EΡΕΥΝΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΚΑΥΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ JOHNSON and JOHNSON

ΕΡΕΥΝΑ /ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:Δέσποινα Συριοπούλου

H Αγωγή των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της DEPUY, INC., για παραβίαση των νόμων 18 U.S.C. § 371 (για συνομωσία), 15 U.S.C. §§ 78dd-2 (πρακτικές διαφθοράς σε ξένη χώρα και 18 U.S.C. § 2 (αυτουργία και συνέργεια), η οποία κατατέθηκε στις 8 Απριλίου 2011.   

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ!

Ο νόμος περί πρακτικών διαφθοράς σε ξένη χώρα του 1977, όπως τροποποιήθηκε, άρθρο 15 της νομοθεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, § 78dd-1, ψηφίστηκε από το Κογκρέσο για σκοπό, μεταξύ άλλων, να καθιστά παράνομο για ορισμένες κατηγορίες προσώπων και οντοτήτων να ενεργούν διεφθαρμένα στην προώθηση προσφοράς, υπόσχεσης, άδειας, ή καταβολής χρημάτων ή αντικειμένων αξίας σε αξιωματούχο ξένης κυβέρνησης με σκοπό την εξασφάλιση μη νόμιμου πλεονεκτήματος, ή την απόκτηση ή την διατήρηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε, ή την προώθηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για, οποιοδήποτε πρόσωπο. Ο FCPA απαιτεί επίσης οποιοσδήποτε κεφαλαιούχος θα κρατά λεπτομερώς βιβλία, αρχεία και λογαριασμούς, τα οποία θα αποδίδουν με ακρίβεια τις συναλλαγές και την διάθεση των κεφαλαίων του κατόχου.

Εμπλεκόμενες εταιρίες-πρόσωπα

(μόνο ό,τι αφορά την Ελλάδα-αυτό περιέχεται και σε σχετικά άλλα έγγραφα. )

–         Η Johnson & Johnson (“J&J”) ιδρύθηκε στο New Jersey, με έδρα στο New Brunswick, NJ. Εξέδωσε και διατηρεί εμπορικά ασφάλιστρα σύμφωνα με το άρθρο 12 της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς του 1934 (15 U.S.C. § 78l), τα οποία είναι εισηγμένα στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ως εκ τούτου, απαιτείται η καταχώρηση/υποβολή περιοδικών εκθέσεων στην επιτροπή κεφαλαιαγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με το άρθρο 13 της αμερικανικής νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, (15 U.S.C. § 78m). Κατά συνέπεια, η J&J εξέδιδε, σύμφωνα με την νομοθεσία περί πρακτικών διαφθοράς σε ξένη χώρα (FCPA, 15 U.S.C. § 78dd-1 ). Λόγω της ιδιότητάς της αυτής, η J&J ήταν υποχρεωμένη να κρατά λεπτομερώς βιβλία, αρχεία και λογαριασμούς, τα οποία θα αποδίδουν με ακρίβεια τις συναλλαγές και την διάθεση των κεφαλαίων της J&J και των θυγατρικών της, συμπεριλαμβανομένων όσων περιγράφονται στην συνέχεια, θυγατρικές που ενσωματώθηκαν στα βιβλία, στα αρχεία και στους λογαριασμούς της J & J.

–         Κατηγορούμενη εταιρία Depuy Inc, θυγατρική της J&J, μαζί με τις σχετικές εταιρίες,  κατασκευάστρια και προμηθεύτρια εταιρία ορθοπεδικών προϊόντων, με παραρτήματα σε διάφορες χώρες. Η Depuy αποτελούσε “εσωτερική ανησυχία” όπως ο όρος καθορίζεται στο νόμο FCPA, 15 U.S.C. § 78dd-2(h)(1)(B)

–         Depuy International (DPI), θυγατρική της J&J, παγκόσμιος προμηθευτής ορθοπεδικών προϊόντων. Διαχειριζόταν τις πωλήσεις της Depuy στην Ευρώπη, Ασία, Μέση Ανατολή και Αφρική. Ιδρύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, με έδρα στο Leeds με δραστηριότητα σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Ως εκ τούτου, η Depuy International εμπίπτει στον νόμο 15 U.S.C. § 78dd-2(h)(1)(B)

–         Εταιρία Χ, με έδρα στην Αθήνα, αντιπρόσωπος και διανομέας των προϊόντων της Depuy και των θυγατρικών της εταιρίας στην Ελλάδα, μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2001, όταν αγοράστηκε από την Depuy και μετονομάστηκε σε Depuy Medec και αργότερα σε Depuy Hellas.  Ως εκ τούτου, η εταιρία Χ εμπίπτει στον νόμο 15 U.S.C. § 78dd-2(h)(1)(B) (Domestic Concern)

–         Εταιρία Ψ, με έδρα στα νησιά Μαν, τελούσε ως συμβουλευτική για την Depuy International στην Ελλάδα μέχρι τον Μάιο του 1999.

