Hooman Majd*, Foreign Affairs

Ήταν Χριστούγεννα στην Τεχεράνη, και οι μετεωρολόγοι προέβλεπαν τα πρώτα χιόνια. Σε μια κρύα ημέρα τον περασμένο Δεκέμβριο στο παζάρι στο Tajrish, την πλούσια ιστορική γειτονιά στο βόρειο τμήμα της Τεχεράνης, οι καταναλωτές απέφευγαν τους εκτεθειμένους υπαίθριους πάγκους στα σοκάκια και κατευθύνονταν προς τη ζεστασιά των κοντινών μίνι-εμπορικών κέντρων, τα οποία ήταν ζεστά όσο και εκείνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέσα σε ένα από αυτά, τα παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από τη βιτρίνα ενός καταστήματος Χριστουγεννιάτικων ειδών για να θαυμάσουν τα στολίδια και τους πλαστικούς Αγιοβασίληδες. Μερικά άλλα μαγαζιά επίσης είχαν χριστουγεννιάτικα στολίδια –κάτι απολύτως νόμιμο στην Ισλαμική Δημοκρατία, ακόμη και αν οι θρησκευτικές αρχές συνοφρυώνονται με αυτά. Οι Χριστιανοί είναι ελεύθεροι να γιορτάζουν όπως θέλουν – υπάρχουν ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα για πώληση στα πεζοδρόμια στην αρμενική συνοικία της Τεχεράνης.

Η διακόσμηση ήταν διαμετρικά αντίθετη με τις χιλιάδες μαύρες και πράσινες σημαίες «Ya Hossein» που κυματίζουν έξω από σχεδόν κάθε κατάστημα στους δρόμους, προς τιμήν του Ιμάμη των σιιτών ισλαμιστών. Υπήρχαν τα οχήματα της Gasht-e Ershad, της αστυνομίας Ηθών, η οποία περιφρουρεί την περσική κοινωνία από ενδυματολογικές προσβολές προς το Ισλάμ. Φέτος επέκτειναν την ανεπιθύμητη παρουσία τους και στη διάρκεια του χειμώνα (συνήθως εμφανίζονται την άνοιξη, όταν τα παλτά έχουν βγει για τις αρχές του καλοκαιριού), μήπως μία αδέσποτη τούφα από μαλλιά φανεί κάτω από τη μαντήλα μιας γυναίκας, ή, ακόμα χειρότερα, το παλτό της δεν φτάνει όπως πρέπει στα γόνατά της.

Ήταν τα Χριστούγεννα, αλλά ήταν επίσης και το Moharram, το αραβικό όνομα για το μήνα κατά τον οποίο ο Χοσεΐν, ο εγγονός του προφήτη Μωάμεθ και πολιούχος των σιιτών, μαρτύρησε στην Καρμπάλα. Είναι ο πιο ιερός μήνας για τους Σιίτες που γιορτάζουν τον πιο σεβαστό άγιό τους, του οποίου το μαρτύριο είναι ακριβώς ο λόγος ύπαρξής τους. Καθώς ορισμένοι Ιρανοί πήγαιναν για τις καθημερινές τους ασχολίες, ψώνια για τρόφιμα και οικιακά είδη, οι πιο ευσεβείς παρακολούθησαν στα τζαμιά τις τελετές πένθους – ιεροτελεστίες που για εκατοντάδες χρόνια τίποτα, ούτε καν οι διεθνείς κρίσεις, οι επαναστάσεις ή οι άνεμοι του πολέμου δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν, πολύ λιγότερο να τις διακόψουν. Και φέτος το Ιράν αντιμετωπίζει πράγματι μια εντεινόμενη διεθνή κρίση. Τον τελευταίο χρόνο, η Δύση έχει αυξήσει τις πιέσεις για την καταπολέμηση του πυρηνικού προγράμματος της χώρας, αλλά και πάλι η απειλητική ρητορική της, η επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων, ακόμη και η συγκεκαλυμμένη δράση δεν έχει αλλάξει τα σχέδια της Τεχεράνης.

Ζούσα στο Tajrish τους περισσότερους μήνες του 2011. Λίγες μέρες πριν από μια Δεκεμβριάτικη βόλτα μου στο παζάρι, ο όχλος επιτέθηκε στην βρετανική πρεσβεία στο κέντρο της Τεχεράνης. Επίσης εισέβαλαν στον κήπο της που μοιάζει με πάρκο, σε μικρή απόσταση με ταξί από εκεί που έμενα. Η επίθεση μεταδόθηκε ζωντανά από την κρατική τηλεόραση – μια ένδειξη ότι τα κρατικά μέσα ενημέρωσης είχαν προειδοποιηθεί, καθιστώντας την πολιορκία ως την βασική συζήτηση («talk of the town») για λίγες μέρες.

Πολλοί, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο Ιράν, είχαν υποθέσει ότι η κυβέρνηση ήταν πίσω από τις επιθέσεις. Και οι ιρανοί πολιτικοί (με κραυγαλέα εξαίρεση τον πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ) σταμάτησαν σύντομα να εξυμνούν τον όχλο αλλά λογομαχούσαν για μερικές ημέρες, πρόθυμοι να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε επαναστατικά διαπιστευτήρια – καθώς, φυσικά, είναι ένα προεκλογικό έτος στο Ιράν. Αλλά η άγνοια του όχλου για τις παγκόσμιες υποθέσεις, και ως εκ τούτου η πιθανή έλλειψη καθοδήγησης από τα υψηλότερα επίπεδα της κυβέρνησης, αποκαλύφθηκε γρήγορα στο αναχρονιστικό γκράφιτι που γράφτηκε στους τοίχους της πρεσβείας: «Κάτω η Ελισάβετ».

