Τις αντιδράσεις των αγορών μετά την υποβάθμιση του αξιόχρεου των Ηνωμένων Πολιτειών από τον οίκο αξιολόγησης Standard&Poor’s αναμένει με κομμένη την ανάσα η παγκόσμια κοινότητα.

Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ, μέσω του υπουργείου Οικονομικών, κατηγόρησαν την  Standard&Poor’s ότι διέπραξε  ένα «χονδροειδές και ερασιτεχνικό» λάθος υπολογισμών.

Όσο για τον ίδιο τον οίκο αξιολόγησης, μέσω κορυφαίου αξιωματούχου του, έκανε λόγο για «καθήκον» της εταιρείας να λάβει μια τέτοια δύσκολη και αμφιλεγόμενη απόφαση.

«Ένας λάθος υπολογισμός 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μιλάει από μόνος του», δήλωσε στον Τύπο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών μετά την ανακοίνωση του οίκου S&P ότι υποβαθμίζει την εκτίμησή του για το αξιόχρεο των ΗΠΑ κατά μία βαθμίδα, από το AAA στο AA+.

Η υποβάθμιση στην οποία προχώρησε η  S&P δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς από τη δημιουργία του συγκεκριμένου οίκου, το 1941 οι ΗΠΑ παρέμεναν αδιαλείπτως στη βαθμίδα AAA έως σήμερα.

Μάλιστα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δυσμενής εξέλιξη για την Αμερικανική οικονομία σημειώθηκε μόλις 15 μήννες πριν από τις επερχόμενες προεδρικές εκλογες.

Έτσι, αναμένεται ότι η υποβάθμιση μαζί με το ζήτημα του χρέους θα είναι  τα δύο θέματα, τα οποία θα κυριαρχήσουν στην προεκλογική εκστρατεία.

Οι άλλοι οίκοι 

Ο οίκος Moody’s Investors Service αποφάσισε σε αυτή τη φάση να διατηρήσει την αξιολόγηση ΑΑΑ για το κρατικό χρέος των ΗΠΑ.

Όσο για τον Fitch Ratings,  φαίνεται ότι θέλει να παρατείνει την αγωνία των επενδυτικών κύκλων και των αγορών, καθώς γνωστοποίησε ότι ακόμα εξετάζει το θέμα και ότι θα δημοσιοποιήσει τις αναλύσεις και τις αξιολογήσεις του μέχρι το τέλος του μήνα.

Οι επενδυτές

Οικονομικοί κύκλοι δεν μπορούν να αποκλείσουν την πιθανότητα η απόφαση της S&P να θορυβήσει τους ξένους επενδυτές.

Αναφέρονται, μάλιστα, ειδικά στην Κίνα, η οποία που διακρατεί πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε αμερικανικά χρεόγραφα, υπενθυμίζοντας ότι το Πεκίνο έχει καλέσει επανειλημμένα την Ουάσινγκτον να προστατεύσει τις επενδύσεις του σε δολάρια αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του προϋπολογισμού και του χρέους.

Η αντίδραση της Κίνας

Η υποβολή πρότασης για «νέο σταθερό και ασφαλές παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα», προς την παγκόσμια κοινότητα ήταν η πρώτη αντίδραση της Κίνας μετά την ανακοίνωση της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από την τον οίκο Standard&Poor’s.

Ειδικότερα, το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο Νέα Κίνα μετέδωσε επί λέξει τα εξής:

«Η Κίνα, ο μεγαλύτερος πιστωτής της μοναδικής υπερδύναμης του κόσμου, έχει τώρα κάθε δικαίωμα να απαιτήσει από τις ΗΠΑ να ασχοληθούν με τα δομικά προβλήματα του χρέους τους.

Πρέπει να εισηγηθεί η διεθνής επιτήρηση σχετικά με το ζήτημα των αμερικανικών δολαρίων και ένα νέο σταθερό και ασφαλές παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει μία επιλογή προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση μιας καταστροφής από μία μοναδική χώρα».

 Η εμπιστοσύνη της Ιαπωνίας

Ο δεύτερος πιο σημαντικός πιστωτής των ΗΠΑ, μετά την Κίνα, η Ιαπωνία εξακολουθεί να εμπιστεύεται τα αμερικανικά ομόλογα.

Συγκεκριμένα, Ιάπωνας αξιωματούχος δήλωσε στο Dow Jones:

«Η εμπιστοσύνη που έχουμε στα αμερικανικά ομόλογα και η ελκυστικότητά τους ως επένδυση δεν θα αλλάξουν παρά το μέτρο αυτό» .

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ιαπωνία έχει επενδύσει την πλειοψηφία των συναλλαγματικών της αποθεματικών σε Αμερικανικά ομόλογα.

Προβληματισμός από τις Φιλιππίνες

Αντίθετα, ο υπουργός Οικονομικών των Φιλιππίνων Σέζαρ Πουρισίμα εξέφρασε την άποψη ότι είναι πιθανό η υποβάθμιση να ενισχύσει την αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αναφέροντας:

«Εκτός και αν οι ΗΠΑ ασχοληθούν με τα θεμελιώδη ζητήματά τους, πιστεύω ότι μπορεί να έχουμε μπει σε μία εποχή λιγότερο προβλέψιμων και σταθερών αγορών».

Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών πρόσθεσε ότι η Αμερικανική υποβάθμιση είναι πιθανό ακόμη και να επιβραδύνει την παγκόσμια οικονομία.