–         Ανώτερος Υπάλληλος Α, βρετανός, ανώτερο στέλεχος της κατηγορούμενης Depuy όταν αγοράστηκε από τη J&J, διατήρησε την θέση του στην εταιρία μέχρι το 1999, οπότε και έγινε ανώτερο στέλεχός της (J&J), έχοντας τον έλεγχο της κατηγορούμενης Depuy και των σχετιζόμενων με αυτήν άλλων εταιριών.

–         Ανώτερος υπάλληλος Β, αμερικανός, ανώτερο στέλεχος της κατηγορούμενης Depuy.

–         DPI VP Marketing, βρετανός, αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης της Depuy International (DPI).

–         DPI VP Finance, βρετανός αντιπρόεδρος στο οικονομικό τμήμα της Depuy International (DPI).

–         DPI President, βρετανός, πρόεδρος της Depuy International (DPI).

–         DPI Counsel, βρετανός, σύμβουλος στην Depuy International (DPI).

–         DPI accountant, βρετανός, λογιστής στην Depuy International (DPI).

–         Έλληνας Αντιπρόσωπος Α, έλληνας, δικαιούχος της εταιρίας Χ και της εταιρίας Ψ, ενεργούσε ως διανομέας και ως σύμβουλος της Depuy International (DPI) και της Depuy Hellas.

–         Έλληνας Αντιπρόσωπος Β, έλληνας, ενεργούσε ως σύμβουλος της Depuy International (DPI) και της Depuy Hellas

–         Γιατρός της Depuy Hellas, ελληνίδα, υπάλληλος της εταιρίας Χ, όταν αγοράστηκε από τη  J&J, οπότε και έγινε εκτελεστική διευθύντρια της  Depuy Hellas.

Background

(και αυτά –Α&Β- περιέχονται στο παράρτημα Α της συμφωνίας μεταξύ υπουργείου Δικαιοσύνης και J&J)

Α. Το εθνικό σύστημα υγείας της Ελλάδας, στην πλειοψηφία του είναι στην πλειοψηφία του κρατικό, με όσους εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία να είναι κρατικοί υπάλληλοι. Ως εκ τούτου, θεωρούνται στελέχη ξένης χώρας, όπως καθορίζεται από το νόμο για τις πρακτικές διαφθοράς σε ξένη χώρα (FCPA, 15 U.S.C. § 78 dd-2(h)(2)(A).

Β. Τον Νοέμβριο του 1998, η J&J απέκτησε την DePuy inc, και την θυγατρική της DePuy International, η οποία είχε συμφωνία με την ελληνική εταιρία Χ για την αποκλειστική διανομή των προϊόντων της στην Ελλάδα. Η  DePuy, και μετά την αγορά της από την J&J, συνέχισε να διανέμει τα προϊόντα της μέσω της εταιρίας Χ, καθώς επίσης και διατήρησε το συμβόλαιο που είχε με την εταιρία Ψ ως συμβουλευτική. Η DePuy διατήρησε την σχέση με την εταιρία Χ μέχρι/ή γύρω στα τέλη του 2005.

Κατηγορία 1

(Συνομωσία)

Η Συνομωσία και το αντικείμενό της

Από μέσα ή γύρω στο 1998 μέχρι και μέσα ή γύρω στο 2006, εντός των Ηνωμένων Πολιτειών και αλλού, η κατηγορούμενη εταιρία DePuy και άλλες, γνωστές και άγνωστες, παράνομα και εν γνώσει της συνδύασε, συνωμότησε, και συμφώνησε να διαπραχθούν τα ακόλουθα αδικήματα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών:

Α. να προσφέρει, να πληρώσει, να υποσχεθεί και να επιτρέψει την καταβολή των χρημάτων και άλλων αντικειμένων αξίας, σε πρόσωπο, γνωρίζοντας ότι μέρος των χρημάτων ή των αντικειμένων αξίας που δίδονται ή υπόσχονται να δοθούν, άμεσα ή έμμεσα, σε ξένους αξιωματούχους της Ελλάδα με σκοπό: (i) να επηρεάσουν τις πράξεις και τις αποφάσεις των εν λόγω ξένων αξιωματούχων στις επίσημες δραστηριότητές τους, (ii) να παρακινήσουν τους ξένους αξιωματούχους προβούν σε ενέργειες ή να παραλείψουν ενέργειες, κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων τους, (iii) να διασφαλίσουν το αθέμιτο πλεονέκτημα και (iv) να παρακινήσουν τους ξένους αξιωματούχους να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους σε μια ξένη κυβέρνηση και των οργάνων της, ώστε να επηρεάσουν τις ενέργειες και τις αποφάσεις των εν λόγω κυβερνήσεων των κυβερνήσεων και των οργάνων τους, προκειμένου να βοηθηθεί η κατηγορούμενη DePuy και οι άλλες εταιρίες στην απόκτηση και τη διατήρηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας κατά παράβαση του άρθρου 15, της νομοθεσίας ΗΠΑ (Title 15, United States Code, Section 78dd-2).

