965 με την σημερινή κρίσιμη οικονομική κατάσταση της χώρας. Αλλοίμονο στα έθνη που δεν διδάσκονται από τα πρόσφατα δράματα της ιστορίας τους. Αλλά προσπαθώ πάλι να βρω μια εύλογη δικαιολογία του όψιμου αντιμιλιταρισμού, ιδίως από εκπροσώπους της ιδεολογίας η οποία απήλαυσε κατά το παρελθόν την άπλετη υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων.

Το να προσπαθεί κανείς να γκρεμίσει και τα τελευταία ερείσματα του ό,τι απέμεινε όρθιο σε αυτή τη χώρα, ιδίως στην σημερινή κρίσιμη συγκυρία, δικαιολογεί την εύλογη ανησυχία του λαού, αλλά ταυτόχρονα και την πληθώρα των αναπάντητων ερωτηματικών.

πηγή