Του Μάριου Ευρυβιάδη, 

Δεν είναι υπερβολή αν υπογραμμισθεί τούτο. Η Κύπρος ως συντεταγμένη πολιτεία, ως η Κυπριακή Δημοκρατία δηλαδή, επιβίωσε και διατήρησε τη διεθνή της υπόσταση χάρη στην οικονομία της. Η Κύπρος κατάφερε να ανταπεξέλθει από το επιθετικό και βάρβαρο χτύπημα της τουρκικής εισβολής διότι τι 1974 η οικονομία της δεν κατέρρευσε μαζί με την άμυνά της, όπως ακριβώς επεδίωκε η Άγκυρα. Και είναι ακριβώς λόγω των θετικών οικονομικών της δεικτών που η Κύπρος ανταποκρίθηκε στην πρόκληση της Ευρωπαϊκής ένταξης και κατέστη το 2004 μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τον λυσσώδη πόλεμο της Άγκυρας.

Είναι γεγονός ότι η ξένη βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης και της αρχικής βοήθειας που παραχώρησε η Αμερική μέσω νομοθεσίας του Κογκρέσου, ενίσχυσε σημαντικά τις πρώτες προσπάθειες ανασυγκρότησης. Σε αυτό συνέβαλε και η μεγάλη βοήθεια από την Ελλάδα που απορρόφησε και περίπου 30.000 πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εισβολής. Βοήθησαν επίσης και οι δυο συγκεκριμένες συγκυρίες. Η μια ήταν η καταστροφή της παραγωγής της πατάτας λόγω καιρικών συνθηκών σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως στην Ισπανία. Η παραγωγή στην Κύπρο δεν επηρεάσθηκε και αυτό έφερε μεγάλο και επιπλέον ποσό ξένου συναλλάγματος στην Κύπρο το κρίσιμο πρώτο εξάμηνο μετά την εισβολή (μπράβο στα Κοκκινοχώρια!)

Το δεύτερο γεγονός που βοήθησε την Κύπρο  ήταν, δυστυχώς, μια άλλη τραγωδία. Αυτή του αιματηρού και καταστροφικού εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο που ξέσπασε το 1975 και κράτησε πάρα πολλά χρόνια. Χιλιάδες Λιβανέζοι πρόσφυγες κουβαλώντας κυριολεκτικά βαλίστες ξένου συναλλάγματος εγκαταστάθηκαν αλλά και δραστηριοποιήθηκαν οικονομικά στην Κύπρο αντισταθμίζοντας, μαζί με τις πατάτες, τις τρομακτικές απώλειες της τουρκικής εισβολής.

Όμως ο κρίσιμος κρίκος υπήρξαν οι άνθρωποι. Αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν human resources. Ήταν η ανθεκτικότητα και η προσαρμοστικότητα του κάθε Έλληνα Κυπρίου, που σμιλεύθηκε ιστορικά για χιλιάδες χρόνια, επιτρέποντας του να επιβιώσει στην κάθε πρόκληση. Η πίστη, το πείσμα, η φιλοπονία, η εσωτερική περηφάνεια και αξιοπρέπεια, όλα λειτούργησαν αθροιστικά. Το 1974 ο κόσμος δεν άρχισε να κλαίει την μοίρα του σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό. Αντίθετα, σήκωσε τα μανίκια. Και όλοι μαζί, πολίτες, κοινωνία, κράτος κατάφεραν μέσα σε μια πενταετία, μέχρι το 1979, να παράξουν εθνικό προϊόν που ξεπερνούσε αυτό του 1974. Η περίπτωση της Κύπρου μόνο με αυτή της διαιρημένης μεταπολεμικής Γερμανίας και τις καταστραμμένης Ιαπωνίας μπορεί να συγκριθεί. Και στις εκθέσεις της αμερικανικής πρεσβείας στην Λευκωσία καταγράφετο το απόλυτο κοπλιμέντο ως προς την παραγωγικότητα και εφευρετικότητα των Κυπρίων «Γιαπωνέζους της Μεσογείου» τους περιέγραφαν.

Στην περίπτωση της ΕΕ η συνταγή ήταν επίσης  η ίδια. Συγκεκριμένα ήταν να καλύψει η Κύπρος όλα τα οικονομικά κριτήρια της ΕΕ, που τα κάλυψε διατηρούμενη στην κορυφή όλων των υποψηφίων κρατών, και ας έλεγαν οι της ΕΕ, «ξέρετε κάτι; ναι μεν πληρείτε όλα τα κριτήρια που σας θέσαμε αλλά υπάρχει το πολιτικό ζήτημα. Δεν  σας θέλουν οι Τούρκοι που τους υποστηρίζουν οι Αμερικανοί, οι Εγγλέζοι, κλπ και λυπούμαστε πολύ αλλά σας κλείνουμε την πόρτα». Ωστόσο, δεν μπορούσε η ΕΕ να πράξει κάτι τέτοιο και δεν τον έπραξε. Η Κύπρος μπήκε στην ΕΕ γιατί το οικονομικό της σπαθί  είχε «κόψη τρομερή».  Την διαφορά και πάλι την έκανε το ανθρώπινο δυναμικό της. Για παράδειγμα, πρίν το 1974 η Κύπρος δεν είχε ναυτιλία. Το 2004 είχε έναν από τους μεγαλύτερους στόλους στον κόσμο. Έστω και ως στόλο ευκαιρίας.

Είναι εδώ που η καλοκαιρινή τραγωδία στο Μαρί, πέραν της ανείπωτης ανθρώπινης διάστασής της, παρ’ ολίγο να «μπρουμμουτίσει» την οικονομία. Για πρώτη φορά μετά το 1974 η Κύπρος βρέθηκε ξυπόλητη στα αγκάθια. Και ο κίνδυνος δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί διότι (α)  αντίθετα με το 1974 το κακό στο Μαρί επηρέασε ολόκληρο τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας και (β) εξέθεσε την Κύπρο στη βουλιμία των κορακιών και  των αδηφάγων κεφαλαιαγορών που, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης λειτουργούν σαν όλες τις πληγές των Φαραώ μαζί, μόλις μυριστούν αίμα.

Πολύ κοντά μας, δίπλα μας, βλέπουμε και πολλοί ζούμε την κατάσταση στην Ελλάδα. Μαζί με την  καθημερινή  οικονομική εξαθλίωση των πολιτών έχουμε, την ταυτόχρονη εθνική ταπείνωση, την παντελή ανεπάρκεια και ανικανότητα των πολιτικών  ταγών του τόπου, αλλά και τη βουλιμία της παρασιτικής, διεφθαρμένης και κομπραδόρικης οικονομικής τάξης. Η κατάντια στην Ελλάδα έφθασε σε τέτοια ύψη ώστε επί Σημιτικού εξυγχρονισμού  προσπάθησαν, οι άθλιοι, αλλά δεν τα κατάφεραν, να «πουλήσουν» ακόμα και την Ακρόπολη. Με το σχέδιο «Αριάδνη» κεφαλαιοποίησαν όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και προσπάθησαν να τους παραχωρήσουν με μακροχρόνια μίσθωση σε ξένους επενδυτές, έναντι «ζεστού χρήματος» και λογιστικών λαθροχειριών.

Το παράδειγμα της Ελλάδας δείχνει πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η ζωτικότητα μιας οικονομίας με την επιβίωση και την εθνική αξιοπρέπεια μιας χώρας. Υπάρχει, βέβαια, ζωή μετά από έναν οικονομικό θάνατο και μια εθνική ταπείνωση. Είναι όμως αυτά επιλογές;