β. να παραποιεί εν γνώσει της, και να φροντίζει να παραποιεί τα βιβλία, τα αρχεία και τους λογαριασμούς, τα οποία απαιτούνται και πρέπει να είναι με λεπτομέρεια, ώστε να αποδίδουν ακριβώς και δίκαια τις συναλλαγές και την διάθεση των κεφαλαίων της J&J , κατά παράβαση του νόμου FCPA (15, United States Code, Sections 78m and 78ff.)

 

 

Σκοπός της συνομωσίας 

Ο σκοπός της συνωμοσίας ήταν η εξασφάλιση προσοδοφόρας επιχειρηματικής δραστηριότητας με νοσοκομεία στο ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας, καταβάλλοντας ή με την υπόσχεση να καταβάλει διεφθαρμένες πληρωμές σε χρήμα ή αντικειμένων αξίας στους εργαζόμενους του ιατρικού κλάδου στο δημόσιο.

Τρόπος της συνομωσίας

Για την επίτευξη των στόχων και των σκοπών της συνωμοσίας, η κατηγορούμενη DePuy και οι άλλες εταιρίες χρησιμοποιούσαν –μεταξύ άλλων- τον ακόλουθο τρόπο και τα εξής μέσα:

α. Ήταν μέρος της συνωμοσίας η κατηγορούμενη DePuy, τα στελέχη της, οι υπάλληλοί της και οι θυγατρικές να συμφωνήσουν να πωλούν τα προϊόντα στην εταιρία X με έκπτωση 35%, και στη συνέχεια  καταβαλλόταν το 35% των πωλήσεων από την εταιρεία Χ σε λογαριασμό off-shore της εταιρίας Ψ, ώστε να παρέχονται εκτός από ποσά αδήλωτα (εκτός λογιστικού ελέγχου) στον Αντιπρόσωπο Α για την πληρωμή των “χρηματικών κινήτρων”, και άλλων αντικειμένων αξίας στους εργαζομένους εθνικού συστήματος υγείας, προκειμένου να επηρεάζουν και να ενθαρρύνουν την αγορά των προϊόντων της DePuy, αποκρύπτοντας παράλληλα την καταβολή των πληρωμών που λαμβάνουν.

β. μέρος επίσης της συνωμοσίας ήταν η κατηγορούμενη DePuy, τα στελέχη της, οι υπάλληλοί της και οι θυγατρικές της να συμφωνήσουν να πληρώνουν στον αντιπρόσωπο Α και τον αντιπρόσωπο Β ποσοστό της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων της DePuy στην Ελλάδα με σκοπό την παροχή κεφαλαίων στους αντιπροσώπους Α και Β για την καταβολή “χρηματικών κινήτρων” και άλλων αντικειμένων αξίας στους εργαζόμενους του ιατρικού κλάδου στο εθνικό σύστημα υγείας (δημόσιο), ώστε να παροτρύνουν την αγορά προϊόντων της DePuy, αποκρύπτοντας την καταβολή των εν λόγω χρημάτων

γ. Μέρος επίσης της συνωμοσίας ήταν από τα μέσα ή γύρω στο 2002 έως το ή περίπου στο 2006, εκτός από τις πληρωμές προς τους αντιπροσώπους, έγινε ανάληψη περίπου € 500.000 από την γιατρό της DePuy Hellas και άλλους, και χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των οφειλών προς τους εργαζομένους στο εθνικό σύστημα υγείας που δεν είχαν καταβληθεί από τους αντιπροσώπους.

δ. Μέρος επίσης της συνωμοσίας αποτελεί ότι στο τέλος του οικονομικού έτους της J&J από  το ή γύρω στο 1998 έως το ή γύρω στο 2005, η κατηγορούμενη DePuy, τα στελέχη, οι υπάλληλοί της, και οι θυγατρικές της καταχωρούσαν ψευδώς τις πληρωμές στα βιβλία της εταιρίας (DePuy) ως «προμήθειες», προκειμένου να  συγκαλυφθεί η αληθινή φύση των πληρωμών στα βιβλία της J&J, τα οποία βιβλία και στοιχεία της DePuy ενσωματώθηκαν στα βιβλία της J&J, ώστε να προετοιμαστούν οι (φορολογικές) δηλώσεις για το τέλος του οικονομικού έτους της J&J, που υποβλήθηκαν με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην Ουάσιγκτον, DC.

ε. Συνολικά, από το 1998 έως το 2006, η κατηγορούμενη DePuy, η DePuy International, και οι συνδεδεμένες με αυτές θυγατρικές και οι υπάλληλοι, ενέκριναν την καταβολή χρημάτων, άμεσα ή έμμεσα, περίπου $ 16.400.000 σε χρηματικά κίνητρα για έλληνες  εργαζομένους στο εθνικό σύστημα υγείας με σκοπό να επηρεάζουν την αγορά προϊόντων της DePuy. Για να συγκαλύψει τις εν λόγω πληρωμές, η DePuy Hellas και DePuy International καταχωρούσαν ψευδώς τις συγκεκριμένες πληρωμές στα βιβλία τους ως “προμήθειες”.

