Ακούστηκε ωμό και κάποιοι ελληνοπώλες ήδη μίλησαν για πλήγμα στην εθνική κυριαρχία. Φυσικά δεν είναι ευχάριστο να ακούς από τους ηγέτες των δύο μεγάλων χωρών, οι οποίες μάλιστα είναι ο πυλώνας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ότι «οι Ελληνες πρέπει να αποφασίσουν: ναι ή όχι στο ευρώ;».

Αλλά, όπως και να το δούμε, αυτό ήταν το ερώτημα εξαρχής. Οχι όταν ο κ. Παπανδρέου ανέλαβε την πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα. Ούτε καν το 2010, όταν υπογράψαμε το πρώτο Μνημόνιο. Το «ναι ή όχι στο ευρώ» ήταν το ερώτημα από το 2001, τη στιγμή που μπήκαμε στο ευρώ. Και είναι ένα ερώτημα στο οποίο κανένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να δώσει απάντηση.

Η απάντηση δίνεται καθημερινά από την πρακτική των κυβερνήσεων, των πολιτικών ηγεσιών, των υπουργών, των βουλευτών (συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων) των συντεχνιών, όλων μας.

Η ρητορική δοξολογία του ευρώ με πολιτικές της δραχμής δεν μπορούσε να μας πάει μακριά. Κάποια στιγμή κάποιος θα μάς ρωτούσε: «Θέλετε πραγματικά να είστε στη Ζώνη του Ευρώ;» Αυτό κάναμε ότι δεν ακούγαμε τον προηγούμενο καιρό. Μας ρώτησαν οι αγορές, μετά κάποιοι ξένοι οικονομολόγοι και τώρα οι Μέρκελ και Σαρκοζί.

Το δημοψήφισμα για το ευρώ δεν έχει καμιά σημασία. Θα βγει θετικό και πιθανώς με συντριπτική πλειοψηφία. Το θέμα είναι η επομένη του θετικού αποτελέσματος ενός δημοψηφίσματος ή μιας πολιτικής απόφασης. Διότι, δεν αρκεί ο όρκος πίστης στο ευρώ ακόμη και δοθεί από το 100% του πληθυσμού. Πρέπει να αλλάξουν κι όλα τ’ άλλα που κάνουν μια χώρα πραγματικό μέλος του ευρώ.

Πρέπει να μειώσουμε τα ελλείμματά, τον δημόσιο τομέα, να ανοίξουμε τα επαγγέλματα, να μπούμε σε τροχιά παραγωγικής αναδιάρθρωσης. Πρέπει να κάνουμε όλα τα δύσκολα που τόσο καιρό αποφεύγαμε, για να μην συμβούν τα καταστροφικά που έρχονται.
Το ερώτημα για την Ελλάδα είναι απλό: μπορεί να γίνει μια ευρωπαϊκή χώρα χωρίς τις χαριτωμένες ιδιαιτερότητες των τεραστίων ελλειμμάτων και των πάσης φύσεως ανορθολογισμών;

Η ατυχής πρωτοβουλία του πρωθυπουργού μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα, χωρίς καν να ολοκληρωθεί. Ισως να συνειδητοποιήσουμε αυτό που δεν θέλαμε να ακούσουμε τόσο καιρό. Οτι τα κεκτημένα, μαζί με το ευρωπαϊκό, δεν κατοχυρώνονται με κραυγές, αλλά με δουλειά και παραγωγή. Οτι τίποτε δεν δίδεται δωρεάν, επειδή είμαστε καλά παιδιά, ή κάνουμε τσαμπουκά. Οτι οι διαπραγματεύσεις και επαναδιαπραγματεύσεις έχουν όρια, δύο μέρη στο τραπέζι και πάρε-δώσε. Οτι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας έχει απολαβές μετά πολλές υποχρεώσεις. Οτι η επιτυχία έπεται της δουλειάς, ακόμη και στα λεξικά.

Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θέλουμε να παραμείνουμε στο ευρώ. Θέλουμε. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να αντέξουμε τις υποχρεώσεις του ευρώ.

Σ’ αυτό λοιπόν πρέπει να απαντήσουμε χωρίς τον φερετζέ της ρητορικής πίστης στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πρέπει να το απαντήσουν όλοι – πολίτες και πολιτικοί. Και είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντάμε καθημερινά. Οχι με λόγια και δημοψηφίσματα. Αλλά με τη δύσκολη παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας.

Το 1980 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μάς έβαλε στην Ευρώπη πεπεισμένος ότι θα αναγκαστούμε να κολυμπήσουμε. Ηρθε η ώρα να το κάνουμε. Στα σοβαρά, όμως…