(Για να προσθέσετε ένα κομμάτι της εικόνας, αξίζει να σημειωθεί ότι ένας ιρανός αντικαθεστωτικός μου είπε μία ημέρα μετά την επίθεση ότι σκέφτηκε πως ίδιοι οι Βρετανοί ήταν πίσω από την επίθεση. Ήταν τόσο προφανές, σκέφτηκε, επειδή θα νομιμοποιούσε τις ενέργειές τους στην επιβολή κυρώσεων κατά της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράν. Αυτό, συν το γεγονός ότι οι βρετανοί ελέγχουν τους μουλάδες ούτως ή άλλως, είπε. Η λογική είναι καταδικασμένη στη συνωμοτική Περσία…).

Η λεηλασία της βρετανικής πρεσβείας επικάλυψε ένα annus horribilis (έτος τρομερό) για την ιρανική ηγεσία. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς, ο ανώτατος ηγέτης, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο Αχμαντινετζάντ και κάθε πολιτικός ανάμεσά τους βρίσκονται φαινομενικά σε διαφωνίες μεταξύ τους σχεδόν για κάθε πιθανό θέμα του κράτους. Το αποτέλεσμα είναι μια αβεβαιότητα και νευρικότητα μεταξύ των αξιωματούχων και ένα είδος πολιτικής παράλυσης εξαιτίας της οποίας έχει γίνει δύσκολο για τους ανθρώπους να γνωρίζουν ποιος ακριβώς είναι υπεύθυνος ή ακόμα και ποιον να κατηγορήσουν όταν η πολιτική πάει άσχημα. Αλλά ήταν επίσης μια τρομερή χρονιά για τον ιρανικό λαό. Είναι αμήχανοι από την προσέγγιση της Δύσης στην αντιμετώπιση του πυρηνικού προγράμματος της χώρας τους – ο διακηρυγμένος στόχος που επιδιώκεται από τη Δύση είναι μια πολιτική αλλαγή, αλλά το αποτέλεσμα είναι μόνο γενικές δυσκολίες. Οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων διαμαρτύρονται για ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, μια στραγγαλισμένη οικονομία και γενική αναστάτωση σε καθημερινή βάση.

Στο δρόμο, πουθενά οι επιπτώσεις δεν είναι περισσότερο εμφανείς από όσο σε κάθε ένα από τα πολλά ανταλλακτήρια συναλλάγματος, όπου οι Ιρανοί συγκεντρώνονται για να παρακολουθούν τις επίπεδες οθόνες που δείχνουν σχεδόν λεπτό προς λεπτό την διολίσθηση του ιρανικού νομίσματος, Ριάλ. Άνδρες και γυναίκες σπεύδουν να αγοράσουν δολάρια ως εξασφάλιση έναντι του πληθωρισμού. Πολλοί πιστεύουν ότι η κυβέρνηση σύντομα θα ξεμείνει από δολάρια καθώς οι διεθνείς κυρώσεις πνίγουν τις ιρανικές τράπεζες. Η οικονομική κουλτούρα της χώρας είναι τα μετρητά -δεν υπάρχουν πιστωτικές κάρτες – και η κυβέρνηση σε τακτά χρονικά διαστήματα ρίχνει στην κυκλοφορία εκατοδόλαρα σε μια προσπάθεια να κρατήσει το νόμισμα σταθερό. Η στρατηγική αυτή απέτυχε. Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, η εμπιστοσύνη ότι το καθεστώς θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στην διεθνή οικονομική πίεση είχε βυθιστεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα – ιδιαίτερα μετά από τη στιγμή που η βρετανική κυβέρνηση έκοψε όλους τους οικονομικούς δεσμούς της με την Τεχεράνη.

Μέχρι το Δεκέμβριο, οι κλιμακούμενες συζητήσεις για στρατιωτικά πλήγματα, που προωθούνταν από αξιοσέβαστους Δυτικούς και Ισραηλινούς πολιτικούς, αναλυτές και σχολιαστές – μέσα από τις σελίδες του Foreign Affairs, επίσης [1] -ήγειραν ανησυχίες στην Τεχεράνη σε ένα επίπεδο που δεν παρατηρήθηκε για πολλά χρόνια στο παρελθόν. Τα προηγούμενα χρόνια, ο πόλεμος για το πυρηνικό πρόγραμμα ήταν πάντα το θέμα της φλυαρίας στο Ιράν, αλλά λίγοι το έπαιρναν πολύ σοβαρά. Στην πραγματικότητα, εάν ο πόλεμος ανέκυπτε σε μια συνηθισμένη συζήτηση, αναφερόταν συνήθως ως αστείο. Τον Δεκέμβριο, ωστόσο, ο οπτικός μου, ένα ηλικιωμένος Isfahani με ένα ειρωνικό χιούμορ ο οποίος φιλοξενεί ντόπιους κάθε βράδυ στο μαγαζί του, κατάλαβε τη διάθεση της πόλης όταν είπε σχετικά με το άγχος για έναν επερχόμενο πόλεμο, «μπορείς να το μυρίσεις», είπε. «Αυτή τη φορά, μπορείς να το μυρίσεις».

Ο HOOMAN MAJD είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The Ayatollah’s Democracy: An Iranian Challenge