Εμφανείς πράξεις

 

23. Για την προώθηση της συνωμοσίας και να ολοκληρώσει τους παράνομους στόχους, οι παρακάτω ενέργειες, μεταξύ άλλων, έχουν διαπραχθεί στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών και
αλλού:

 

(έχουν αναφερθεί όλες οι πράξεις στο παράρτημα Α της συμφωνίας μεταξύ J&J και αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης και παρατίθενται ξανά)

–         Από το ή γύρω στο 1998 και μέχρι ή γύρω τον Μάιο του 1999, η εταιρία Χ λάμβανε έκπτωση της τάξεως του 35% στα προϊόντα της DePuy προς πώληση στην Ελληνική αγορά.  Την ίδια στιγμή η DePuy International είχε συμφωνία με την εταιρία Ψ που προέβλεπε την πληρωμή στην εν λόγω εταιρία (εταιρία Ψ) το 25% του συνόλου των πωλήσεων που έκανε η εταιρία Χ. Στην πραγματικότητα, η DePuy International πλήρωνε στην εταιρία Ψ το 35% επί του συνόλου των πωλήσεων στην εταιρία Χ. Τα χρήματα κατατίθεντο στην εταιρία Ψ σε λογαριασμό στα νησιά Μαν.

–         Στις ή γύρω στις 22 Μαρτίου του 1999, ένας υπάλληλος της J&J έστειλε e-mail στον επικεφαλής της J&J στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι «είναι ξεκάθαρο ότι [ο έλληνας αντιπρόσωπος Α-Greek Agent A] έχει καταφέρει να δημιουργήσει off-shore λογαριασμούς, μέσω αντιπροσωπειών που διαθέτει, που τον βοηθούν με τη σειρά τους να έχει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις συνδιαλλαγές του με τους έλληνες χειρουργούς», και περιγράφοντας περιπτώσεις που ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) πλήρωνε έλληνες χειρουργούς, προκειμένου να επηρεάζουν την αγορά των προϊόντων που διακινούσε.

–         Το ή γύρω στον Μάιο του 1999, η DePuy International σταμάτησε το συμβόλαιο της με την εταιρία Ψ.

Απόκτηση της εταιρίας Χ

–         Στις ή γύρω στις 10 Ιανουαρίου 2000, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) απέστειλε επιστολή στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A) και σε άλλους, σχετικά με την σχέση του με την DePuy International και «την απόφαση της εν λόγω εταιρίας να σταματήσει την υποστήριξη της αγοράς», ζητώντας παράλληλα μια επείγουσα συνάντηση με τον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A).

–         Στις ή γύρω στις 20 Ιανουαρίου 2000, ο βρετανός, αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), ο βρετανός αντιπρόεδρος στο οικονομικό τμήμα της (DPI VP Finance), και ο βρετανός, πρόεδρος της Depuy International (DPI) συναντήθηκαν στο Δουβλίνο με τον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A), προκειμένου να συζητήσουν το συμβόλαιο της DePuy με την εταιρία Χ. Τα τρία στελέχη της DePuy International πρότειναν να διακοπεί η σχέση με τον έλληνα αντιπρόσωπο Α Greek Agent A), εν μέρει διότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) πλήρωνε με μετρητά τους έλληνες χειρουργούς, προκειμένου να προωθούν τις αγορές προϊόντων της DePuy. Στην συνάντηση ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) συμφώνησε να τερματιστεί η σχέση με το έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) και με την εταιρία Χ.

–         Ακολούθως της συγκεκριμένης συνάντησης, στις ή γύρω στις 20 Ιανουαρίου 2000,  ο πρόεδρος της DePuy International και ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) συναντήθηκαν με τους εκπροσώπους της εταιρίας Χ, και ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) πρότεινε η J&J να αγοράσει την εταιρία Χ και να διατηρήσει τον αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) ως σύμβουλο, όταν νωρίτερα στην προηγούμενη συνάντηση ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) είχε συμφωνήσει να τερματιστεί η σχέση με τον αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) και την εταιρία Χ.

–         Στις ή γύρω στις 8 Φεβρουαρίου 2000, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) έστειλε e-mail στον πρόεδρο της Depuy International (DPI), με κοινοποίηση στον αντιπρόεδρο στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), στον αντιπρόεδρο στο οικονομικό τμήμα (DPI VP Finance) της Depuy International (DPI) και στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A), αναφορικά με την επικείμενη συνάντησή, στο οποίο σημείωνε την ανάγκη «να διαπραγματευτούμε μια καινούργια συμφωνία», παρόμοια με αυτή της εταιρίας Χ, καθώς επίσης και την ανάγκη «να διαπραγματευτούμε έναν μηχανισμό που να καλύπτει το κόστος της προώθησης των πωλήσεων», το οποίο και χαρακτήρισε ως “χρηματικά κίνητρα”.

–         Στις ή γύρω στις 13 Μαρτίου 2000 ο αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) απέστειλε e-mail με την αναφορά για την απόκτηση της εταιρίας Χ, κοινοποιώντας στον αντιπρόεδρο των οικονομικών (DPI VP Finance) της Depuy International. Στην έκθεσή του ο αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) ανέφερε ότι σκόπευαν να «πληρώνουν προμήθεια πωλήσεων της τάξεως του 30%  στον [έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A)]» και ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) «θα έπαιρνε την προσωπική του αμοιβή και κάθε άλλη οικονομική υποστήριξη που χρειαζόταν από το σύνολο».

