Toυ Γ. Καλαμαρά, Μάρτιος, 1999

‘‘Θυμόσαστε το άνεργο κι ανόητο τζιτζίκι,

Που πέρασε συρίζοντας όλο το καλοκαίρι,

Περιγελώντας μάλιστα το εργατικό μυρμήγκι.

Που δεν γλεντάει, δε χαίρεται, μόν’ ξέρει να δουλεύει;’’

 

Αυτό μας είπ’ ο δάσκαλος σαν είμουν στο σχολείο,

γεμάτος περηφάνεια, γιατί εγνώριζε καλά

τους μύθους του Αισώπου, αλλά και καμαρώνοντας

πως, τάχα, δίδασκε φρόνηση κι εργασία.

 

Προχθές λοιπόν στον ύπνο μου μίλησε το τζιτζίκι:

‘‘ Χρόνια φίλε περίμενα σε κάποιον να τα πω,

κάποιον που θά’ νιωθε βαθειά τα πώς και τα γιατί,

σπουδάζοντας τη γνώση του στον εικοστόν αιώνα.’’

 

‘‘ Τάχα κύριε Αίσωπε, εσκέφτηκες ποτέ σου

να’ ταν το καλοκαίρι σου χωρίς το σύριγμά μου;

Ανάμεσα στα λιόδεντρα και στα ξερά χορτάρια;

Όταν η πέτρα ψήνεται κι αναστενάζ’ η πλάση;’’

 

‘‘Γιατί έτσι απερίσκεφτα μου δίνεις κατηγόρια;

Πως είμαι τάχα εγώ τεμπέλης πρώτης τάξης;

Λες και το να τραγουδάς δεν είναι εργασία;

Κι αν είν’ αλήθει’ ακόμα αυτό, τί ήθελες να κάνω;’’

 

‘‘Ν’αλλάξω μήπως τους γονείς και μέρμηγκας να γίνω;

Τζιτζίκι εγεννήθηκα, τζιτζίκι θα πεθάνω!

Και θα γλεντάω όσο ζω, να χαίρεται η φύση.

Τους νόμους της ακολουθώ, όσο και να φωνάζεις!’’