Ο ένας φορούσε µεγάλα µαύρα γυαλιά, το σήµα κατατεθέν του. Ο άλλος κοίταζε ψυχρά και ανέκφραστα τους εισαγγελείς. Ο τρίτος άκουγε το κατηγορητήριο και µισοκοιµόταν. Είναι 80άρηδες και καταβεβληµένοι, αλλά µέχρι τέλους αµετανόητοι για την εξόντωση 1,7 εκατοµµυρίων ανθρώ πων στα περιβόητα «χωράφια του θανάτου» της Καµπότζης.

Στο εδώλιο της ιστορικής πρώτης δίκης συνεργών του αιµοσταγούς Πολ Ποτ, η οποία µόλις ξεκίνησε σε µια ασφυκτικά γεµάτη αίθουσα του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου του ΟΗΕ για τα Εγκλήµατα Πολέµου στην Καµπότζη, στην Πνοµ Πενχ, κάθονται τρία κορυφαία στελέχη των Ερυθρών Χµερ. Λογοδοτούν, ύστερα από τρεις ολόκληρες δεκαετίες, για εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας, για εγκλήµατα πολέµου και για γενοκτονία, αλλά µπορεί να µη ζήσουν αρκετά για να ακούσουν, σε µερικά χρόνια, την ετυµηγορία…

Ο 85χρονος Νούον Τσία ήταν ο επικεφαλής Ιδεολογίας του µαοϊκού κόµµατος και ο «Αδελφός Νο 2», µετά τον Πολ Ποτ. Είχε εξουσία ζωής και θανάτου, έδινε σαφείς οδηγίες για το «ποιος έπρεπε να συλληφθεί και ποιος να εκτελεστεί». Κάποτε έστειλε ανθρώπους στο απόσπασµα λέγοντας: «∆εν έχω χρόνο για ανακρίσεις – ούτε καν για βασανιστήρια».

Μιλώντας επί 90 λεπτά, ο Τσία επέµεινε ότι «υπηρέτησε τα συµφέροντα του έθνους» και το προστάτευσε από την αποικιοκρατία και από τους εισβολείς από το Βιετνάµ, «που ήθελαν να καταπιούν την Καµπότζη σαν πύθωνες».

∆εύτερος κατηγορούµενος είναι ο 86χρονος Ινγκ Σάρι, υπουργός Εξωτερικών του καθεστώτος. Ανακάλεσε καµποτζιανούς διπλωµάτες από πρεσβείες στο εξωτερικό, λέγοντας ότι τους χρειαζόταν για να οικοδοµήσουν τη χώρα. Οι περισσότεροι εκτελέστηκαν.

Τρίτος είναι ο Χιέου Σάµπαν, 80 ετών, τότε πρόεδρος του κράτους. Κατηγορείται για πλήρη γνώση και συµµετοχή στα εγκλήµατα. Εκείνος κατηγορεί το δικαστήριο ότι «ξαναγράφει την Ιστορία µε παραµύθια». Είπε ότι στήριξε την κοµµουνιστική κυβέρνηση, αλλά δεν ήλεγχε «τα απείθαρχα στοιχεία» που σκότωναν τον κόσµο.
Η ακροαµατική διαδικασία άνοιξε µε φρικαλέο και λεπτοµερή απολογισµό της βαρβαρότητας ενός καθεστώτος που εξόντωσε έναν στους τέσσερις από τους 7 εκατοµµύρια Καµποτζιανούς εκείνης της εποχής σε τέσσερα χρόνια (1975-1979). ∆εν υπάρχει οικογένεια τώρα στην Καµπότζη που να µην είχε θύµατα.

Κάποιοι από τους πιο µεγάλους στο ακροατήριο ξέσπασαν σε κλάµατα. Για «οργανωµένες και συστηµατικές» θηριωδίες µίλησε η καµποτζιανή συνεισαγγελέας. Είπε ότι µετέτρεψαν ολόκληρη τη χώρα σε «στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων», σε «έθνος σκλάβων, έθνος κρατουµένων», µε κεντρικά σχεδιασµένη αγριότητα πέρα από κάθε ανθρώπινη φαντασία.

«∆ολοφόνησαν, βασάνισαν, τροµοκράτησαν τον λαό τους. Για να αναµορφώσουν πολιτικά την κοινωνία… έφτιαξαν έναν ζωντανό εφιάλτη για όλους. Πήραν από τους ανθρώπους ό,τι έχει αξία στη ζωή. Εξόντωσαν εκατοντάδες χιλιάδες σε κέντρα ασφαλείας και στα “χωράφια του θανάτου”. Αµέτρητοι πέθαναν από αρρώστιες, κακοποιήσεις, ασιτία… ∆εν πρέπει να ξεχάσουµε εδώ τι έκαναν αυτοί οι ηλικιωµένοι άνθρωποι» τόνισε.

Αλλά και οι τρεις είπαν απαθείς ότι δεν µετανιώνουν για τίποτε. Ο Σάρι κάνει σαν να µη συµµετέχει καν σε αυτή τη δίκη και δεν πρόκειται να απολογηθεί. Οι άλλοι δύο αρνούνται κάθε προσωπική ευθύνη. «Θέλουµε να ακούσουµε από το στόµα τους, µε τα λόγια τους, τι έκαναν και γιατί το έκαναν. Μας πονάει η σιωπή. Θέλουµε να µάθουµε επιτέλους την αλήθεια, ώστε να κλείσουν τα µάτια των νεκρών» είπε ένας 25χρονος συγγενής θύµατος των Ερυθρών Χµερ. «Ει µη τι άλλο, επειδή µεταδίδονται από το ραδιόφωνο, αυτές οι δίκες θα δώσουν στη νεότερη γενιά µια ιδέα για το βασίλειο του τρόµου των Ερυθρών Χµερ» λέει  ο Τσάρλι Κλέµεντς, διευθυντής του Κέντρου Carr για την Πολιτική Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων στο Χάρβαρντ.

Πολ Ποτ:

Ατιµώρητος ο «Αδελφός Νο 1»

Ο κομμουνιστής ηγέτης και πρωθυπουργός εκκαθάρισε μεσαία τάξη, διανοουμένους και «εχθρούς του λαού», στο όνομα μιας αγροτικής σοσιαλιστικής ουτοπίας.

Από το «έτος μηδέν» (1975) κατάργησε θρησκεία, σχολεία και νόμισμα. Μετακίνησε εκατομμύρια ανθρώπους από τις πόλεις στην ύπαιθρο και στα «χωράφια του θανάτου». Ανετράπη το 1979, με την εισβολή του Βιετνάμ.

Πέθανε το 1998, στα 73 του, ατιμώρητος.

«∆ολοφόνησα ένα ζευγάρι ερωτευµένων…»

«Ημουν επικεφαλής μιας Κομμούνας, στα βορειοδυτικά της χώρας. Μια μέρα, με διέταξαν να ξυλοκοπήσω μέχρι θανάτου ένα νεαρό ζευγάρι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι 20 ετών, επειδή είχαν ερωτευθεί χωρίς να είναι παντρεμένοι. Το έκανα. Αν δεν υπάκουα ο επιτηρητής μου θα σκότωνε εμένα» λέει ο Τσιμ Πχορν, 72 ετών.

ΒΗΜΑ