–         Στις ή γύρω στις 17 Απριλίου 2000, ο  αντιπρόεδρος των οικονομικών (DPI VP Finance)  της Depuy International, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) και άλλοι συναντήθηκαν στην Ελλάδα να συζητήσουν της απόκτηση της εταιρίας Χ. Kατά την διάρκεια της συνάντησης ο έλληνας αντιπρόσωπος (Greek Agent A) ανέφερε ότι «οποιαδήποτε αλλαγή τον τρόπο λειτουργίας της εταιρίας Χ θα είχε αρνητική επίδραση στην προσπάθειά του να κάνει πωλήσεις».

–          Στις ή γύρω στις 17 Απριλίου 2000, ο σύμβουλος (DPI Counsel) της DePuy International τηλεφώνησε το ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) στην Ιντιάνα να συζητήσουν την απόκτηση της εταιρίας Χ αλλά και για τον έλληνα αντιπρόσωπο Greek Agent A).

–         Στις ή γύρω στις 21 Απριλίου 2000, ο αντιπρόεδρος των Οικονομικών (DPI VP Finance)  της DePuy International έστειλε e-mail στο ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) στην Ιντιάνα, συστήνοντάς του διάφορους τρόπους, προκειμένου να είναι σίγουρο ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) λάμβανε τα απαιτούμενα ποσά, ώστε να «διασφαλιστεί η επιχείρηση» με τρόπο που δεν θα «ντροπιαστεί», , και σημειώνοντας ότι «δεν μπορούμε να βολέψουμε 2,3 εκατομμύρια δολάρια σε ειδικές πληρωμές και να τα αποκρύψουμε σε μια συμφωνία απόκτησης ή σε μια συμφωνία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών». Πρόσθεσε δε ότι το προηγούμενο μοντέλο διανομής δεν γινόταν να εφαρμοστεί ξανά, διότι «απαιτεί σημαντικές πληρωμές σε off-shore λογαριασμούς και ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) θα έπρεπε να παραποιεί τα έξοδά για να κάνει τις πληρωμές…», ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που παίρνει ως σύμβουλος για να κάνει τις ειδικές πληρωμές των 8 εκατομμυρίων δολαρίων», και ότι αυτός και ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) θα έπρεπε να μιλήσουν στον αντιπρόεδρο στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) και να αποφασίσουν τι θα πουν στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A).

–         Στις ή γύρω στις 27 Απριλίου 2000, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) απέστειλε e-mail από το New Jersey σε άλλους υπαλλήλους της J&J, σημειώνοντας ότι ο τερματισμός των συμφωνιών με τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) θα έχει ως αποτέλεσμα απώλειες κατά το ήμισυ στις πωλήσεις της J&J στην Ελλάδα, τονίζοντας παράλληλα ότι «να χάσουμε περίπου 4 εκατομμύρια σε πωλήσεις είναι απαράδεκτο». Ανέφερε επίσης ότι προσπαθούν να βρουν μια εναλλακτική λύση, η οποία περιλαμβάνει την απόκτηση της εταιρίας Χ, καθώς και να «βρουν τον τρόπο διαχείρισης πελατών εντός της αγοράς».

–          Τον ή γύρω στον Οκτώβρη του 2000, η DePuy International ολοκλήρωσε τους όρους απόκτηση της εταιρίας Χ, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής πληρωμής για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A), συνολικά 27% του συνόλου των πωλήσεων, καθώς και να πληρώνεται εκ των προτέρων κάθε τετραμήνου.

–         Στις ή γύρω στις 13 Νοεμβρίου 2000, ο λογιστής (DPI Accountant) της DePuy International έλαβε ένα e-mail από τον λογιστή του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A), ζητώντας από τον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International να μιλήσει με τον αντιπρόεδρο του τμήματος οικονομικών (DPI VP Finance), αναφορικά με το 35% που οφειλόταν στον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) για τις πωλήσεις, μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας με την εταιρία Χ. Το e-mail ανέφερε «όπως γνωρίζετε… αυτά τα χρήματα είναι χρηματικά κίνητρα και καταβάλλονται καθαρά στους παραλήπτες».

–           Στις ή γύρω στις 11 Δεκεμβρίου του 2000, ο λογιστής του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A) έστειλε ένα υπόμνημα στον αντιπρόεδρο του τμήματος Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), στον αντιπρόεδρο των Οικονομικών (DPI VP Finance) και στον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International, καθώς και στην βοηθό του έλληνα αντιπροσώπου Α (η οποία αργότερα έγινε το ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas-DePuy Hellas MD), στο οποίο διαμαρτυρόταν για την καθυστέρηση στην πρώτη πληρωμή για το κλείσιμο της συμφωνίας για την απόκτηση της εταιρίας Χ, αναφέροντας «η πληρωμή του 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων είναι απολύτως απαραίτητη για [τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A], διότι πρέπει να πληρώσει τα “χρηματικά κίνητρα” για τις πωλήσεις μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2001».

