Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος

Η επίσκεψη της καγκελαρίου Α. Μέρκελ στο Πεκίνο δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και επιβεβαιώνει το μήνυμα που έχει προκύψει από τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου και μετά: Με κάθε δυνατό τρόπο από την απειλή μιας διεθνούς κρίσης αν αποσταθεροποιηθεί η Ευρωζώνη μέχρι τη διασφάλιση επιρροής στη Γηραιά Ήπειρο, το Βερολίνο επιδιώκει να εμπλέξει τις εκτός Ευρώπης μεγάλες οικονομικές δυνάμεις στην αύξηση της δυνατότητας σήμερα του Προσωρινού Μηχανισμού EFSF και αύριο του Μόνιμου Μηχανισμού ESM να διασώσουν χώρες του μεγέθους της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Με δυο λόγια, η Γερμανία αντιλαμβάνεται τη διάσταση του προβλήματος που έχει η ίδια δημιουργήσει με τις επιλογές της εδώ και δύο χρόνια, σιωπηρά ανέχεται την ανορθόδοξη σταθεροποιητική παρέμβαση του επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι, αντιλαμβάνεται την ανεπάρκεια του Προσωρινού σήμερα και του Μονίμου αύριο Μηχανισμού, αλλά δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να εισπράξει το εσωτερικό πολιτικό κόστος από την περαιτέρω δική της εμπλοκή!

Το Βερολίνο οδηγείται σε μια επιλογή ανυπολόγιστου κόστους. καθώς η στήριξη της Ευρωζώνης από τα εκτός Ε.Ε. μέλη του ΔΝΤ θα γίνει με υψηλότατο αντίτιμο, εμπορικό, οικονομικό αλλά και διεθνές πολιτικό.

Τα παραπάνω ολοκληρώνουν το θλιβερό συνολικά απολογισμό της διαχείρισης της κρίσης και των επιπτώσεών της στην Ευρωζώνη από το Βερολίνο:

Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο δημιουργείται δυναμική αντιγερμανικής συσπείρωσης στη Γηραιά Ήπειρο, η οποία με τη σειρά της πλήττει καίρια την αξιοπιστία του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η βεβαιότητα της ευρωπαϊκής Γερμανίας έχει διαλυθεί και ακόμη και παραδοσιακοί σύμμαχοι της Γερμανίας, όπως η Αυστρία, φοβούνται την εγκαθίδρυση γερμανικής Ευρώπης.

Για πρώτη φορά μετά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η σκληρή δημοσιονομική περιστολή που επιβάλλει το Βερολίνο στους εταίρους του φέρνει ξανά στο προσκήνιο την πιθανότητα κοινωνικής έκρηξης και πολιτικής αποσταθεροποίησης με ανυπολόγιστες παρενέργειες.

Για πρώτη φορά μετά το 1945 η Διατλαντική Σχέση που είχε επιβιώσει ακόμη και του τερματισμού του Ψυχρού Πολέμου το 1989-91 αλλά και της σύγκρουσης στη Γιουγκοσλαβία και της εισβολής στο Ιράκ μοιάζει να έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, με τις ΗΠΑ να θεωρούν τη Γερμανία και την πολιτική της ως τη μεγαλύτερη απειλή των προσπαθειών της για σταθερή ανάκαμψη.

Με δυο λόγια, η Γερμανία κατεδάφισε όλες τις μεταπολεμικές σταθερές της ευρωπαϊκής και εξωτερικής της πολιτικής δημιούργησε κρίση εμπιστοσύνης για τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και ταυτόχρονα αδυνατεί να αναλάβει και το κόστος μιας γερμανικής Ευρώπης.

Αν εγκαταλείψουμε τις αναστολές της πολιτικής ορθότητας, μπορούμε δίχως αμφιβολία να πούμε ότι πέραν της δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη βρισκόμαστε απέναντι σε ένα νέο γερμανικό πρόβλημα διαφορετικό από αυτά που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Είκοσι και πλέον χρόνια μετά την ενοποίηση του 1990 η ευρωπαϊκή επιλογή που ήταν μονόδρομη αναγκαιότητα μετά το 1949 αλλά και προϋπόθεση της ταχύτατης ενοποίησης μετά το 1989 θεωρείται από μια πλειονότητα της κοινής γνώμης και ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής ελίτ ως εκχώρηση κυριαρχίας:

Σήμερα δεν υπάρχουν οι εσωτερικές πολιτικές προϋποθέσεις για συνολική ευρωπαϊκή εμπλοκή χωρίς επιφυλάξεις.

Δεν υπάρχουν, όμως, ούτε οι προϋποθέσεις για μια εκτός Ευρωζώνης και Ε.Ε. στρατηγική για τη χώρα.