Η κρίση της Ευρωζώνης ξύπνησε φαντάσματα του παρελθόντος – και ιδιαίτερα το φάντασμα της γερμανικής κυριαρχίας της Ευρώπης. Στην Αθήνα, τα αντιγερμανικά αισθήματα έχουν ενταθεί εδώ και αρκετό καιρό και δεν είναι μόνο οι διαδηλωτές στους δρόμους, οι οποίοι παραλληλίζουν το σήμερα με τη ναζιστική Κατοχή. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στην Ελλάδα παρομοιάζονται με την Γκεστάπο. Οι Ελληνες υπουργοί κατηγορούνται ως δωσίλογοι. Πρόκειται άραγε για προσωρινές υπερβολές ή μήπως οι χαρακτηρισμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν βαθύτερα συναισθήματα;

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμάται κανείς είναι ότι οι ελληνογερμανικές σχέσεις έχουν μακρά ιστορία, πολύ πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γερμανοί φιλελεύθεροι έσπευσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821.

Ο Οθωνας -πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας- ήταν Βαυαρός και η κυβέρνησή του δεν ήταν καθόλου δημοφιλής εκείνη την εποχή, σε βαθμό μάλιστα που ο βασιλιάς εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε με έναν Δανό. Αυτά όμως έχουν ξεχαστεί από καιρό. Μάλιστα, όταν ένας Γερμανός προπονητής, ο Οτο Ρεχάγκελ, οδήγησε την Ελλάδα στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, το 2004, ο Τύπος της χώρας τον αποκαλούσε χαϊδευτικά «βασιλιά Οτο». Πριν από τον Β΄ Π. Π. η εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα ήταν πολύ θετική και πολλοί Ελληνες διανοούμενοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες σπούδαζαν εκεί. Οπως συνέβη όμως και σε πολλές άλλες χώρες, ο ναζισμός διέλυσε αυτό το πλούσιο δίκτυο επαφών με τη Γερμανία και αντικατέστησε όσες μνήμες υπήρχαν από το παρελθόν με τη βία και το τραύμα της Κατοχής. Καμία κρίση στην ιστορία της Ελλάδας -και υπήρξαν πολλές- δεν μπορεί να συγκριθεί με τα χρόνια της Κατοχής. Το κράτος διαλύθηκε, η πείνα θέρισε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές και η αναγεννημένη Αριστερά κάλυψε το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο στην αντίσταση κατά του κατακτητή.

Τα αντιγερμανικά αισθήματα αναγεννήθηκαν στην Ελλάδα τελείως ξαφνικά, με το ξέσπασμα της κρίσης. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η αναβίωσή τους αποτελεί έκπληξη. Ο ελληνικός θυμός αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό αντίδραση στα αλλεπάλληλα άρθρα και στις γελοιογραφίες που δημοσιεύθηκαν στον γερμανικό Τύπο, όπου οι Ελληνες παρουσιάζονταν ως άσωτοι και τους συστηνόταν, χωρίς αιδώ, να πουλήσουν τα νησιά και τις αρχαιότητές τους για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Οπως συμβαίνει με όλα τα ζευγάρια που μαλώνουν, οι διαφωνίες για τα χρήματα αποκρύπτουν συνήθως βαθύτερα προβλήματα.

Σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, η χρεοκοπία σημαίνει ότι το έθνος δεν είναι πια κυρίαρχο του πεπρωμένου του. Μέρος λοιπόν του ελληνικού θυμού οφείλεται στον εξευτελισμό μιας κοινωνίας η οποία πίστευε ότι είχε αποτινάξει την εικόνα του «περιφερειακού κράτους» και τώρα βλέπει την επιτυχία της αυτή να αμφισβητείται. Από την άλλη πλευρά, πείτε σε κάποιον Γερμανό ότι φέρεται όπως οι ναζί στον Β΄ Π. Π. και -δικαίως- θα εξοργιστεί. Εξάλλου, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Κατοχή, όταν η Γερμανία αποστράγγιζε την Ελλάδα από τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές εκδίδοντας το άχρηστο κατοχικό νόμισμα, και στο τώρα, που η Γερμανία παρέχει μεγάλα ποσά στην Ελλάδα για να επιβιώσει. Ακόμη και αν μεγάλο μέρος αυτών των ποσών επανέρχεται στις δανείστριες τράπεζες της Ελλάδας, γεγονός είναι ότι στόχος σήμερα είναι να παραμείνει η χώρα στο ευρώ και όχι να πτωχεύσει.

Ζούμε σε τελείως διαφορετικές εποχές από τον Πόλεμο. Η -πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά ιστορικά δεδομένα- απουσία στρατών σε όλη τη διάρκεια της κρίσης είναι τόσο προφανής που ξεχνάμε πόσο σημαντική είναι. Η απειλή για τη δημοκρατία σήμερα δεν προέρχεται ούτε από τον κομμουνισμό, ούτε από τον ιμπεριαλισμό, ούτε από τον φασισμό. Το πρόβλημά μας σήμερα είναι η εξάρτηση από τα φτηνά δανεικά. Αν και τα φαντάσματα του παρελθόντος είναι γνώριμα και μας προσφέρουν σιγουριά, δεν θα μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε τη φύση του προβλήματος.