–             Στις ή γύρω στις 11 Δεκεμβρίου του 2000, ο αντιπρόεδρος των Οικονομικών (DPI VP Finance) της DePuy International απάντησε σε όλους τους αποδέκτες του e-mail του λογιστή του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A), αναφέροντας ότι «απογοητεύτηκα που είδα την πρότασή σας να περιέχει αναφορές για τις δραστηριότητες του [έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A)], οι οποίες δεν μπορούν να αναφέρονται στη γραπτή αλληλογραφία με τη DePuy International.

–           Στις ή γύρω στις 13 Δεκεμβρίου του 2000, o λογιστής του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A), απάντησε στο e-mail της 11ης Δεκεμβρίου στον αντιπρόεδρο των Οικονομικών (DPI VP Finance) της DePuy International, ρωτώντας σε τι ο αντιπρόεδρος των οικονομικών (DPI VP Finance) είχε αντιρρήσεις, σε τι απάντησε, «[ο έλληνας αντιπρόσωπος Α] χρειάζεται προκαταβολή, και ανέφερε ότι «δεν μπορεί να αρχειοθετήσει αυτό το έγγραφο».

–           Στις ή γύρω στις 17 Δεκεμβρίου του 2000, ο λογιστής του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A) έστειλε ξανά e-mail στον λογιστή της DePuy International, επισημαίνοντας ότι «τα προϊόντα που εισήχθησαν από την Depuy International είναι υπερτιμημένα κατά 35%, για να καλύψουν την αξία των “χρηματικών κινήτρων”.

–         Στις αρχές ή γύρω στις αρχές Δεκεμβρίου του 2000 η εταιρία Χ εξέδωσε 1,4 εκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα, ώστε να πληρωθούν στον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) από την DePuy International, επακόλουθο για το κλείσιμο της συμφωνίας για την εξαγορά.

–         Στις ή γύρω στις 20 Δεκεμβρίου του 2000, ακριβώς πριν από το κλείσιμο της συμφωνίας για την απόκτησής της από την DePuy International, η εταιρία Χ υπέγραψε συμφωνία με το έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A). Η συμφωνία προέβλεπε την πληρωμή στον έλληνα αντιπρόσωπο (Greek Agent A) του 27% των καθαρών πωλήσεων στην Ελλάδα, να καταβάλλεται εκ των προτέρων κάθε τετράμηνο.

–         Στις ή γύρω στις 30 Ιανουαρίου του 2001, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) υπέγραψε συμφωνία ως σύμβουλος με την εταιρία Depuy Hellas.

–         Στις ή γύρω στις 23 Φεβρουαρίου 2001, η DePuy International απέκτησε την Εταιρία Χ, η οποία μετονομάστηκε DePuy Medec (και αργότερα σε DePuy Hellas). Στις οδηγίες του ανώτερου υπαλλήλου Α (Executive A) , το ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas (DePuy Hellas MD) έγινε εκτελεστική διευθύντρια της DePuy Hellas.

–          Στις ή γύρω στις 5 Ιουνίου 2001, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) έστειλε υπόμνημα στον αντιπρόεδρο του τμήματος Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), αναφέροντας ότι «η ύπαρξη των “χρηματικών κινήτρων” στους χειρουργούς είναι κοινό μυστικό στην Ελλάδα. Ένας από τους σκοπούς του νέου νόμου είναι να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο πρόβλημα. Αυτό κάνει την ανάγκη για μια αποτελεσματικότερη προφύλαξη της εμπορικής βάσης, μεγαλύτερη από ποτέ». Ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) σημείωσε ότι, με ένα διακανονισμό ως συμβούλου, η αμοιβή για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών θα πρέπει «να είναι επαρκής, ώστε να καλύψει το κόστος για τα “χρηματικά κίνητρα” της Depuy International και της J&J, το σχετικό φόρο, καθώς επίσης και μια λογική αμοιβή για την υπηρεσίες του ως συμβούλου». Στη συνέχεια ανέφερε ότι υπό τον διακανονισμό περί διανομής, «η τιμή πώλησης πρέπει να είναι προσεκτικά υπολογισμένη, ώστε το κέρδος του διανομέα να είναι επαρκές για να πληρώσει τα “χρηματικά κίνητρα”». Κλείνοντας, ανέφερε ότι «τα “χρηματικά κίνητρα” της J&J υπολογίζονται στο 30% των πωλήσεων, βασισμένα στις πληροφορίες που έχει [ο έλληνας αντιπρόσωπος Α-(Greek Agent A)] από τους διάφορους χειρουργούς. Αυτό το ποσοστό αντιπροσωπεύει τα πραγματικά μετρητά χρήματα που έχουν παραληφθεί από τους χειρουργούς…»

–           Στις ή γύρω στις 29 Ιουνίου 2001, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) απέστειλε επιστολή στο ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas (DePuy Hellas MD), εκφράζοντας τα παράπονά του για καθυστερήσεις στην αμοιβή του ως συμβούλου, διότι εξαναγκάστηκε να κάνει «ακριβούς» διακανονισμούς για να διασφαλίσει τα απαραίτητα ποσά για την παροχή των πωλήσεων των νέων προϊόντων της εταιρίας…». Η DePuy Hellas προώθησε την επιστολή στον αντιπρόεδρο του τμήματος  Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), τον αντιπρόεδρο των οικονομικών (DPI VP Finance) και τον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International.