Η πρώτη ευρωπαϊκή αντίδραση ήρθε από τη Γαλλία

Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Φρανσουά Μπαρουάν εξέφρασε την πλήρη εμπιστοσύνη του στην σταθερότητα της Αμερικανικής οικονομίας, λέγοντας στο Γαλλικό Πρακτορείο :

«Η Γαλλία έχει πλήρη εμπιστοσύνη στη σταθερότητα της αμερικανικής οικονομίας και στα θεμέλιά της, καθώς και στην αποφασιστικότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο (σ.σ. για τη μείωση του ελλείμματος) που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο την προηγούμενη εβδομάδα».

Ψυχραιμία από την Ινδία

Ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Ινδού πρωθυπουργού,  Σ. Ρανγκαραχάν, εξέφρασε την άποψη ότι η υποβάθμιση του χρέους των ΗΠΑ δεν θα επηρεάσει την  οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας.

Ο κ Ρανγκαραχάν μιλώντας στο πρακτορείο Ρόιτερς τόνισε ότι η ανάπτυξη στη χώρα του θα φθάσει το 8,2% για αυτό το δημοσιονομικό έτος και πρόσθεσε:

«Δεν πιστεύω ότι η Ινδία θα επηρεαστεί πολύ πέρα από την προσωρινή νευρικότητα της αγοράς. Οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν ότι έχουν ένα αξιόπιστο σχέδιο δημοσιονομικής σταθερότητας και είναι σαφές ότι η πρόσφατη συμφωνία δεν είναι αρκετή».

Ήταν ένα από τα σενάρια, λέει η Κορέα

Ανώτατο στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας της Κορέας εκτιμά ότι η υποβάθμιση της αξιολόγησης του χρέους των ΗΠΑ από τον οίκο Standard&Poor’s δε θα έχει σημαντική βραχυπρόθεσμη επίδραση.

Ειδικότερα, ο επικεφαλής της ομάδας διαχείρισης του συναλλαγματικού αποθέματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κορέας Χονγκ Τάεγκ Κι δήλωσε:

«Οι αγορές είχαν ήδη ορισμένα σενάρια για τις αξιολογήσεις των ΗΠΑ και αυτό ήταν έναν ένα από αυτά, πιστεύω».

Θα “ανάψουν” οι γραμμές της G7 το Σαββατοκύριακο

Ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή επισήμανε το Σάββατο ότι η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ προδίδει πλέον μια παγκόσμια διάσταση στην κρίση χρέους της ευρωζώνης.

Για το λόγο αυτό, πρόσθεσε,  «η G7 θα συνεδριάσει τηλεφωνικά. Δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμη εάν αυτό θα γίνει σε μία ή σε δύο φάσεις, απόψε και αύριο».

Οι τηλεφωνικές συνομιλίες για τα τεκταινόμενα στις αγορές το τελευταίο διάστημα -αναταράξεις στα διεθνή χρηματιστήρια, υποβάθμιση του αξιόχρεου των Ηνωμένων Πολιτειών – θα διεξαχθούν μεταξύ των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών της G7.

Στόχος των συνομιλιών θα είναι η κατάστρωση ενός σχεδίου από την G7 για το διεθνή συντονισμό της κατάστασης.

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Φρανσουά Μπαρουάν, -η Γαλλία προεδρεύει αυτή την περίοδο της G7 και της G20 – δήλωσε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση ραδιοφωνικού σταθμού, ότι είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για τη σύγκληση μιας έκτακτης συνόδου.

Σημειώνεται, ότι η επόμενη προγραμματισμένη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της G7 θα πραγματοποιηθεί στη Μασσαλία στις αρχές Σεπτεμβρίου.

“Προβλέψιμη” η υποβάθμιση για το Λονδίνο

Ο Βινς Κέμπλ, υπουργός Εμπορίου της Βρετανίας, μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο Sky News το Σάββατο, χαρακτήρισε “προβλέψιμη” την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ .

«Είναι μια εντελώς προβλέψιμη συνέπεια της αναταραχής που προκλήθηκε από το Κογκρέσο πριν από λίγες εβδομάδες επειδή (βουλευτές και γερουσιαστές) δεν κατάφερναν να συμφωνήσουν στην αύξηση του ορίου του χρέους. Τώρα, όμως συμφώνησαν και η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι αρκετά σταθερή»,  είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κεμπλ.

Ο Βρετανός υπουργός έκανε και μια γενικότερη εκτίμηση της δραστηριότητας των οίκων αξιολόγησης, επισημαίνοντας:

«Πριν από τρία χρόνια οι κεφαλαιαγορές επικεντρώνονταν στις τράπεζες και τη σταθερότητά τους ενώ σήμερα στα χρέη των κυβερνήσεων».

Τέλος, κατέληξε λέγοντας πως «η  Βρετανία βρίσκεται σε σχετικά καλή κατάσταση».

Δεν σχολιάζει, αλλά ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις  η Γερμανία

«Ουδέν σχόλιον», ήταν η απάντηση εκπροσώπου της Γερμανικής κυβέρνησης όταν του ζητήθηκε από το Γαλλικό Πρακτορείο να σχολιάσει την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ.

Ωστόσο, λίγο αργότερα έγινε γνωστό πως ο υπουργός της Γερμανίας σε συνέντευξή του στη Γερμανική εφημερίδα Bild am Sonntag, αναφερόμενος στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ, χαρακτήρισε «σημαντικό ζήτημα» την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας των άλλων χωρών.

Συγκεκριμένα, στη συνέντευξη –  το πλήρες κείμενο της οποίας θα  δημοσιευθεί στο αυριανό φύλλο της εφημερίδας – ο κ. Ρέσλερ τόνισε:

«Δεν σχολιάζουμε τις εκτιμήσεις των διαφόρων οίκων αξιολόγησης. Είναι όμως σαφές ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας των άλλων χωρών είναι και για εμάς σημαντικό θέμα».