–                Την ή γύρω στην 1η Οκτωβρίου 2001, ο πρόεδρος της DePuy International απέστειλε e-mail στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A) στο New Brunswick στο New Jersey, με τα οικονομικά στοιχεία για το Business plan του έτους 2002 για την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των συνεχιζόμενων πληρωμών προς τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A).

–          Την ή γύρω στην 1η Οκτωβρίου 2001 η DePuy International και η DePuy Hellas υπέγραψαν καινούργια συμφωνία με τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A), μοιράζοντας την προμήθειά του, ώστε η DePuy International να του καταβάλλει το 15% και η DePuy Hellas το 12%, με αύξηση σε 16% το 2003.

–         Στις ή γύρω στις 10 Οκτωβρίου 2003, η DePuy International αποφάσισε να τερματίσει την συμφωνία με τον Έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent) ως σύμβουλο, συμφωνία που ήταν σε ισχύ μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2003.

–         Από τον ή γύρω στον Απρίλιο του 2001 μέχρι ή γύρω στον Οκτώβριο του 2003, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) πληρώθηκε γύρω στα 7.987.540 ευρώ, σημαντικό μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή “χρηματικών κινήτρων” σε ελληνικό ιατρικό προσωπικό για να προωθήσουν τις αγορές των προϊόντων της DePuy.

 

Αλλαγή αντιπροσώπων

 

–         Στις ή γύρω στις 29 Οκτωβρίου του 2003, η DePuy International υπέγραψε ένα μνημόνιο κατανόησης με τον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B), δίνοντας του το 15% των καθαρών πωλήσεων των προϊόντων της J&J στην Ελλάδα.

–         Επίσης στις 29 Οκτωβρίου 2003, η DePuy Hellas υπέγραψε συμφωνία ,ε τον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B) ως σύμβουλο, δίνοντας του το 16% των καθαρών πωλήσεων.

–         Στις ή γύρω στις 11 Μαΐου 2004, οι εξωτερικοί ελεγκτές της DePuy Hellas εξέδωσαν μια αναφορά, που τόνιζε ότι οι υπηρεσίες που παρείχε ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) δεν ήταν καταγεγραμμένες επαρκώς στα φορολογικά έγγραφα, σημειώνοντας ότι «η περιγραφή των υπηρεσιών δεν είναι επαρκής, καθώς δεν περιγράφει καθόλου τις υπηρεσίες».

–          Στις ή γύρω στις 11 Μαΐου 2004, ο λογιστής της J&J έγραψε στον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International, αναφέροντας ότι δεν μπορεί «να αλλάξει την διατύπωση στα έγγραφα του [έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A)], καθώς επίσης του [έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B)] …», επαναλαμβάνοντας ότι είχε «τα βιβλία των [αντιπροσώπων], ώστε να μπορώ να κάνω συγκεκριμένες αλλαγές στα τιμολόγια για την διατύπωση, αν αυτό είναι σημαντικό».

–         Στις ή γύρω στις 9 Φεβρουαρίου 2005, ο αντιπρόεδρος στο τμήμα Marketing (DPI VP Marketing) της DePuy International  απάντησε σε e-mail του συμβούλου (DPI Counsel) της DePuy International, αναφορικά με τον κώδικα Eucomed επαγγελματικής πρακτικής, αναφέροντας ότι καθένας στον βιομηχανία παρείχε απρεπή κίνητρα στο ιατρικό προσωπικό, και αν η DePuy δεν το έκανε, «θα είχαμε χάσει το 95% των πωλήσεων στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του χρόνου».

–         Στα ή γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου 2005, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) ενημέρωσε τον αντιπρόεδρο του τμήματος Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) της DePuy International ότι η J&J δεν θα έφευγε από την ελληνική αγορά και ότι όλες οι ενδιάμεσες σχέσεις πρέπει να τερματιστούν.

–         Στις ή γύρω στις αρχές του 2005, ο λογιστής (DPI Accountant) της DePuy International, όσο βρισκόταν στην Μ. Βρετανία, τηλεφώνησε στον ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) στην Ιντιάνα και του είπε ότι υπήρχαν προβλήματα στην Ελλάδα και ότι θα έπρεπε να κάνει έρευνα.

–         Την ή γύρω στην άνοιξη του 2005 ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) ταξίδεψε στην Μ. Βρετανία από την Ιντιάνα. Όσο βρισκόταν στην Μ. Βρετανία, και ο λογιστής και ο αντιπρόεδρος στο τμήμα Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) της DePuy International ενθάρρυναν τον ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) να διερευνήσει τα προβλήματα στην Ελλάδα.

–         Ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) συνέχισε την επικοινωνία με τον αντιπρόεδρο στο τμήμα Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) της DePuy International και μέσω τηλεφώνου και μέσω e-mail, σχετικά με το Business plan του 2006, ώστε να μην περιλαμβάνει ενδιάμεσο στις πωλήσεις στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B)  δεν έκανε ούτε έρευνα για τα παλιά προβλήματα στην Ελλάδα, αλλά και ούτε πήρε μέτρα, ώστε να σταματήσουν οι αντικανονικές πληρωμές που γίνονταν στην Ελλάδα.

–         Στις ή γύρω στις 27 Σεπτεμβρίου 2005, ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) στην Ιντιάνα έστειλε e-mail στον αντιπρόεδρο στο τμήμα Marketing (DPI VP Marketing) της DePuy International στην Μ. Βρετανία, ζητώντας του ενημέρωση για την κατάσταση της ελληνικής επιχείρησης, στο οποίο ο αντιπρόεδρος στο τμήμα Marketing (DPI VP Marketing) απάντησε ότι «αν εγκαταλείψουμε τους συμβούλους, ίσως να εγκαταλείψουμε και την επιχείρηση».

–          Στις ή γύρω στις 31 Δεκεμβρίου 2005, τερματίστηκαν οι συμφωνίες με τον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B).

–         Από ή γύρω στον Οκτώβριο 2003 μέχρι τον ή γύρω στον Δεκέμβριο του 2005, ο έλληνας αντιπρόσωπος Β (Greek Agent B), είχε πληρωθεί 7.303.754 ευρώ, σημαντικό μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για τα “χρηματικά κίνητρα” σε ελληνικό ιατρικό προσωπικό, ώστε να προωθηθούν οι αγορές προϊόντων της DePuy.

(όλες κατά παραβίαση του άρθρου 18 της νομοθεσίας των ΗΠΑ, παράγραφος 371 (για συνομωσία) .

Κατηγορία 2

Πρακτικές διαφθοράς σε ξένη χώρα

(Foreign Corrupt practices Act)

Από μέσα ή γύρω στο 1998 μέχρι και μέσα ή γύρω στον Δεκέμβριο του 2006, εντός των Ηνωμένων Πολιτειών και αλλού, η κατηγορούμενη DePuy, Inc, εταιρία που λειτουργεί βάσει των νόμων των ΗΠΑ, και στην συγκεκριμένη υπόθεση βάσει (domestic concern) του FCPA, 15 U.S.C. § 78dd-2 (η) (1) (Β), διεφθαρμένα και εσκεμμένα έκανε προσφορά, πλήρωσε, υποσχέθηκε να πληρώσει, ενέκρινε την καταβολή χρημάτων, έκανε προσφορά, δώρο, υποσχέθηκε να δώσει, εξουσιοδότησε για την προσφορά οποιουδήποτε αντικειμένου αξίας σε πρόσωπο, βοήθησε και ήταν συνεργός για τα ίδια, όταν την ίδια στιγμή γνώριζε ότι σύνολο ή ένα μέρος των χρημάτων ή τα αντικείμενα αξίας που θα προσφέρονταν, θα δίνονταν ή θα τελούσαν υπό υπόσχεση, άμεσα ή έμμεσα, σε ξένους αξιωματούχους για τους σκοπούς: (i) να επηρεάζουν τις πράξεις και τις αποφάσεις των εν λόγω ξένων αξιωματούχων κατά την επίσημη ιδιότητά τους (ii) να ενθαρρύνουν τους ξένους αξιωματούχους να κάνουν και να παραλείπουν να προβαίνουν σε ενέργειες, παραβιάζοντας το σύμφωνα με τον νόμο καθήκον τους (iii) να εξασφαλίζεται το αθέμιτο πλεονέκτημα και (iv) να ενθαρρύνονται ξένοι αξιωματούχοι να χρησιμοποιούν την επιρροή τους στις ξένες κυβερνήσεις και στα όργανα, ώστε να επηρεάζουν τις ενέργειες και τις αποφάσεις των εν λόγω κυβερνήσεων και των οργάνων τους, προκειμένου να παρέχεται βοήθεια στην κατηγορούμενη DePuy Inc στην απόκτηση και στην διατήρηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή, προκειμένου να ενθαρρύνεται η αγορά προϊόντων της DePuy από Έλληνες εργαζομένους στο εθνικό σύστημα υγείας, η κατηγορούμενη DePuy έκανε και προκάλεσε να γίνουν, άμεσα και έμμεσα, μέσω των Ελλήνων Αντιπροσώπων Α και Β (Greek Agent A & B), παράνομες πληρωμές συνολικού ύψους περίπου 16,4 εκατομμυρίων δολαρίων, γνωρίζοντας ότι κάποιο ή όλο το ποσό θα καταβαλλόταν σε εργαζομένους στο ελληνικό εθνικό σύστημα υγείας, παραβιάζοντας τον νόμο των ΗΠΑ Title 15, Section 78dd-2 and Title 18, United States Code, Section 2.

Διαβἀστε:

Εισαγωγή κείμενο ροής

Η Αγωγή της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς εναντίον της J&J